Μ-Λ ΚΚΕ

Για τη διαγραφή του χρέους, τα πραγματικά προβλήματα του λαού και τον ευρύτερο προσανατολισμό του κινήματος

Αναδημοσιεύουμε το κείμενο «Για τη διαγραφή του χρέους, τα πραγματικά προβλήματα του λαού και τον ευρύτερο προσανατολισμό του κινήματος», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Λαϊκός Δρόμος», σε τρείς συνέχειες, στις 24 Δεκέμβρη 2010, στις 18 Γενάρη και 4 Φλεβάρη 2011. Κάτω από το φως των δραματικών εξελίξεων που σημειώθηκαν διεθνώς και στη χώρα μας από τότε μέχρι σήμερα, με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την υπαγωγή της χώρας μας κάτω από τα μνημόνια, έχει ιδιαίτερη σημασία η καταγραφή της αντιπαράθεσης των διαφορετικών θέσεων που υποστηρίχθηκαν τότε και αναπαράγονται με τη μια ή την άλλη μορφή μέχρι σήμερα, και η ανάγκη να βγουν συμπεράσματα για το πώς στάθηκαν και εξακολουθούν να στέκονται μια σειρά δυνάμεις  απέναντι στα πραγματικά προβλήματα του λαού και που οδηγεί το κίνημα ο ευρύτερος πολιτικός προσανατολισμός τους.

                                         ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Τώρα και ένα εξάμηνο, από την επομένη της υπογραφής του υποδουλωτικού μνημονίου (Μάης 2010), βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής συνθηματολογίας μιας σειράς δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και μάλιστα την εξωκοινοβουλευτική, το ζήτημα της διαγραφής του χρέους σε συνδυασμό με μια σειρά άλλα πολιτικά αιτήματα, όπως η εθνικοποίηση τραπεζών, ο εργατικός έλεγχος κ.λπ., που συγκροτούν κατά τους εμπνευστές τους είτε μια «προοδευτική έξοδο από την κρίση» (ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ) είτε ένα «σύγχρονο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης» (ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ). O «Λαϊκός Δρόμος» με την αρθρογραφία του (τεύχος 19 Ιούνη, 3 Ιούλη 2010) έχει αντικρούσει το ρεφορμιστικό περιεχόμενο αυτών των θέσεων, ανεξάρτητα αν εμφανίζονται με διαφορετικό περιτύλιγμα.

Θεωρούμε σκόπιμο να επανέλθουμε στα ζητήματα αυτά για να τα κρίνουμε και κάτω από το φως των εξελίξεων που διαδραματίστηκαν το προηγούμενο εξάμηνο, αλλά και όσων πρόκειται να συμβούν το αμέσως επόμενο διάστημα, στο αν και κατά πόσο, δηλαδή, όλος αυτός ο προσανατολισμός συμβάλλει στη συσπείρωση και στην ώθηση του λαϊκού κινήματος ή προκαλεί μόνο σύγχυση και αποπροσανατολίζει τις πλατιές λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Πέρα από την ουσία αυτών καθ’ αυτών των θέσεων, που θα αναφερθούμε παρακάτω, ποια ήταν και είναι τα προβλήματα που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού; Χωρίς καμία αμφιβολία αυτά είναι η σαρωτική επίθεση κυβέρνησης, ολιγαρχίας, ΕΕ, ΔΝΤ, που έχει επιφέρει ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου με μείωση μισθών και συντάξεων, τσάκισμα του ασφαλιστικού, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, εργασιακό μεσαίωνα, χτύπημα της δημόσιας Yγείας και Παιδείας, απολύσεις και μετατάξεις, εκτίναξη της ανεργίας κ.λπ.

Πάνω στη βάση αυτών των κοινών προβλημάτων, που συνενώνουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, μπορεί να γίνει κατ’ αρχήν η πιο πλατιά συσπείρωση των εργαζομένων για την απόκρουση της βάρβαρης επίθεσης κυβέρνησης-ΕΕ και για την υπεράσπιση των ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των λαϊκών μαζών.

Χωρίς το πρόταγμα αυτών των θεμελιωδών αιτημάτων καμιά άξια λόγου συσπείρωση των εργαζομένων δεν μπορεί να επιτευχθεί και κανένας μαζικός εργατικός αγώνας δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Όσο κι αν αυτά θεωρούνταν αυτονόητα για το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί υπάρχει από τη μια η ηγεσία του ΚΚΕ, που θεωρεί μάταιο και άνευ σημασίας τον αγώνα για τα άμεσα και καυτά αιτήματα των εργαζομένων, παραπέμποντάς τα όλα στη «λαϊκή εξουσία» και «λαϊκή οικονομία», και από την άλλη οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που τώρα και έξι μήνες δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να προβάλλουν αποκλειστικά στο μαζικό κίνημα την παύση πληρωμών, τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών, τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, ψάχνοντας εναγωνίως το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» και την «πέμπτη εξουσία των λαϊκών αγώνων» που θα το επιβάλλει.

Βέβαια, οι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες που αναπτύχθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα, οι απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, πάτησαν πάνω στη βάση των άμεσων, καυτών αιτημάτων του λαού και της απόκρουσης των αντεργατικών μέτρων. Η συσπείρωση και κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, σ’ όποιο βαθμό επιτεύχθηκε, έγινε πάνω στη βάση αυτών των αιτημάτων και όχι πάνω στη βάση της διαγραφής του χρέους, του εργατικού ελέγχου και της εθνικοποίησης των τραπεζών.

Αυτό βέβαια δεν κάνει λιγότερο επιζήμια μια τέτοια πολιτική.

Ποια είναι όμως η ουσία του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος» του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

«Όταν τεθεί στο συνολικό της πλαίσιο μαζί με την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ περιλαμβάνει τη χορήγηση γενναίων αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις, αθρόες χρηματοδοτήσεις στην παιδεία και την υγεία, αύξηση των φορολογικών συντελεστών των ανωνύμων εταιρειών στο 45%, φραγμούς στην κυκλοφορία κεφαλαίων, κρατικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, άσκηση ενεργής βιομηχανικής πολιτικής με σκοπό τη στήριξη της απασχόλησης και της παραγωγής κοινωνικά χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών, υποτίμηση του νομίσματος κ.ά. Πρόκειται για αιτήματα που είναι συνεκτικά και αλληλοσυμπληρούμενα παρότι ανολοκλήρωτα και στο σύνολό τους συνθέτουν ένα ασφαλές περίγραμμα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης δεν απευθύνονται στην κυβέρνηση αλλά στους εργαζομένους και διευκολύνουν το ξεδίπλωμα της εργατικής πάλης και την άνοδο της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων». (ΠΡΙΝ 30/5/2010)

Μια βδομάδα πριν, στην ίδια εφημερίδα, ο Λεωνίδας Βατικιώτης παρουσίαζε το κείμενο που υπέγραφαν οικονομολόγοι πανεπιστημιακοί, τους οποίους έκανε σημαία του το ΝΑΡ, και το οποίο έγραφε ανάμεσα σε άλλα:

«Θεωρούμε πλέον κοινωνική αναγκαιότητα την έξοδο από το ευρώ και την ONE και επίσης την παύση πληρωμών του χρέους και την επαναδιαπραγμάτευσή του με στόχο τη μείωση και τη διαγραφή του… Απαιτούμε από την κυβέρνηση να θέσει επιτέλους ένα φραγμό στην ασυδοσία των τραπεζών, επιβάλλοντας απαγόρευση φυγής κεφαλαίων, να προχωρήσει στην κρατικοποίηση των μεγάλων τραπεζών, την επαναφορά στο δημόσιο των στρατηγικής σημασίας ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων (OTE, ΔΕΗ), την εφαρμογή μέσω του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων μιας μακρόπνοης βιομηχανικής πολιτικής».

Τα δύο αυτά κείμενα, του ΝΑΡ και των οικονομολόγων πανεπιστημιακών, ταυτίζονται σε έτι αφορά το περιεχόμενό τους που αποτελεί και τη βάση όλης αυτής της πολιτικής εναλλακτικής «αντικαπιταλιστικής» πρότασης που προβάλλουν το τελευταίο εξάμηνο. Η μόνη διαφορά στα δύο κείμενα είναι πως οι μεν οικονομολόγοι «απαιτούν» αυτή την πολιτική να την εφαρμόσει «επιτέλους» η κυβέρνηση Παπανδρέου, ενώ το ΝΑΡ την ίδια πολιτική «δεν την απευθύνει στην κυβέρνηση», αλλά δεν μας ξεκαθαρίζει και ποιος θα την εφαρμόσει. Φυσικά, αν μελετήσει κάποιος πιο προσεκτικά τα κείμενα του ΝΑΡ, θα διαπιστώσει πως οι «διεκδικήσεις» και οι «απαιτήσεις» του προς την ίδια κατεύθυνση με αυτήν των οικονομολόγων απευθύνονται. Γράφει το ΠΡΙΝ της 13-6-2010:

«Η διεκδίκηση για παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση με απαίτηση για διαγραφή του ληστρικού χρέους είναι αναγκαίες επιλογές, οι οποίες μπορούν να επιβληθούν από ένα πανίσχυρο, πολιτικό, μαζικό, εργατικο-λαϊκό κίνημα». (Yπογρ. δική μας)

Και συνεχίζει υποδείχνοντας σε αυτούς που θα διαγράψουν το χρέος, τι πρέπει να κάνουν στη συνέχεια:

«Υπάρχουν κι άλλες πρακτικές, όπως ο διακρατικός δανεισμός από χώρες εντός κι εκτός ΕΕ, όπως η Κίνα, η Βενεζουέλα, οι αραβικές χώρες, η Ρωσία κ.ά. … η διαγραφή του χρέους όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, αλλά απεναντίας σε συνδυασμό με την αύξηση των συντελεστών της άμεσης φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου στο 45% και παραπάνω, θα δημιουργήσει πλεονάσματα, που το κίνημα μπορεί να επιβάλλει να αξιοποιηθούν υπέρ των εργατικών και λαϊκών αναγκών».

