Γράφει ο Θανάσης Τσιριγώτης
Η κριτική σ’ έναν λογοτέχνη που ασχολείται φανερά με τα κοινά πράγματα και την πολιτική είναι «εύκολη» και πάντως δεν είσαι αναγκασμένος να μπεις στο λαβύρινθο των προσωπικών γούστων.
Η Κική Δημουλά, με τα γνωστά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, όπως είναι γνωστό μίλησε απαξιωτικά για τους μετανάστες στην Κυψέλη που της παίρνουν τα παγκάκια, υπέγραψε δήλωση για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα το 2015, εξέφρασε με τους «μένουμε Ευρώπη» την αγωνία της (μαζί με τον Δ. Σαββόπουλο και άλλους ευρωλιγούρηδες “διανοούμενους”), δήλωσε πως θα ψηφίσει -με το Μάνο Ελευθερίου- τον… Ηλία Ψινάκη στο δήμο της Αθήνας.
Δεν χρειάζονται και άλλα πολλά για να καταλάβουμε ότι έχουμε ένα δεξιό στερεότυπο και ας ανεβάζει ο Ριζοσπάστης -τρομάρα του- σε δυσθεώρητα ύψη τις επευφημίες και τα παλαμάκια του για την ποιήτρια.
Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με την ποιήτρια Κική Δημουλά. Θεωρούμε –το λέμε εξ’ αρχής– το ποιητικό της έργο υπερεκτιμημένο, μονότονο, επαναλαμβανόμενο, ανέμπνευστο, αχρονικό. Τα λεκτικά ευρήματα, οι ευρεσιτεχνίες στις προτάσεις, δεν συνιστούν ποίηση, που είναι ψυχή ζώσα, αιμάτινος δρόμος, πυρπόληση των λέξεων.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη χρονική σειρά τους. Η Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου) γεννιέται το 1931 στην Καλαμάτα, το 1952 παντρεύεται τον πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, αποκτά 2 παιδιά και εργάζεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 1972 παίρνει το Β΄ βραβείο Κρατικής Ποίησης, το 2001 Αριστείο από την Ακαδημία για το έργο της, το 2009 Ευρωπαϊκό βραβείο για το σύνολο του έργου της, το 2010 Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Από το 2002 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Εξέδωσε τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σήμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ποιήματα (Ίκαρος-Συγκεντρωτική έκδοση), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Χλόη θερμοκηπίου (2005), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007), Τα εύρετρα (2010), Δημόσιος καιρός (2014), Άνω τελεία (2016).
Η ποίηση της Δημουλά πραγματεύεται -κατά βάση- την υπαρξιακή αγωνία και τη φθορά. Οι πρώτες συλλογές της «Έρεβος», «Ερήμην» και «Επί τα ίχνη», δηλαδή αυτά που γράφτηκαν τις δεκαετίες ’50-’60, είναι σαφέστατα επηρεασμένες από το Καβαφικό έργο· σχεδόν σαν απομιμήσεις. Η ποιήτρια σιωπά την περίοδο της χούντας, εκδίδει μόνο «Το λίγο του κόσμου» (1973), αλλά λίγο την απασχολεί η στρατιωτικοφασιστική μπότα. Η ίδια σιωπή «επανέρχεται» και σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που πύρωσε τον νου χιλιάδων νέων ανθρώπων.
Γίνεται παραγωγική μετά την πρώτη πεντηκονταετία της, ενδεχομένως πιο ώριμη και «σοφή». Ωστόσο, η απαισιοδοξία, η αγωνία για την σκόνη του χρόνου και ο καθαρός πεσιμισμός είναι έκδηλα σ’ όλη τη γραφή της. Δίπλα στην καθαρεύουσα, καθαρά εγκεφαλική (πχ «ερωτομανής λαμπρότης»), στοιχίζει άτεχνα λίγες λέξεις της αργκό, όπως «λαϊκά σουξέ». Η Κ. Δημουλά αναζητάει, όπως ο χρυσωρύχος, τις καθαρές απαστράπτουσες λέξεις, βάζοντάς τες με σχολαστική τεχνική, αποστειρωμένες, σαν τούβλα. Όμως οι άνθρωποι απουσιάζουν, ενώ περισσεύει η νύχτα, η απελπισία, το έρεβος, η εγκατάλειψη, η ματαιότητα. Υπάρχει μία πλήρης απουσία ελπίδας και παντελής έλλειψη νοήματος στη δράση των πραγμάτων. Θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε με τη θρησκευτική της πίστη και την ενόραση στο άγνωστο επέκεινα. Ακόμα κι όταν γράφει για το αίμα, το εμφανίζει ως… κορνίζα.
«Αυτό το πρόσωπο για να δείξει, θέλει κορνίζα αιμάτινη», γράφει.
Ο χρόνος στην ποίησή της, δεν είναι ιστορικός κι ανθρώπινος, κομμάτι της κοινωνικής δράσης, αλλά άχρονος, αλύπητος, μαστιγωτής.
Η ποίησή της είναι «αποκαθαρμένη» από κάθε τι που εκτρέπει από την κανονικότητα. Οι αποκλίσεις στους στίχους της αφορούν κατά βάση τα άψυχα πράγματα, τα δέντρα, τα πουλιά και τη φύση. Απουσιάζει ο ανθρώπινος μόχθος, η εργασία, η σύγκρουση και η αντίθεση. Η ποιήτρια παρατηρεί, καταλογογράφει, συμπάσχει -ενίοτε- με καλβινιστικό τρόπο, δηλαδή εγκεφαλικά και εργαστηριακά. Σαν γιατρός που αναγκάζεται να κάνει ψυχρά μια εγχείριση.
Τα ποιήματά της έχουν τη μυρωδιά του οξυζενέ και όχι την «ανθρωπίλα» που κάνει την ποίηση πυρπολητή, ανατροπέα και οργοτόμο, για να θυμηθούμε τον Κ. Παλαμά.
Έγραφε ο Μαγιακόφσκι στο «Σύννεφο με παντελόνια»: «Μπορείτε εσείς να φέρετε τα μέσα-έξω και να κάνετε την καρδιά σας ματωμένη σημαία;», εικόνα που είναι βουτηγμένη στα ανθρώπινα πάθη, αλλά δεν είναι τσελεμεντές, για να τον ξεφυλλίζεις ήσυχα-ήσυχα, πράγμα που κάνει η ποίηση της Δημουλά. Ωραίο είναι να διαβάζεις τα ποιήματα στη σπιτική γαλήνη, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με το παράθυρο ν’ αγναντεύει την «αρυτίδιαστη θάλασσα που τεντώθηκε σαν σεντόνι από τα βράχια».
Είναι απολύτως σαφές ότι η άρχουσα ελίτ της χώρας μας αναζητούσε εναγώνια τον ποιητή της, μετά τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Φρονούμε ότι τον βρήκε στο πρόσωπο της Δημουλά, γι’ αυτό και την γέμισε «μαλάματα», επαίνους και βραβεία.
Στα σχολεία οι βιβλιοθήκες πήραν τ’ όνομά της και δεκάδες συμπόσια αφιερώθηκαν στην Κ. Δημουλά, μέσα σε καταιγισμό διθυράμβων και χειροκροτημάτων.
Συνεπώς ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει ωστόσο εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τους ποιητές με τη σάρκα και τα όνειρα των ανθρώπων, με το μικρό που βρίσκεται στο μέγα και με τη θλίψη που βρίσκει διέξοδο. Μόνο έτσι μπορούμε να ξελασπώσουμε το μέλλον.
πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης
——————-Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr