Σχεδόν δύο μήνες έχουν περάσει από την εμφάνιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του πετυχημένου σλόγκαν “Μετά θα λογαριαστούμε”, ενός συνθήματος που έκανε αίσθηση για περίπου πέντε μέρες δημοσιογραφικά, οκτώ μέρες πολιτικά και λίγες βδομάδες φεϊσμπουκικά. Μεγαλύτερη υπήρξε η κοινωνική επίδραση της φράσης, η οποία, ενώ ξεκίνησε από το χώρο της υγείας, εν είδει θρυαλλίδας για την «έκρηξη» ενός κινήματος υποστήριξης του δημόσιου συστήματος υγείας απέναντι στις πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, μέρα με τη μέρα επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς με αφορμή τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών και των εργασιακών δικαιωμάτων με το αιτιολογικό της υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο, σήμερα, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο δεν είναι τόσο οι απαρχές, όσο η κατάληξη του «μετά θα λογαριαστούμε» και τι ακριβώς έχει απομείνει από τη δυναμική του, τώρα πια που δε «μένουμε σπίτι», αλλά ξεκινήσαμε να ζούμε «κανονικώς» τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας.
Αναμφίβολα, η ουσία του ζητήματος, ο βαθμός και η διάρκεια της επιδραστικότητας του εν λόγω συνθήματος εντοπίζεται στην αντίληψη των πολιτών περί κανονικότητας. Από τη μια, υπάρχουν αυτοί που ως κανονικό θεωρούν αυτό που ίσχυε στην περίοδο προ κορονοϊού και που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, όπως για παράδειγμα οι διαπλεκόμενοι κεφαλαιούχοι και πολιτικοί, οι συντηρητικοί ψηφοφόροι των κομμάτων εξουσίας, οι νοικοκυραίοι και μικροαστοί του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και, από την άλλη, οι πολίτες της συλλογικής ευθύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης που ευελπιστούν σε μια ριζική αλλαγή για μια δικαιότερη και δημοκρατικότερη κοινωνία θεωρώντας ως προεξάρχον στοιχείο του κανονικού απλώς και μόνο τη δικαιοσύνη. Οι πρώτοι, της πλειοψηφούσας ομάδας, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, είτε δεν έχουν καμία αντίρρηση στη διαιώνιση της πρότερης κατάστασης, αυτής των πολιτικών παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη, του ξεπλύματος των φασιστικών και ναζιστικών μορφωμάτων από δημοσιογράφους και «διανοουμένους», των τιμητών και των εκτελεστών της κρατικής βίας και του δόγματος «νόμος και τάξη», της πατριαρχικής αντίληψης της κοινωνίας, των μαυραγοριτών και στυγνών κερδοσκόπων περιόδων κρίσεων, των καταστροφέων του περιβάλλοντος στο όνομα του κέρδους, των σκοταδιστών και των κομπογιαννιτών, είτε δεν έχουν αντίληψη και γνώση ή ακόμα και το πνευματικό υπόβαθρο, με αποτέλεσμα να θεωρούν ως κανονικό την κανονικότητα αυτού του είδους. Και μιλάμε, επαναλαμβάνω, για τη συντριπτική πλειοψηφία μιας κοινωνίας, που ποτέ δεν έκανε την αυτοκριτική της για να δει τα λάθη της και να καταστεί σοφότερη ως προς τις απαιτήσεις, τους κινδύνους και τις προκλήσεις της νέας εποχής. Οι δεύτεροι, οι οπαδοί της αλλαγής και της «λογοδοσίας» των πρώτων – όχι μόνο για την πολιτεία και το βίο τους στην εποχή της υγειονομικής κρίσης, αλλά και για όλα τα προηγούμενα έτη των μνημονίων – ορμώμενοι από αγνή αγωνιστική διάθεση, παρόλο που από πολύ νωρίς αφουγκράστηκαν τη δυναμική του συνθήματος, είτε δεν το αξιοποίησαν με τον κατάλληλο τρόπο και αναλώθηκαν σε μια ρητορική αντεκδίκησης, που εκ των πραγμάτων τρομάζει την πλειοψηφούσα ομάδα των συντηρητικών ενστίκτων και καταβολών, είτε παρασύρθηκαν σε σπασμωδικού τύπου αντιδράσεις που, ούτως ή άλλως, δε δύνανται να κεφαλαιοποιηθούν πολιτικά. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόσκομμα αποτελούσε η αριθμητική υπεροχή των πρώτων και η αίσθηση της αναβολής και έπειτα της αναβλητικότητας που προσέδιδε η πρόθεση «μετά» στο σώμα του συνθήματος. Το λεκτικό αυτό καρκίνωμα δίπλα στο δυναμικό ρήμα «λογαριάζομαι», μέσα σε συνθήκες οικονομικοκοινωνικής κρίσης, οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση σε μια συναίνεση «υγειονομικού», όπως χαρακτηρίστηκε, χαρακτήρα με τρομακτικές πολιτικές συνέπειες και την κυβέρνηση σε κυρίαρχο και μοναδικό παίκτη στη σκακιέρα της εφαρμογής πολιτικών, γεγονός που επιβεβαιώνεται όχι τόσο από τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων που συχνά αμφισβητούνται ως ψευδή, αλλά από τη συμπεριφορά και την ψυχολογία του σώματος των πολιτών που ο φόβος και η αβεβαιότητα, ως κυρίαρχα συναισθήματα σε περιόδους κρίσεων, το συντηρητικοποιούν ακόμα περισσότερο. Συνεπώς, ήταν ζήτημα ημερών να ενστερνιστεί η πλειοψηφία των πολιτών το αντίπαλο σύνθημα πως «η μόνη ιδεολογία είναι η προφύλαξη της δημόσιας υγείας», αφήνοντας κατά μέρος οποιαδήποτε άλλη ιδεολογική προτεραιότητα και τις μνήμες κρατικής βίας, εξυπηρέτησης ομάδων οικονομικών συμφερόντων και αναχρονιστικών αντιλήψεων στα εκπαιδευτικά ζητήματα.
Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους το πολλά υποσχόμενο «μετά θα λογαριαστούμε» δεν μπόρεσε να διατηρήσει τη δυναμική του μέχρι σήμερα και να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα μιας δυνατής αλλαγής. Η κρίση από μόνη της είναι μια κυοφορούμενη αλλαγή, όμως είναι απαραίτητο κάποιοι να βοηθήσουν, για να έρθει στη ζωή. Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει τα μέλη της μειοψηφούσας ομάδας να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες, ώστε το πιο προοδευτικό κομμάτι της πλειοψηφούσας ομάδας να ξεπεράσει το φόβο και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και να κατανοήσει πως η ατομική του ευημερία αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνικής. Λογαριαζόμαστε καθημερινά και δεν αφήνουμε τίποτα για μετά, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου το παρελθόν επανέρχεται συνεχώς ως μέλλον και χωρίς ποτέ να έχει πληρώσει κάποιο λογαριασμό.
Μαυρίδης Δημήτρης
e-prologos.gr