Και για να αντιληφθούμε πού και πώς καταλήγει αυτό το απίθανο γαϊτανάκι της παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από πρόσφατο άρθρο του Λεωνίδα Βατικιώτη, στελέχους του ΝΑΡ, ένθερμου υπερασπιστή αυτής της πολιτικής. (ΠΡΙΝ 5-12-2010):

«Στην πραγματικότητα το αίτημα παύσης πληρωμών και διαγραφής όλου ή έστω μέρους του χρέους αποκτά ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα δεδομένου ότι η επιμήκυνση μπορεί να μεταθέτει χρονικά, επιδεινώνει όμως το πρόβλημα μια και το ωθεί σε νέα, δυσθεώρητα ύψη… Προϋπόθεση, ένα έστω πρώτο πρακτικό βήμα, για να ανοίξει ο δρόμος για την επαναδιαπραγμάτευση και την άμεση παραγραφή μέρους του χρέους είναι η συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου που θα αποτελείται από οικονομολόγους και νομικούς ακόμη και με τη συμμετοχή διεθνών προσωπικοτήτων (με τεράστια εμπειρία σ’ αυτό το μέτωπο) που θα ανοίξει τα βιβλία του ελληνικού δημόσιου χρέους. Έτσι θα βγει στην επιφάνεια ποιο μέρος του είναι προϊόν διαφθοράς ή αναγκών ξένων προς αυτές του ελληνικού λαού, θα αποδειχθεί δηλαδή ότι τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του δεν το δημιούργησαν οι εργαζόμενοι, μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί “απεχθές χρέος” κατά τη διεθνή νομολογία και να παραγραφεί. Αυτό φυσικά το έργο που θα στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση και τους πιστωτές δεν μπορεί να είναι υπόθεση πεφωτισμένων, που θα λειτουργούν ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων. Oφείλει να είναι υπόθεση του ίδιου του εργατικού και λαϊκού κινήματος, του κόσμου που έχει δραστηριοποιηθεί με πρωτοπόρο τρόπο μέχρι στιγμής κατά του μνημονίου ΔΝΤ-ΕΕ και της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου». (Yπογρ. δική μας)

Ώδυνεν όρος και έτεκεν μυν. Πολύ άδοξα φαίνεται να ξεφουσκώνει όλος αυτός ο ντόρος που ξεσήκωσε για ένα εξάμηνο το ΝΑΡ για τη διαγραφή του χρέους και αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής του. Τι μας λένε αλήθεια τα στελέχη του; Ότι θα πρέπει να συγκροτηθεί μια Επιτροπή, όπως θα λέγαμε ορκωτών λογιστών, από διαπρεπείς οικονομολόγους και νομικούς, με μεγάλη εμπειρία στο θέμα, που θα ψάξουν τα βιβλία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να βρουν το «απεχθές» μέρος του χρέους (ξεχάστηκε η διαγραφή του όλου χρέους) και να το διαγράψουν, σύμφωνα μάλιστα και με τη «διεθνή νομολογία». Αλλά προσοχή! Όλη αυτή η δουλειά των πεφωτισμένων ορκωτών λογιστών δεν θα γίνει ερήμην του λαού αλλά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα ενός «πανίσχυρου πολιτικού μαζικού εργατικού-λαϊκού κινήματος», όπως έγραφε παλιότερα το ΝΑΡ. Αυτό το ρόλο αλήθεια επιφυλάσσουν στο εργατικό, λαϊκό κίνημα τα στελέχη του ΝΑΡ, αυτοί μάλιστα που εμφανίζονται εμπνευστές και πρωτοστάτες μιας τέτοιας πολιτικής;

Αυτούς τους στόχους και τα καθήκοντα θέτουν στο μαζικό, λαϊκό κίνημα, να πιέζει δηλαδή την κυβέρνηση για να βρει έμπειρους οικονομολόγους και νομικούς προκειμένου να ελέγξουν τα βιβλία του κράτους και να εντοπίσουν το απεχθές ποσοστό του χρέους για να το διαγράψουν; Τι διαφορετικό υποστηρίζει ο σοσιαλδημοκρατικός ΣΥΝ, όταν διακηρύσσει καθημερινά, όπως ο πρόεδρός του σε άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» (19-2-2010) ότι: «Απαιτείται μια δίκαιη ρύθμιση του χρέους, με διαγραφή σημαντικού μέρους του για τις χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα»;

Ας αποδεχθούμε όμως ότι το στέλεχος του ΝΑΡ στην προσπάθειά του να κάνει συγκεκριμένη την πρόταση για τη διαγραφή του χρέους την αδίκησε, εκχυδαΐζοντάς την. Ποια είναι στην ουσία η πολιτική πρόταση του ΝΑΡ, όπως αποτυπώνεται στα αποσπάσματα που παραθέσαμε παραπάνω; Τι εννοεί ακριβώς το ΝΑΡ όταν υποστηρίζει ότι «η διεκδίκηση για παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση με απαίτηση για διαγραφή του ληστρικού χρέους είναι αναγκαίες επιλογές, οι οποίες μπορούν να επιβληθούν από ένα πανίσχυρο πολιτικό μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα»;

Από ποιον διεκδικεί αυτό το αίτημα; Από ποιον απαιτεί τη διαγραφή του χρέους και σε ποιον θα την επιβάλει το εργατικό-λαϊκό κίνημα, όπως διακηρύσσει το ΝΑΡ, αν όχι στη σημερινή ή σε μια αυριανή αστική ή «προοδευτική» κυβέρνηση; Και ποια είναι η κυβέρνηση στην οποία υποδεικνύει το ΝΑΡ, αφού διαγράψει μέρος του χρέους, να στραφεί για διακρατικό δανεισμό σε χώρες «εντός και εκτός ΕΕ», «να αυξήσει την άμεση φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου στο 45%», αν όχι η σημερινή ή μια αυριανή αστική ή «αριστερή» κυβέρνηση;

Σε τι συνίσταται τελικά η «αριστερή αντικαπιταλιστική απάντηση» των ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Στη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης που έχει στόχο την παύση πληρωμών, την έξοδο από το ευρώ και την υποτίμηση του νομίσματος, την αύξηση των φορολογικών συντελεστών των ανωνύμων εταιρειών στο 45%, τους φραγμούς στην κυκλοφορία των κεφαλαίων, την κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, την αναζήτηση διακρατικού δανεισμού από την Κίνα, τη Βενεζουέλα κ.λπ.

Όλα αυτά αποτελούν μια ατόφια φιλοσοσιαλδημοκρατική πρόταση που ταυτίζεται στο περιεχόμενό της με την πολιτική πρόταση των αριστερών οικονομολόγων πανεπιστημιακών και την οποία ζητούν οι τελευταίοι να την εφαρμόσει «επιτέλους» η κυβέρνηση. Σε τίποτα δεν αλλάζει το περιεχόμενο και ο πολιτικός προσανατολισμός μιας τέτοιας πρότασης επειδή διακηρύσσει το ΝΑΡ πως «η επιβολή αυτής της πολιτικής δεν βρίσκεται στα χέρια καμιάς “φωτισμένης” κυβέρνησης. Την πολιτική αυτή μπορεί να την επιβάλλει μόνο η αναγκαία “πέμπτη εξουσία” των λαϊκών αγώνων».

Και δεν αλλάζει σε τίποτα η ουσία του, γιατί όλο αυτό το «αντικαπιταλιστικό» πρόγραμμα διεκδικείται να εφαρμοστεί σε συνθήκες καπιταλιστικής και αστικής κυριαρχίας και ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, όπου το κεφάλαιο θα εξακολουθεί να κυριαρχεί (θα αυξηθεί απλά η φορολόγησή του), θα συνεχίσει να κυκλοφορεί (θα ελέγχεται μόνο η κίνησή του) και η Ελλάδα θα εξακολουθεί να βρίσκεται στην Ε.Ε. (θα φύγει μόνο από την Ευρωζώνη). Γιατί, δηλαδή, η εφαρμογή ενός τέτοιου πολιτικού προγράμματος είτε προκύψει από μια αστική κυβέρνηση είτε «επιβληθεί από την “πέμπτη εξουσία” των λαϊκών αγώνων» (τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς τους λαϊκούς αγώνες) καμιά αμφισβήτηση και ανατροπή της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας δεν προϋποθέτουν, αντίθετα συνιστούν μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική πολιτική στα πλαίσια του σημερινού οικονομικού και πολιτικού συστήματος και τίποτα περισσότερο.

