«Δεν μπορούσαμε ούτε να τον κλάψουμε»
Στις 22 Φεβρουαρίου 1974, τρεις μήνες μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, σε ένα οικόπεδο της οδού Βαλτετσίου, δίπλα σε μια νεοανεγειρόμενη οικοδομή της Αθήνας, περαστικοί ανακάλυπταν το πτώμα ενός 24χρονου άνδρα. Χτυπημένος μέχρι θανάτου, με σπασμένα τα δάχτυλα και κατακρεουργημένο το κεφάλι, ο νεκρός παρουσίαζε μια εικόνα που δεν δικαιολογούσε την επίσημη αιτία θανάτου. Η εκδοχή της «αυτοκτονίας» δεν έπειθε κανέναν. Τις αμφιβολίες ενίσχυε το γεγονός ότι ο 24χρονος φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών καταζητούνταν από τη χούντα, είχε εξαφανιστεί επί μέρες από τους οικείους του και οι πληροφορίες έλεγαν ότι είχε ήδη συλληφθεί. Ονομαζόταν Γιάννης Καΐλης. Ήταν ο φοιτητής που είχε γράψει με το πινέλο του στην πύλη του Πολυτεχνείου τα δύο συνθήματα που έμειναν άσβηστα στην Ιστορία: «ΕΞΩ αι ΗΠΑ», «ΕΞΩ το ΝΑΤΟ»…
Ανάμεσα στο πλήθος που συγκεντρώθηκε στην οδό Βαλτετσίου το απόγευμα εκείνο, βρέθηκε τυχαία και μια δικηγόρος, η Φιλάνθη Ψυρρή. Μια γυναίκα που θα ξεκινούσε έναν ανένδοτο αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση του νεκρού. Χρειάστηκε να ακολουθήσουν έρευνες, εκταφή της σορού έναν χρόνο αργότερα και νέο πόρισμα, για να αναγνωρίσει επίσημα το ελληνικό κράτος ότι ο φοιτητής Καΐλης είχε δολοφονηθεί από τη χούντα για τις δημοκρατικές του ιδέες και τη συμμετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα.
«Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1950 στο Δίστομο. Ήταν ορφανός από τα τρία του χρόνια, σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Ήταν πολύ φτωχός. Ξεκίνησε να εργάζεται από πολύ μικρός σε οικοδομές και αλλού για να μπορέσει να τελειώσει το Γυμνάσιο. Ήμασταν στην ίδια ηλικία και στην ίδια γειτονιά» λέει η Μίνα Κώτσου, πρόεδρος του Πολιτισμικού Συλλόγου Διστόμου, ο οποίος διοργάνωσε την έκθεση μαζί με τον Σύλλογο Γυναικών Αγίου Νικολάου Λιβαδειάς και τον τοπικό δήμο. «Είχε κλίση στη ζωγραφική και το 1971 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ήταν ένα από τα ενεργά μέλη του αγώνα των φοιτητών κατά της χούντας και ένας εκ των πρωταγωνιστών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από τις πληροφορίες που έχουμε, τα συνθήματα στις κολόνες της πύλης ήταν γραμμένα από τον ίδιο, όπως και πολλά αντιχουντικά σκίτσα που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι μέσα από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου.
Το ψέμα
Μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη η χούντα τον αναζητούσε. Το Φλεβάρη του ’74 είχε έρθει στο Δίστομο και κάθισε για λίγες μέρες. Μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, εξαφανίστηκε. Βρέθηκε λίγο μετά, πεταμένος, στην οδό Βαλτετσίου. Είπαν ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας από τη διπλανή οικοδομή, όμως αυτό ήταν ψέμα. Όταν αυτοκτονείς, λόγω του νόμου της βαρύτητας πέφτεις ακριβώς κάτω, όχι μερικά μέτρα παραπέρα, στο διπλανό οικόπεδο. Την αναγνώριση του πτώματος έκανε μία ξαδέλφη του» συμπληρώνει η Μίνα Κώτσου.
«Θυμάμαι το άγριο κλίμα, το κλίμα τρομοκρατίας που υπήρχε στο χωριό όταν η σορός του έφτασε στο Δίστομο», περιγράφει στα «ΝΕΑ» ο Λουκάς Δημάκας, αντιπρόεδρος του συλλόγου. «Υποτίθεται ότι επρόκειτο για αυτοκτονία και τον έφεραν συνοδεία 15 ασφαλίτες. Δεν άφηναν την οικογένεια ούτε να ανοίξει το φέρετρο. Δεν ήθελαν ούτε να τον πάνε σπίτι του, ήθελαν να γίνει στα γρήγορα η ταφή. Με το ζόρι άφησαν μια νοσοκόμα να τον αλλάξει, επειδή ξεσηκώθηκε ο κόσμος» διηγείται.
Η οργή
Τα χρόνια που πέρασαν δεν κατάφεραν να στεγνώσουν τα δάκρυα στα μάτια της μεγαλύτερης αδελφής του φοιτητή, της Σουλτάνας Καΐλη. Καθώς διηγείται τα γεγονότα, η φωνή της σπάει.
«Δεν μπορούσαμε ούτε να ανοίξουμε την ψυχή μας. Ερχόταν κόσμος στο σπίτι – υποτίθεται να μας συμπαρασταθεί – και μας έλεγαν “μη μιλάς”. Ύστερα από αυτό περάσαμε ζωή σκυλίσια. Η μάνα μου του είχε αδυναμία. Και αρρώστησε ψυχολογικά. Από αυτό το παιδί περίμενε πολλά. Θα έκανε προκοπή μεγάλη. Μόνος, ορφανός, χωρίς φροντιστήρια, πάλεψε με αγώνα για να σπουδάσει. Είχε ταλέντο στη ζωγραφική. Κι εμείς δεν μπορούσαμε ούτε να τον κλάψουμε. Είχα οργή, είχα θυμό. Τώρα αρχίζω να σκέφτομαι διαφορετικά» λέει η Σουλτάνα Καΐλη. «Την ημέρα που μπήκε το τανκ στο Πολυτεχνείο, ήταν μέσα. Χτυπήθηκε, αλλά όχι πολύ. Φορούσε ένα παλτό και τον προστάτευσε. Το ξεπέρασε. Ήταν Καθαρή Δευτέρα όταν μάθαμε ότι σκοτώθηκε. Τον περιμέναμε να έρθει για Αποκριές στο χωριό, είχε κανονίσει να πάει και σε μια λέσχη όπου μαζεύονταν στους Δελφούς για να ζωγραφίσουν, αλλά δεν ήρθε. Μας πήρανε και μας είπαν ότι ήταν στο νεκροτομείο».
Η δικαίωση
Ακολούθησαν πολλά, μέχρι που η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή απέδειξε ότι η φερόμενη ως αυτοκτονία ήταν δολοφονία. Η αγωνίστρια δικηγόρος ανέλαβε συνολικά 36 υποθέσεις παρόμοιες με του Γιάννη, δολοφονημένων από τα χουντικά βασανιστήρια που εμφανίζονταν από τις Αρχές ως αυτόχειρες. Παρά τις προσπάθειες της δικτατορίας να παρουσιάσει τον Γιάννη Καΐλη ως ψυχικά διαταραγμένο και ως άτομο που δεν είχε καμία δράση στο Πολυτεχνείο, η έρευνα απέδωσε στοιχεία. Τους ισχυρισμούς του καθεστώτος διέψευδε μεταξύ άλλων η επίσημη αναφορά του χουντικού Καραπαναγιώτη, ασφαλίτη και προϊσταμένου του «Σπουδαστικού» της Γενικής Ασφάλειας, ο οποίος έγραφε τον Δεκέμβριο του 1973: «Μεταξύ των συμμετασχόντων εις τα έκτροπα του Πολυτεχνείου ήταν και ο φοιτητής Γιάννης Καΐλης του Ν. και της Βασ. Γεν. το 1950 εις το Δίστομο, κάτοικος οδούς Ευδήλου 7 όστις παρέμεινε καθ’ όλην την διάρκεια των επεισοδίων ΕΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣΕΝ εις την αναγραφήν συνθημάτων και εσχεδίασε το πανώ ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ».
«Τον επόμενο Ιούνιο έγινε η εκταφή», λέει η Σουλτάνα Καΐλη. «Εγώ πήγα. Πήραν τα οστά, έκαναν εξετάσεις και φάνηκε ότι πρώτα σκοτώθηκε και μετά πετάχτηκε στο οικόπεδο». Η Φιλάνθη Ψυρρή ήταν σίγουρη από την αρχή, όπως ανέφερε σε παλαιότερη ομιλία της: «Απ’ την πρώτη στιγμή που είδα εντελώς τυχαία νεκρό τον Γιάννη κι άκουσα σχόλια και φήμες για ερωτικές απογοητεύσεις κλπ από συγκεντρωμένους νεαρούς τραμπούκους που χαχάνιζαν περιπαιχτικά, σχημάτισα την πεποίθηση ότι ο Γιάννης δολοφονήθηκε και ευτυχώς δικαιώθηκα. Πάντα μου πίστευα πως οι άνθρωποι που έχουν ιδανικά δεν αυτοκτονούν ποτέ. Αγωνίζονται για αυτά και πεθαίνουν γι’ αυτά ή πιο σωστά δολοφονούνται απ’ αυτούς που δεν έχουν ιδανικά…».
Οι εκθέσεις και τα έργα του
Η πρώτη έκθεση με έργα του Γιάννη Καΐλη διοργανώθηκε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, από τις 4 ως τις 19 του Μάρτη το 1975, στην Αθήνα από το Σύλλογο Σπουδαστών Α.Σ.Κ.Τ. και το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών, ενώ τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν άλλες δύο εκθέσεις. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στον Δήμο Διστόμου και σε συλλογές συγγενών και φίλων του. Διοργανώθηκε επίσης μια μεγαλύτερη έκθεση με 32 έργα του, που καλύπτουν την περίοδο από τη μαθητική του ηλικία μέχρι τον θάνατό του. Κολακευτικά λόγια για τον Καΐλη έχουν γράψει οι ζωγράφοι και καθηγητές του Δημήτρης Καλαμάρας και Γιάννης Μόραλης, ο γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς κ.ά.
Στο Δίστομο έχει δοθεί το όνομά του στον δρόμο που οδηγεί στο Μαυσωλείο των Θυμάτων της Σφαγής της 10ης Ιουνίου 1944.
e-prologos.gr