Όμως αλήθεια τι ακριβώς εννοεί το ΝΑΡ με το ευφυολόγημα της «πέμπτης εξουσίας των λαϊκών αγώνων»;  Έχει μήπως σχέση με τη «δυαδική εξουσία» που κάποιοι συνεργαζόμενοί του στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ονειρεύονται, όπως αποτυπώνεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στο παρακάτω απόσπασμα;

«Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου μια κοινωνική σύγκρουση παίρνει στοιχεία ανοιχτής πολιτικής κρίσης (π.χ. πτώση κυβέρνησης υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα χωρίς άμεση εφικτή εναλλακτική αστική πρόταση), και όπου η Αριστερά μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, μπορούμε να δούμε εκδοχές ανόδου της Αριστεράς στην εξουσία, σε διάφορες παραλλαγές κυβερνήσεων “λαϊκής σωτηρίας” υπό τη δέσμευση του κινήματος. Αυτό θα μπορούσε να είναι η πρώτη εμφάνιση μιας εκδοχής δυαδικής εξουσίας στον 21ο αιώνα και μπορούμε να δούμε το ίχνος της (ως ένα ακραίο αλλά όχι αβάσιμο ενδεχόμενο) σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις των τελευταίων ετών από τις μεγάλες λατινοαμερικάνικες κοινωνικές εξεγέρσεις έως τις κορυφαίες στιγμές των ευρωπαϊκών συγκρούσεων και τους αλλεπάλληλους γαλλικούς ξεσηκωμούς έως τον ελληνικό Δεκέμβρη και την 5η Μάη». (άρθρο του Π. Σωτήρη, στελέχους της ΑΡΑΝ, στο Αριστερό Βήμα Οικονομολόγων)

Όταν ο συντάκτης του παραπάνω άρθρου διαβλέπει πως στην απεργιακή κινητοποίηση της 5ης Μάη και στο Δεκέμβρη του 2008 είχαμε το ίχνος μιας πρώτης εμφάνισης «δυαδικής εξουσίας στον 21ο αιώνα», αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει στοιχειώδης επαφή με την πραγματικότητα, δεν υπάρχει ίχνος πολιτικής σοβαρότητας. Μόνο αδιόρθωτοι ρεφορμιστές που κολυμπούν στο πέλαγος των αυταπατών τους μπορούν να ονειρευτούν τη στιγμή που η ντόπια αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές θα ξεμείνουν από «εναλλακτική αστική πρόταση» και τότε θα εμφανιστεί η Αριστερά σε πρωταγωνιστικό ρόλο (στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων όπως έλεγαν και οι ηγέτες του ενιαίου ΣYN το 1989-90) για να πάρει την εξουσία.

Όμορφο και ωραίο το σενάριο, αλλά αν ρίξουμε μια ματιά στον 20ό αιώνα, θα διαπιστώσουμε πως κι όταν βρέθηκε η αστική τάξη στην πιο βαθιά πολιτική κρίση, κι όταν βρέθηκε εντελώς απομονωμένη από το λαό, κι όταν η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ήταν ενωμένη και συσπειρωμένη κάτω από την καθοδήγηση του επαναστατικού ΚΚΕ και είχε συγκροτήσει το λαϊκό στρατό, με ένα συσχετισμό δυνάμεων εσωτερικό και διεθνή ιδιαίτερα ευνοϊκό, ποτέ, μα ποτέ η αστική τάξη και τα αφεντικά της δεν ξέμειναν από «εναλλακτική» πρόταση. Γιατί «εναλλακτική» πρόταση ήταν και τα κανόνια του Σκόμπι και οι ναπάλμ των Αμερικανών και τα τανκς του Παπαδόπουλου.

Όταν ο λαός βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με την πιο σφοδρή και βάρβαρη επίθεση των τελευταίων δεκαετιών, όπου αφαιρούνται με καταιγιστικό ρυθμό η μια μετά την άλλη εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις ενός αιώνα και αδυνατεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα να φρενάρει την επίθεση και να υπερασπίσει τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων λόγω του δυσμενούς ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και της υποχώρησης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, η «ανίχνευση» δυαδικής εξουσίας σε μια, δυό ή τρείς απεργιακές κινητοποιήσεις που δεν ξεφεύγουν από τα όρια των ρεφορμιστικών αυταπατών, αυτό δεν προδίδει μόνο μια αβάστακτη ελαφρότητα, προδίδει έναν «αριστερό» κυβερνητισμό που, αφού κατακυρίευσε σαν γάγγραινα την «επίσημη» Αριστερά, τώρα φαίνεται να απλώνεται και να μολύνει και κάποιους στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά.

Όλη αυτή η πρεμούρα εναγώνιας αναζήτησης αριστερών κυβερνήσεων «λαϊκής σωτηρίας» και φαντασιώσεων «δυαδικής εξουσίας» ή «πέμπτης εξουσίας» δεν υποκρύπτουν τίποτα άλλο παρά την αναζήτηση μιας εναλλακτικής πρότασης «προοδευτικής διεξόδου», που έχει σαν βάση της το πλαίσιο των πολιτικών θέσεων για τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις τραπεζών κ.λπ. και οι οποίες διαπερνούν οριζόντια όλες τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του Μετώπου αλληλεγγύης, του Βήματος διαλόγου, τις δυνάμεις του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, τους οικονομολόγους πανεπιστημιακούς.

Όλο αυτό το πλαίσιο θέσεων και την εφαρμογή του, τα συνόψισε πριν μήνες η «Αυγή» (9-5-2010) με ενάργεια και σαφήνεια σε ότι αφορά τη «ριζοσπαστική διεκδίκηση της μονομερούς παύσης πληρωμών», γράφοντας:

«Το πρόβλημα γίνεται πολιτικό. Δηλαδή αφορά τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας προοδευτικής κυβέρνησης που θα διεκδικήσει με αποφασιστικότητα και ενεργητική στήριξη του λαού μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, φτάνοντας έως τη μονομερή παύση πληρωμών, με παράλληλη προώθηση μέτρων οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και αναγέννησης της χώρας».

Και συνεχίζει αναλύοντας ότι μια τέτοια «προοδευτική έξοδος συνεπάγεται: Εθνικοποίηση τραπεζών… Προώθηση παραγωγικής ανασυγκρότησης… Επιστροφή κερδοφόρων ΔΕΚO στο δημόσιο έλεγχο, επέκταση σε τομείς στρατηγικής σημασίας…», κ.λπ.

Αυτό είναι το «πρόγραμμα προοδευτικής διεξόδου», κατ’ άλλους «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα», που θα γίνει από μια «προοδευτική κυβέρνηση» ή κυβέρνηση «λαϊκής σωτηρίας», η οποία θα προκύψει στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, χωρίς αντικαπιταλιστικά φληναφήματα και δυαδικές ή πέμπτες εξουσίες. Kαι ακριβώς πάνω στη βάση μιας τέτοιας «εναλλακτικής πρότασης» παρατηρούνται έντονες διεργασίες και συζητήσεις ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν και προβάλουν με επιμέρους διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις τις παραπάνω θέσεις, αποσκοπώντας στην αναζήτηση μιας ευρύτερης πολιτικής συνεργασίας.

Kαι είτε συνασπισθούν πολιτικά είτε όχι αυτές οι δυνάμεις, το σίγουρο είναι πως η εμφάνιση, υιοθέτηση και προβολή αυτής της πολιτικής πρότασης διαμορφώνει και συγκροτεί ένα δεξιό ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα, που ανεξάρτητα από προθέσεις και διαθέσεις σπρώχνει αγωνιστές και δυνάμεις σε ρεφορμιστικές κατευθύνσεις.

Απέναντι σ’ ένα τέτοιο προσανατολισμό που αναζητά εναλλακτικές λύσεις μέσα στα πλαίσια του συστήματος και σκορπά ολέθριες αυταπάτες στον κόσμο του κινήματος και μπροστά στις κρίσιμες εξελίξεις που συντελούνται στην Ελλάδα και την Ε.Ε., πρέπει να αναδειχθούν τα πραγματικά προβλήματα και αιτήματα των εργαζομένων και να χαραχθεί ένας ευρύτερος προσανατολισμός που θα υπηρετεί τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του λαού και την υπόθεση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.

 

      ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Όταν το 2008 ξέσπασε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή και σύσσωμα τα αστικά προπαγανδιστικά επιτελεία διαβεβαίωναν το λαό πως η ελληνική οικονομία δεν διατρέχει κανένα σοβαρό κίνδυνο, είναι θωρακισμένη, επειδή τάχα η Ελλάδα αποτελεί «ισότιμο μέλος» της «μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας» και ανήκει στη ζώνη του ευρώ, διαθέτοντας ένα πανίσχυρο πανευρωπαϊκό νόμισμα. Στη βάση αυτή μάλιστα οι προπαγανδιστές του ιμπεριαλισμού και της ΕΕ προσπαθούσαν να πείσουν το λαό πόσο τυχερή ήταν η χώρα μας που είχε ενταχθεί στο ευρώ και τι θα πάθαινε αν βρίσκονταν έξω από τη ζώνη του ευρώ. Το πού βρέθηκε και βρίσκεται η χώρα ένα-δύο χρόνια αργότερα, όντας μέλος της «άτρωτης» ζώνης του ευρώ, το γνωρίζουν οι πάντες και προπαντός ο ελληνικός λαός που στενάζει και καταδικάζεται από το υποδουλωτικό μνημόνιο στη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση, ενώ η χώρα βρίσκεται στα όρια της χρεωκοπίας και της καταστροφής, έρμαιο στις ληστρικές διαθέσεις της ΕΕ, του ΔΝΤ και των διεθνών τοκογλύφων-δανειστών της.

Πριν οκτώ μήνες, όταν ο λαός οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την κυβέρνηση Παπανδρέου στον «προσωρινό μηχανισμό στήριξης» και το «μνημόνιο» και τότε ξανά τα κυβερνητικά φερέφωνα, οι θιασώτες του ιμπεριαλισμού, διαλαλούσαν πως με την υπαγωγή στο μνημόνιο οι «αγορές» θα ηρεμούσαν, θα έπεφταν τα περιβόητα σπρεντ, δηλαδή τα τοκογλυφικά επιτόκια, και η χώρα μας θα έβγαινε στις «αγορές» στις αρχές του 2011 και θα δανείζονταν με χαμηλά επιτόκια. Τώρα βρισκόμαστε στις αρχές του 2011 και τα επιτόκια δανεισμού για τρίμηνα και εξάμηνα γραμμάτια του δημοσίου βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη, πολύ πιο πάνω και από αυτά που δανείζονταν η χώρα πριν υπαχθεί στο μνημόνιο. Τώρα οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές πλασάρουν ένα καινούριο παραμύθι για να εξαπατήσουν το λαό. Και αυτό είναι το ευρωομόλογο. Σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα το ευρωομόλογο θα είναι η σωτηρία μας, γιατί με αυτό θα εισρεύσει άφθονο και φθηνό χρήμα από την ΕΕ που θα εκδίδει και θα εγγυάται τα ομόλογα σε όσες χώρες της ΕΕ τα έχουν ανάγκη. Για να κάνει μάλιστα πιστευτό το παραμύθι, ο Γ. Παπανδρέου έδωσε εντολή να ξεκινήσει το μάζεμα υπογραφών για να ζητήσει την έκδοση ευρωομολόγου.

Βέβαια τα ευρωομόλογα μπορεί να εκδοθούν, μόνο που αυτό δεν πρόκειται να καθοριστεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου και τα γελοία επικοινωνιακά τρικ που σκαρφίζεται, αλλά θα αποφασιστεί από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ και ιδιαίτερα από το κατά πόσο η έκδοσή τους υπηρετεί τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση οξύνει διαρκώς τις αντιθέσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και μαίνεται ο οικονομικός και νομισματικός πόλεμος ανάμεσά τους, στην προσπάθειά τους να φορτώσει ο ένας στις πλάτες του άλλου τις συνέπειες της κρίσης. Συντελούνται ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων και μέσα από την παγκόσμια οικονομική κρίση βγαίνουν δυναμωμένες η Κίνα στην Ασία και η Γερμανία στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, ενώ παραμένουν η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, δοκιμάζεται και βρίσκεται σε κρίση η στρατηγική τους της παγκόσμιας ηγεμονίας. Επιδιώκουν να προκαλέσουν ρήγματα και να εξασθενίσουν την ΕΕ, να τορπιλίσουν την πολιτική της ενοποίησης κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας. Πλευροκοπούν την Κίνα από την Κορέα, την Ταϊβάν, την Ινδία ως το Αφγανιστάν, επιδιώκοντας να την αναχαιτίσουν, να τη μαντρώσουν στα σύνορά της, καθυστερώντας τη διεθνή επέκτασή της.

Η αναταραχή που ξέσπασε στην ΕΕ, η κρίση χρέους που μαστίζει τις χώρες του νότου και θέτει σε δοκιμασία την ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης με όλα τα σενάρια που βλέπουν το φως της ημέρας (διάσπαση της ευρωζώνης σε βορρά και νότο, αποπομπή των χωρών του νότου από το ευρώ κ.λπ.) αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αλλά οξύνεται και πολλαπλασιάζεται από τη σφοδρή επίθεση των αμερικανικών, αγγλοσαξονικών χρηματοπιστωτικών ομίλων, των περίφημων Χεντς Φαντς.

Το Βερολίνο επιταχύνει τις κινήσεις του και ζυγίζει τις δυνατότητές του για την προώθηση και επιβολή των γεωστρατηγικών επιδιώξεών του που είναι η αντιδραστική οικονομική και πολιτική ηγεμονία του στην ΕΕ, στον ανταγωνισμό του με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτό ακριβώς εκφράζει με διαφορετικό τρόπο η συζήτηση που διεξάγεται στα αστικά επιτελεία ότι «η ΕΕ βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο, ιστορικό σταυροδρόμι» και πως στις σημερινές συνθήκες ή «θα προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της ΕΕ και θα μπει σε μια νέα περίοδο» ή «θα κυριαρχήσει η εθνικιστική αναδίπλωση και θα οδηγηθεί η ΕΕ στη διάσπαση και τη διάλυση».  Στην πραγματικότητα και οι δύο εκδοχές παραμένουν ανοιχτές.

Αν προχωρήσει η «πολιτική ενοποίηση της ΕΕ» κάτω από την ηγεμονία της Γερμανίας και τη στήριξη της Γαλλίας -εξέλιξη που σύντομα θα φανεί- αυτό θα πραγματοποιηθεί μέσα από έναν ανελέητο οικονομικό πόλεμο σε βάρος των λαών της Ευρώπης και ιδιαίτερα των λαών των εξαρτημένων χωρών, έτσι, που το σημερινό Μνημόνιο θα ωχριά μπροστά στα νέα Μνημόνια που θα επιβληθούν στο διηνεκές. Και εδώ ακριβώς έχει τη θέση του, το περίφημο ευρωομόλογο για το οποίο τόση κουβέντα γίνεται. Γιατί ακριβώς το ευρωομόλογο μπορεί να γίνει το όχημα, το οικονομικο-πολιτικό εργαλείο στα χέρια του γερμανικού ιμπεριαλισμού για την επιβολή των ευρύτερων κυριαρχικών επιδιώξεών του πάνω στους ευρωπαϊκούς λαούς.

Η έκδοση και παροχή ευρωομολόγου, όπως αφήνει το Βερολίνο να φανεί, θα συνοδευτεί με τους πιο επαχθείς όρους και προϋποθέσεις γι’ αυτούς που θα το πάρουν, όροι που θα θεσμοθετούν την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας των εξαρτημένων χωρών, αφού το σύνολο της οικονομικής, δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής, ο κρατικός προϋπολογισμός κάθε χώρας της ΕΕ θα αποφασίζονται και θα ασκούνται από την «οικονομική διακυβέρνηση» των Βρυξελλών που θα βρίσκεται κάτω από τον άμεσο έλεγχο και την κυριαρχία της Γερμανίας και κατά δεύτερο λόγο της Γαλλίας. Αυτό που μέχρι τώρα παρατηρούμε, σαν ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ότι το Βερολίνο αξιοποιεί την οικονομική κρίση και τη δεινή θέση που βρίσκονται οι αδύναμες χώρες για να τους περάσει ακόμα πιο σφιχτά το χαλινάρι με τα μνημόνια που επέβαλε στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Προς αυτή την κατεύθυνση σπρώχνει και εξωθεί την Πορτογαλία και άλλες χώρες, προκειμένου σε μια δεύτερη φάση να τις υποδουλώσει οικονομικά και να τις καταβροχθίσει μέσα από την «οικονομική διακυβέρνηση».

Αν αυτές είναι οι επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού, αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως θα προχωρήσουν απρόσκοπτα ή ότι θα υλοποιηθούν. Αυτό θα εξαρτηθεί από την αντίσταση των λαών της Ευρώπης, από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία), από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Αν το κόστος διάσωσης των υπερχρεωμένων χωρών του νότου αποδειχθεί ιδιαίτερα υψηλό και η «ελεγχόμενη χρεωκοπία» που προετοιμάζουν γι’ αυτές τις χώρες κλονίσει τη σταθερότητα του ευρώ, τότε η διάσπαση της ευρωζώνης μπορεί να γίνει αναπόφευκτη, όπως και η αποπομπή χωρών από την ευρωζώνη και ακόμη να δυναμώσουν ή να κυριαρχήσουν οι φωνές στη Γερμανία που ζητούν την επάνοδο στο μάρκο.

Αυτό που προδιέγραψε ο Λένιν, πριν έναν περίπου αιώνα, ασκώντας κριτική στην ιδέα περί «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» στο έδαφος του καπιταλισμού, διατηρεί ακέραια τη θεωρητική αξία του: «Οι  Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές».

Η κρίση δεν είναι μόνο εκδήλωση της όξυνσης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά και ένα φαινόμενο, όπου πιο καθαρά αποκαλύπτονται πολιτικές και οικονομικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Βασικές πλευρές αυτών των σχέσεων που δεν γίνονται ευδιάκριτες σε άλλες περιόδους, όταν ξεσπά η κρίση γίνονται ορατές και αποκαλύπτεται πόσο επηρεάζουν και καθορίζουν την οικονομική και πολιτική ζωή μιας χώρας.

Κάτω από τη σκληρή πραγματικότητα του υποδουλωτικού μνημονίου μπορούν να κριθούν σήμερα τόσο η αστική προπαγάνδα, όσο και «αριστερές» θεωρίες που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες παρουσίαζαν μια ευφάνταστη, παραπλανητική εικόνα για τη σημερινή πολιτική και οικονομική θέση της Ελλάδας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Μπορούν να κριθούν οι αστικοί προπαγανδιστικοί ισχυρισμοί των κυβερνήσεων του ΠΑΣOK και της ΝΔ για την «ισχυρή Ελλάδα», «την Ελλάδα που μετά την ένταξή της στην ONE βρίσκεται στο κλαμπ των ισχυρών της ΕΕ», «την Ελλάδα που συμμετέχει ισότιμα στην ΕΕ» και άλλα παρόμοια ηχηρά που συγκάλυπταν την υποτελή θέση της Ελλάδας μέσα στην  ΕΕ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Μπορούν να κριθούν επίσης, οι «αριστερές» θεωρίες που εμφανίζουν την Ελλάδα σαν μια ιμπεριαλιστική -και όχι εξαρτημένη- χώρα, η οποία ενεργεί σαν «ισότιμος εταίρος» ή και ανταγωνιστής των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Όλα αυτά βέβαια ηχούν σήμερα αστεία όταν η Ελλάδα συνθλίβεται στη μέγγενη του μνημονίου υποδούλωσης, και το ελληνικό κράτος βουλιάζει μέσα στο χρέος, με τους εκπροσώπους του να επαιτούν οικονομική στήριξη και να αναζητούν σωσίβιο από τις κυβερνήσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και από τα κέντρα του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Όταν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του ΠΑΣOK γυρνάνε στο εξωτερικό, στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού, αναζητώντας επαφές με αξιωματούχους των κυβερνήσεων που διαφεντεύουν την Ευρώπη και με εκπροσώπους της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας για να κατευνάσουν τις πιέσεις τους και για να διαβεβαιώσουν ότι η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης θα τους παράσχει τις εξασφαλίσεις κερδών και τόκων για τα κεφάλαιά τους που έχουν δανείσει ή «επενδύσει» στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι ότι δημιουργεί μορφές κρατικής εξάρτησης, με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η εξαγωγή κεφαλαίου όχι μόνο με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων σε διάφορες χώρες αλλά και του δανειακού κεφαλαίου. Αυτή η τελευταία μορφή γιγαντώνεται την τελευταία περίοδο, όπου δυναμώνουν τα παρασιτικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού και συντελείται μια ληστρική απομύζηση των κρατών-οφειλετών. Και στη βάση αυτή έχει ξεσπάσει και η κρίση υπερχρέωσης των χωρών του νότου. Έτσι πέρα από τη διείσδυση ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας, οι αγορές ομολόγων που εκδίδει το ελληνικό δημόσιο από χρηματιστικούς «οίκους» του εξωτερικού, τα δάνεια που παίρνει από ξένες τράπεζες, είναι μερικές από τις πιο χτυπητές εκφράσεις της οικονομικής εξάρτησης του ελληνικού κράτους, που το χαρακτηρίζουν από τη γέννησή του και έχουν και την αντιστοίχισή τους και στην πολιτική εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό.

O χωρισμός ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κράτη και σε εξαρτημένες χώρες, όπου μια χούφτα από τα πρώτα εκμεταλλεύονται το μεγάλο αριθμό των δεύτερων, ο χωρισμός ανάμεσα σε κράτη-τοκογλύφους και σε κράτη-οφειλέτες είναι ένα γνώρισμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το ελληνικό κράτος χωμένο ως το λαιμό μέσα στα δάνεια είναι φανερό σε ποια θέση βρίσκεται. Είναι ακριβώς αυτή η θέση του που το κάνει στόχο από τη μια των πιέσεων της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ κάθε τόσο, ότι δεν θα συνεχίσουν τις δόσεις του δανείου αν δεν εκπληρώσει μέχρι κεραίας τους όρους που του επέβαλλαν και από την άλλη των κάθε λογής εκβιασμών των διεθνών χρηματιστικών κεφαλαίων που αποσύρουν τις «επενδύσεις» τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, οδηγώντας σε υποτίμησή τους και καθίζηση του Χρηματιστηρίου με ταυτόχρονη άνοδο του επιτοκίου δανεισμού και κατά συνέπεια μεγαλύτερη απομύζηση της Ελλάδας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το 2011 το ελληνικό κράτος θα δαπανήσει 6 δισ. ευρώ για να πληρώσει τις συντάξεις και 45 δισ. ευρώ για να αποπληρώσει τα τοκοχρεολύσια!

Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί έχουν πάρει στη σημερινή εποχή, πιο οργανωμένο και συντονισμένο χαρακτήρα μέσα από τους λεγόμενους διεθνείς «οίκους αξιολόγησης», που δρουν σαν όργανα της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, βαθμολογώντας «πιστοληπτικές ικανότητες» κατά τρόπο που συνδέονται άμεσα με την εξυπηρέτηση των κερδοσκοπικών συμφερόντων τους. Η κατάταξη από αυτούς τους «οίκους» των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία των «σκουπιδιών», έχει εκτοξεύσει στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού και με αυτό τον τρόπο τα διεθνή χρηματιστικά κέντρα, τα ιμπεριαλιστικά κράτη, στραγγίζουν παραπέρα την καταχρεωμένη Ελλάδα. Το γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σ’ αυτήν τη δεινή θέση, συνδέεται άμεσα με την πολιτική των κυβερνήσεων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και ειδικότερα, τις τελευταίες δεκαετίες με την πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣOK. Η ταύτιση των συμφερόντων της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας με αυτά του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ-ΕΕ μεταφράζεται σε μια πολιτική ξένης εξάρτησης όχι μόνο με την έννοια μιας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που έχει χάσει την ανεξαρτησία της και εντάσσεται στα πλαίσια που υπαγορεύουν οι προστάτες της, αλλά και με την εφαρμογή μιας πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προσαρμοσμένης στους όρους που θέτει το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, τόσο από την άποψη της κερδοφόρας διείσδυσής του στην ελληνική οικονομία όσο και από την άποψη της ανάπτυξης των ελληνικών παραγωγικών δυνατοτήτων.

Έκφραση, ακριβώς, αυτής της πολιτικής είναι το δόγμα ότι η ανάπτυξη και το οικονομικό μέλλον της χώρας είναι να μετατραπεί η Ελλάδα «σε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου, του τουρισμού και των υπηρεσιών», που διατυμπανίζουν χρόνια τώρα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣOK και της ΝΔ καθ’ υπαγόρευση των αξιωματούχων της EE, που αποφασίζουν «πριν από μας για μας» σ’ ότι  αφορά τη θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό. Kαι για του λόγου το αληθές ο ευρωπαίος Επίτροπος  Αρνιά που επισκέφθηκε πρόσφατα τη χώρα μας για την καθιερωμένη επιτήρηση της οικονομίας δήλωσε χαρακτηριστικά (Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011): «Οι ευκαιρίες για την Ελλάδα είναι: H ανάπτυξη ηλεκτρονικού εμπορίου, η ναυτιλία και ο τουρισμός». Τελεία και παύλα.

Ένα δόγμα που το αποτέλεσμά του είναι η καθυστέρηση και η εγκατάλειψη ανάπτυξης κλάδων της παραγωγικής βάσης της χώρας, η μονόπλευρη και στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (με τον τριτογενή τομέα εξογκωμένο και τη βιομηχανική παραγωγική βάση συρρικνωμένη), η διεύρυνση του εμπορικού της ελλείμματος, ακόμη και του ελλείμματος του ισοζυγίου των γεωργικών προϊόντων της (που κάποτε ήταν πλεονασματικό) και, ταυτόχρονα, η διαιώνιση και υπερδιόγκωση του κρατικού χρέους.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣOK και της ΝΔ επεδίωξαν να εμφανίσουν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και την ONE σαν το σωτήριο δρόμο που θα ισχυροποιούσε την ελληνική οικονομία, θα έδινε νέες μεγάλες αγορές στις ντόπιες επιχειρήσεις και στους αγρότες, θα βελτίωνε τα οικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και θα την έκανε πιο ασφαλή σε περιόδους κρίσης και αναταράξεων. Τα πραγματικά δεδομένα πλέον δείχνουν πως όλο αυτό το αστικό ιδεολόγημα που αποτέλεσε για δεκαετίες τη νέα «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους» βρίσκεται υπό κατάρρευση και αυτό που ακούγεται από αστούς πολιτικούς και διανοούμενους ότι χρειάζεται μια «νέα αφήγηση» που θα συνενώσει το λαό, αναδεικνύει εκτός των άλλων το ιδεολογικό κενό της αστικής τάξης και την κυοφορούμενη κρίση στρατηγικής της.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και την ONE δεν σήμαινε τίποτα άλλο παρά να ανοιχτούν διάπλατα οι πόρτες της ελληνικής οικονομίας στην εμπορική και κεφαλαιουχική διείσδυση ξένων μονοπωλίων, να εξοστρακιστούν από τον άνισο ανταγωνισμό των ξένων πολυεθνικών ελληνικά εμπορεύματα και επιχειρήσεις, να δοθεί με τις αποκρατικοποιήσεις ο έλεγχος των πιο σημαντικών δημόσιων επιχειρήσεων σε ξένα μονοπώλια, να αποκτήσει μεγαλύτερη ελευθερία το χρηματιστικό κεφάλαιο να κάνει κερδοσκοπικά παιχνίδια, να δημιουργηθούν όροι μεγεθυμένης και ταχύτερης άντλησης κερδών που βγαίνουν στο εξωτερικό. Και μαζί με όλα αυτά να επιβληθούν πολιτικές δεσμεύσεις και εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως οι συνθήκες, τα σύμφωνα, οι κανονισμοί και οι ντιρεκτίβες της ΕΕ, με κορωνίδα το Μνημόνιο, που ενισχύουν το καθεστώς της εξάρτησης και λεηλασίας του λαού και της χώρας. Μέσα στο φαύλο κύκλο του μεγάλου κρατικού χρέους η κυβέρνηση του ΠΑΣOK χορεύει στο ρυθμό που της επιτάσσουν οι ιμπεριαλιστικές εξαρτήσεις. Στο ρυθμό της παροχής εγγυήσεων και της λήψης εξοντωτικών μέτρων για το λαό που θα διασφαλίσουν στους ξένους δανειστές τα υπέρογκα τοκομερίδιά τους αλλά και το ανοιχτό πεδίο να συνεχίσουν την τοκογλυφική αφαίμαξη της χώρας. Τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα του Μνημονίου, που «επικαιροποιείται» κάθε τέσσερις μήνες, οπότε δίνεται η κάθε δόση του δανείου, δείχνουν πως για τη δημοσιονομική κρίση χρέους και κατ’ επέκταση για τις συνέπειες που φέρνει η ξένη πολιτική και οικονομική εξάρτηση, καλείται ο λαός να υποστεί τις πιο βαριές θυσίες. Η ξένη εξάρτηση αποκαλύπτεται έτσι σαν ένα κεντρικό ζήτημα που συνδέεται τόσο με τα άμεσα όσο και τα ευρύτερα προβλήματα του λαού μας και από την άποψη αυτή το πώς στέκεται κάθε πολιτική δύναμη απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα και ποιο προσανατολισμό χαράζει και ακολουθεί στο λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα έχει ξεχωριστή σημασία.

Πολλές φορές στο προηγούμενο διάστημα ασκήσαμε κριτική και αντιπαράθεση στις λαθεμένες και αντιλενινιστικές θεωρίες της καθοδήγησης του ΝΑΡ για «τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό» και για τη θέση του περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας». Οι δύο αυτές θέσεις εξάλλου αποτέλεσαν και την καινοτόμο θεωρητική συνεισφορά του ΝΑΡ στο αριστερό κίνημα. Το τελευταίο διάστημα αναπτύσσει και μια τρίτη, μικρότερου βεληνεκούς, αυτή περί διαγραφής του χρέους, με την οποία ασχοληθήκαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου και η οποία θεωρούμε ότι θα έχει την τύχη των δύο πρώτων. Τι ακριβώς υποστήριζαν οι θέσεις του ΝΑΡ που θεωρούσαν την Ελλάδα χώρα ιμπεριαλιστική;

«Η Ελλάδα είναι μια χώρα με αναπτυσσόμενα τα ιμπεριαλιστικά της χαρακτηριστικά και την εξωγενή διεθνοποιημένη παρουσία και διαπλοκή, καθώς και με εμφανείς τις φιλοδοξίες του ελληνικού κεφαλαίου να αναβαθμίσει τη θέση του, προσεγγίζοντας ή ίσως και κατακτώντας μια θέση στην πρώτη ταχύτητα του διεθνούς κεφαλαιοκρατικού πλέγματος».

Αυτά έγραφαν οι καθοδηγητές του ΝΑΡ πριν λίγα χρόνια για το ρόλο και τη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, κατατάσσοντάς την όχι απλά στις… σκέτες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά σε εκείνη την κατηγορία χωρών που είναι έτοιμες να κατακτήσουν μια θέση δίπλα στις πιο ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της διεθνούς πολιτικής.

Σχετικά μ’ αυτά υπογράμμιζαν ακόμα πως «ο μύθος της Ελλάδας της εξάρτησης, της καθυστέρησης, της αποβιομηχάνισης, αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα στη στρεβλή και αταξική παρουσίαση του ρόλου του ελληνικού κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων» και πως «η αστική τάξη είναι ταυτισμένη ταξικά με τον ιμπεριαλισμό όχι λόγω της εξάρτησής της, της υποταγής ή της ηγεμόνευσής της, αλλά λόγω τελικά της ανεξαρτησίας της, δηλαδή της εσωτερικής κυριαρχίας της».

Πόσο αβάσιμες, αστήρικτες και κούφιες αποκαλύπτονται όλες αυτές οι θεωρητικές εκτιμήσεις κάτω από το φως των εξελίξεων που συντελούνται στη χώρα μας. Η ηγεσία του ΝΑΡ θεωρούσε και θεωρεί (;) πως ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία δεν έχει νόημα, γιατί προφανώς ως ιμπεριαλιστική χώρα η Ελλάδα έχει αποκτήσει προ πολλού την εθνική της ανεξαρτησία και την πολιτική της κυριαρχία. Ότι η χώρα, δηλαδή, έχει καταφέρει με ηγεμονική δύναμη την ντόπια αστική τάξη -γιατί αν το είχαν κάνει οι λαϊκές δυνάμεις θα το γνωρίζαμε- να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και της υποτέλειας, να κατακτήσει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της απέναντι στον ιμπεριαλισμό και να κατακτά τώρα τη θέση της στο μεγάλο ιμπεριαλιστικό τραπέζι. Βέβαια θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από τον τρόπο που διατυπώνει τη θέση του το ΝΑΡ πως η αστική τάξη της Ελλάδας από τη γέννησή της τώρα και δύο αιώνες, όπως και κάθε αστική τάξη των υπανάπτυχτων και καθυστερημένων χωρών έχουν αποτινάξει την ιμπεριαλιστική ηγεμονία και κυριαρχία και δεν υπάρχει κατά συνέπεια καν η έννοια της εξάρτησης, η θεμελιώδης λενινιστική τοποθέτηση, δηλαδή πως «η περίοδος του ιμπεριαλισμού, είναι η περίοδος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στα μεγάλα προνομιούχα έθνη που καταπιέζουν όλα τα υπόλοιπα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις για την ηγεμονία».

Βέβαια, είναι γνωστό πως το ΝΑΡ έχει «υπερβεί» το λενινισμό και τη λενινιστική ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό, προβάλλοντας τη θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Όμως γι’ αυτή τη θεωρία έχουμε αναφερθεί διεξοδικά και απ’ ότι φαίνεται μάλλον βρίσκεται στα αζήτητα.

Στη θέση του ΝΑΡ έχει προσχωρήσει τα τελευταία χρόνια και η ηγεσία του ΚΚΕ με τις αποφάσεις του 17ου και 18ου συνεδρίου του, όπου θεωρεί ότι «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού» και ακριβώς πάνω στη βάση μιας τέτοιας εκτίμησης, η γραμματέας του είχε διακηρύξει το αμίμητο ότι: «O όρος σήμερα “εθνική ανεξαρτησία” δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες».

Όταν η ηγεσία του ΝΑΡ υποστηρίζει πως είναι «μύθος η εξάρτηση της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό» και όταν η ηγεσία του ΚΚΕ διακηρύσσει πως «ο όρος εθνική ανεξαρτησία δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες», όταν δηλαδή θεωρούν πως δεν έχει κανένα νόημα και περιεχόμενο ο λαϊκός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής κυριαρχίας, στην πραγματικότητα καλούν σε εγκατάλειψη του αγώνα για το γκρέμισμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και κυριαρχίας, για το διώξιμο των Ευρωπαίων και Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, για την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤO, για την κατάκτηση τελικά της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας μας. Και αυτό σημαίνει πως αφήνεται στο απυρόβλητο ο κύριος εχθρός της επανάστασης στη χώρα μας, ο αμερικάνικος και δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και κατευθύνονται τα πυρά του αγώνα στους ντόπιους λακέδες και υπηρέτες του ιμπεριαλισμού.

Ήρθε βέβαια για άλλη μια φορά η ίδια η ζωή και η πραγματικότητα, με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, να δείξουν με τον πιο αδιάψευστο και απερίφραστο τρόπο την ολοκληρωτική οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό, την πολιτική υποτέλειας και ξενοδουλείας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης απέναντι στα αφεντικά της ΕΕ, τις απροκάλυπτες προσταγές και υπαγορεύσεις, την πολιτική κηδεμονία και επιτροπεία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΕΕ, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, πάνω στο λαό και τη χώρα μας. Οι εξελίξεις αυτές έρχονται ακριβώς να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, καθώς και τη στενή σχέση αυτών των δυνάμεων με την ντόπια άρχουσα τάξη. Αντί να δουν οι ηγεσίες του ΚΚΕ και ΝΑΡ αυτή την πραγματικότητα και να προτάξουν αντίστοιχους πολιτικούς στόχους και προσανατολισμούς για το λαϊκό κίνημα, θέτοντας ως πρωταρχικό καθήκον την αντίσταση του λαού στον ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του, με τα κούφια θεωρητικά τους κατασκευάσματα και την «καθαρή αντικαπιταλιστική» γραμμή τροτσκιστικής κοπής και έμπνευσης, αφήνουν στο απυρόβλητο και στα αζήτητα τον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, με τη θεωρία τους πως η ιμπεριαλιστική αστική τάξη της Ελλάδας έχει καταστήσει τη χώρα ανεξάρτητη και κυρίαρχη.

Καθώς βέβαια οι πολιτικές εξελίξεις είναι αμείλικτες και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας, οι καθοδηγητές του ΝΑΡ δεν διστάζουν να περάσουν με τη μεγαλύτερη ευκολία από τη μια θέση στην άλλη, πιστοποιώντας εκτός των άλλων τον αλλοπρόσαλλο και καιροσκοπικό χαρακτήρα των εκτιμήσεών τους. Έτσι από τη θέση πως η Ελλάδα «προσεγγίζει ή ίσως κατακτά μια θέση στην πρώτη ταχύτητα του διεθνούς κεφαλαιοκρατικού πλέγματος» τον τελευταίο χρόνο πέρασαν στη θέση πως έχουμε «μια δραματική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μετατροπή της χώρας σε εσωτερική αποικία της…».

Και όποτε αναφέρονται τα στελέχη του NAP, στο ΠΡΙΝ στην κυβέρνηση Παπανδρέου για να υπογραμμίσουν ακριβώς   τη νέα τους θέση, κάνουν λόγο για «κατοχική κυβέρνηση», για «κυβέρνηση Τσολάκογλου» κ.λπ., κ.λπ.

Από την εκτίμηση πως είναι μύθος η εξάρτηση της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό και πως η αστική τάξη όχι μόνο δεν είναι εξαρτημένη και υποταγμένη αλλά ασκεί μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη ιμπεριαλιστική πολιτική, η καθοδήγηση του ΝΑΡ εμφανίζεται τώρα να εκτιμά πως η χώρα βρίσκεται υπό «οικονομική κατοχή» από την ΕΕ, που υπαγορεύει στην «κατοχική κυβέρνηση Παπανδρέου» τα αντιλαϊκά μέτρα που πρέπει να εφαρμόσει. Σε κάθε περίπτωση είναι τέτοια, φαίνεται, η αποστροφή του ΝΑΡ στη βασική εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό που φθάνει στο σημείο να κινδυνεύει τη γελοιοποίησή του, περνώντας από τη θεωρία της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας στη θεωρία περί αποικίας και κατοχής, αρκεί έτσι να παρακάμπτει και να αρνείται τη χαρακτηριστική ιδιομορφία της Ελλάδας, την ολόπλευρη δηλαδή οικονομική, πολιτική και στρατιωτική της εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό. Αν το NAP προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα και αιωρείται σαν εκκρεμές από τη μια άκρη στην άλλη, η ηγεσία του KKE εμφανίζεται «ντούρα» στις νεόκοπες θεωρίες της περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» και προβάλλει αντιφατικές και αλλοπρόσαλλες θέσεις που συγκρούονται με την πραγματικότητα. Σ’ αυτές τις θέσεις θα αναφερθούμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου μας που θα δημοσιευτεί στο επόμενο φύλλο του «Λαϊκού Δρόμου».

 

                                   ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η ηγεσία του ΚΚΕ με τις αποφάσεις του 17ου και 18ου συνεδρίου του, δηλαδή την τελευταία εξαετία, έχει προσχωρήσει στη θέση πως η Ελλάδα είναι μια χώρα ιμπεριαλιστική, χωρίς βέβαια να έχει εξηγήσει ποτέ, πώς και από πότε, μια χώρα εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό -όπως εκτιμούσε το ίδιο την τελευταία πεντηκονταετία- μετατράπηκε σε ιμπεριαλιστική.

Τον τελευταίο χρόνο, ιδιαίτερα ύστερα από την επιβολή του υποδουλωτικού μνημονίου, βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί αυτή τη θέση, να πείσει δηλαδή τους οπαδούς του και τον κόσμο της αριστεράς, πως το μνημόνιο και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος πάνω στην Ελλάδα δεν επιβλήθηκαν από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά όλα αυτά σχεδιάστηκαν και αποφασίστηκαν «πρωταγωνιστικά» από την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και την κυβέρνηση Παπανδρέου. Και στη βάση αυτή επιτίθεται σφόδρα σε όσους υποστηρίζουν ότι τα αντιλαϊκά μέτρα του μνημονίου επιβλήθηκαν «από τους έξω» και καταδικάζει οργισμένα όσους υποστηρίζουν, ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι μια «υποτακτική» κυβέρνηση που βρίσκεται «υπό κηδεμονία».

Σε πληθώρα άρθρων που δημοσιεύονται στο «Ριζοσπάστη» αναπτύσσεται μια τέτοια σαθρή και αίολη επιχειρηματολογία. Ενδεικτικά αντιγράφουμε: «Με αφορμή την έλευση στη χώρα μας του επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος-Καν και αύριο του επιτρόπου Όλι Ρεν, από ορισμένες πλευρές ξαναζεσταίνεται η προπαγανδιστική σούπα περί επιβολής των αντιλαϊκών μέτρων… «από τους έξω». Κάποιοι μιλούν για «κατοχή»… αποπροσανατολίζοντας από το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την ένταξη στο μηχανισμό της τρόικας, γιατί αυτό είναι το συμφέρον του κεφαλαίου» («Ρ» 8.12.2010, σελ. 5).

Σε ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της K.E. του ΚΚΕ που δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» (21.12.2010) υπογραμμίζεται: «Το μνημόνιο διαρκείας, φτώχειας και εξαθλίωσης για το λαό δεν είναι αποτέλεσμα κατοχής, αλλά πολιτική επιλογή, που πρωτίστως συμφέρει την πλουτοκρατία της χώρας και δευτερευόντως τους συμμάχους της σε διεθνές επίπεδο. Η ΕΕ και το ΔΝΤ… είναι συνεργάτες της κυβέρνησης για την επιβολή αποφασισμένων πριν από την κρίση αντιδραστικών μέτρων…».

Σε άλλο άρθρο γράφεται: «…Αναπαράγεται με αποχρώσεις το ιδεολόγημα ότι η χώρα βρίσκεται υπό την κατοχή είτε της ΕΕ, είτε του ΔΝΤ και ότι η ασκούμενη πολιτική έχει τη δική τους σφραγίδα, αφού η κυβέρνηση είναι «υπό κηδεμονία». Η θέση αυτή είναι επιζήμια και επικίνδυνη για το λαό και το κίνημά του». («Ρ» 21.12.2010, σελ. 5).

Σε άλλο άρθρο αναφέρεται: «Απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει η λαϊκή οργάνωση είναι το ξεπέρασμα του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, αλλά και όσων πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων μιλούν για «υποτακτική κυβέρνηση», για «κατοχή» του ΔΝΤ και της ΕΚΤ στην Ελλάδα» («Ρ» 30.12.2010, σελ. 5).

Σε άλλο άρθρο αναφέρεται: «Με το βολικό ιδεολόγημα της «κατοχής» από την ΕΕ και το ΔΝΤ, η ελληνική κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα απαλλάσσονται από τις πρωταγωνιστικές τους ευθύνες στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της βάρβαρης πολιτικής που έχει ανάγκη το κεφάλαιο…» («Ρ» 24.12.2010).

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες παρόμοια αποσπάσματα από την αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη» πλην όμως αυτά που παραθέσαμε είναι αρκετά για να αντιληφθεί ο καθένας τις θέσεις που προβάλλει η ηγεσία του ΚΚΕ. Καταρχήν είναι πολύ βολικό να τσουβαλιάζουν οι αρθρογράφοι του ΚΚΕ το «ιδεολόγημα της κατοχής» με τη θέση πως η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό -την οποία αποσιωπούν- και έτσι να φαντάζει κάπως πειστική η επιχειρηματολογία τους. Γιατί όντως «κατοχή» δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Τη θέση αυτή την εισήγαγαν και την προπαγανδίζουν δυνάμεις, όπως το ΝΑΡ, που μέχρι χθες διακήρυσσαν πως η Ελλάδα είναι μια χώρα ιμπεριαλιστική και ξαφνικά τώρα βρέθηκαν να υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μετατράπηκε σε αποικία και είναι υπό κατοχή. Όσο λάθος είναι η πρώτη θέση, άλλο τόσο λάθος είναι και η δεύτερη. Η ηγεσία του ΚΚΕ κριτικάρει τη θέση για κατοχή που είναι εξόφθαλμα λαθεμένη και έτσι θεωρεί πως ξεμπερδεύει και με τη θέση που υποστηρίζει το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα πως η Ελλάδα είναι μια χώρα ολόπλευρα -οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά- εξαρτημένη από τον ξένο ιμπεριαλισμό. Αυτή τη θέση βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να την κριτικάρει η ηγεσία του ΚΚΕ και γι’ αυτό ακριβώς προτάσσει τα περί κατοχής…

Τι όμως αλήθεια υποστηρίζει η ηγεσία του ΚΚΕ; Πως πρόκειται περί προπαγανδιστικής σούπας ότι τα αντιλαϊκά μέτρα του μνημονίου επιβλήθηκαν «από τους έξω». Πως το μνημόνιο «πρωτίστως» συμφέρει την πλουτοκρατία της χώρας και «δευτερευόντως» τους συμμάχους και «συνεργάτες της» σε διεθνές επίπεδο. Πως πρόκειται για επικίνδυνο ιδεολόγημα ότι η κυβέρνηση βρίσκεται υπό «κηδεμονία» και ότι η ασκούμενη πολιτική έχει τη σφραγίδα της ΕΕ και του ΔΝΤ. Και ότι προϋπόθεση για να προχωρήσει η λαϊκή οργάνωση είναι το ξεπέρασμα όσων δυνάμεων μιλούν για «υποτακτική κυβέρνηση».

Έχει βαλθεί η ηγεσία του ΚΚΕ να πείσει τους οπαδούς του και τον κόσμο της αριστεράς πως το υποδουλωτικό μνημόνιο, η οικονομική επιτήρηση, δηλαδή ο διεθνής οικονομικός έλεγχος κάτω από τον οποίο βρίσκεται η Ελλάδα, δεν επιβλήθηκαν από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ούτε είναι αποτέλεσμα της πολιτικής εξάρτησης και  υποτέλειας που εφαρμόζουν οι ντόπιοι λακέδες τους, αλλά αντίθετα είναι αποτέλεσμα της ανεξάρτητης και κυρίαρχης πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση Παπανδρέου!  Έτσι, σύμφωνα πάντα με την ηγεσία του ΚΚΕ, η κυβέρνηση δεν βρίσκεται υπό κηδεμονία, είναι προφανώς ακηδεμόνευτη και κυρίαρχη, δεν είναι υποταγμένη, αλλά ανεξάρτητη και αδέσμευτη από εξαρτήσεις. Και σαν τέτοια σχεδίασε και αποφάσισε «πρωταγωνιστικά» να θέσει την Ελλάδα κάτω από διεθνή έλεγχο, εξυπηρετώντας πρωτίστως τα συμφέροντα της ντόπιας πλουτοκρατίας και παρεμπιπτόντως και των «διεθνών συνεργατών της». Αλήθεια τι διαφορετικό από αυτά διακηρύσσει η κυρίαρχη αστική προπαγάνδα του ΠΑΣOΚ και της ΝΔ όταν μιλά για «ισχυρή Ελλάδα», για «την Ελλάδα που συμμετέχει ισότιμα στην ΕΕ» και άλλα διάτρητα φληναφήματα που συγκαλύπτουν την υποτελή θέση της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα;

Αυτές οι θέσεις που συγκρούονται με την πραγματικότητα και αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού είναι απόρροια ακριβώς των νέων θεωρητικών επεξεργασιών της ηγεσίας του ΚΚΕ περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας». Τι σόι ιμπεριαλισμός θα ήταν εξάλλου η Ελλάδα αν οι ξένοι δυνάστες, οι «απέξω», και όχι οι ντόπιοι κυρίαρχοι θα επέβαλαν το μνημόνιο και το διεθνή οικονομικό έλεγχο;! Υποτίθεται πως με αυτές τις νεόκοπες θέσεις της, η ηγεσία του ΚΚΕ στρέφει το κίνημα σε πιο ταξικές θέσεις και διορθώνει «τις λανθασμένες αναλύσεις του κομμουνιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’60».

Επιχειρώντας να δώσει μια θεωρητική τεκμηρίωση όλων αυτών των αλλαγών στις θέσεις του ΚΚΕ, ο Κ. Παπασταύρου, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής του, έγραφε σε άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» (25 Απρίλη 2010): «Έτσι, προβάλλουν τα συνθήματα περί «κηδεμονίας», «ιδιόμορφης κατοχής», «νεοαποικιακής» και «μισοαποικιακής» Ελλάδας, απώλειας της «εθνικής κυριαρχίας» και καταπάτησης της «αστικής δημοκρατίας». Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας επιχειρείται μια συνειδητή παραπλανητική επιστροφή σε ιστορικά ξεπερασμένες και αποδεδειγμένα λανθασμένες αναλύσεις του κομμουνιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’60. Θυμίζουμε ότι τέτοιες αναλύσεις οδήγησαν στην οππορτουνιστική επεξεργασία για συμμαχία της εργατικής τάξης με τμήματα της λεγόμενης «πατριωτικής αστικής τάξης» στο όνομα της υπεράσπισης της «εθνικής κυριαρχίας» και της «δημοκρατίας»».

Αυτά που όψιμα ο Κ.Π. θεωρεί «ιστορικά ξεπερασμένες και αποδεδειγμένα λανθασμένες αναλύσεις του κομμουνιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’60» ήταν τα θεωρητικά δόγματα της ηγεσίας του ΚΚΕ με τα οποία πορεύτηκε για πέντε δεκαετίες ύστερα από τη ρεβιζιονιστική στροφή της 6ης Ολομέλειας του 1956. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εφαρμόζοντας μια ρεβιζιονιστική ιδεολογικοπολιτική γραμμή, η ηγεσία του ΚΚΕ αναζητούσε στη χώρα μας την ανύπαρκτη «εθνική αστική τάξη» για να κάνει μέτωπο μαζί της, υποτίθεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και όντως πάνω στη βάση μιας τέτοιας οππορτουνιστικής πολιτικής μετατράπηκε σε ουρά των κομμάτων της «εθνικής αστικής τάξης», της Ένωσης Κέντρου προδικτατορικά και του ΠΑΣOΚ στη συνέχεια, μια πολιτική που τελικά «καρποφόρησε» με τις κυβερνήσεις του 1989 – 90, Τζαννετάκη και Οικουμενική.

Αντί η ηγεσία του ΚΚΕ να δει πραγματικά τον οππορτουνιστικό χαρακτήρα αυτών των αναλύσεων και της πολιτικής που εφάρμοσε πέντε δεκαετίες, ότι η αστική τάξη της Ελλάδας δεν είναι «εθνική» αλλά είναι από τη γέννησή της εξαρτημένη πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά από τον ιμπεριαλισμό και ταυτίζονται τα συμφέροντα και οι τύχες τους, περνά με τη μεγαλύτερη ευκολία από το δεξιό στον «αριστερό» οππορτουνισμό, ανακαλύπτοντας ξαφνικά πως η αστική τάξη μεταμορφώθηκε σε μια κυρίαρχη, ακηδεμόνευτη, ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό δύναμη που μετέτρεψε τη χώρα, άγνωστο από πότε και πώς, σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη.

Όμως πότε αλήθεια συνέβη αυτό και η αστική τάξη της Ελλάδας από εξαρτημένη και ξενόδουλη μετατράπηκε σε ιμπεριαλιστική; Μήπως στην περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας, όπως υποστηρίζει ο τροτσκισμός, που ενήργησαν οι ντόπιες αστικές δυνάμεις σαν πιόνια των Αγγλογάλλων με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για το λαό και το έθνος; Το ’40-’44 που μπήκαν κάτω από την προστασία των Εγγλέζων και τους διέσωσαν τα κανόνια του Σκόμπι;

Στον εμφύλιο πόλεμο με τις ναπάλμ των Αμερικάνων; Στην περίοδο αμέσως μετά, του Πιουριφόι και της αμερικανοκρατίας; Στην περίοδο της Φρειδερίκης, των παλατιανών πραξικοπημάτων και της αμερικανοστήρικτης δικτατορίας; Στην περίοδο της εισβολής στην Κύπρο με την επάνοδο του Καραμανλή το ’74, ή λίγα χρόνια μετά με την άνοδο του ΠΑΣOΚ στην εξουσία, που προετοίμασαν και προώθησαν σαν χρυσή εφεδρεία οι αμερικανοευρωπαίοι ιμπεριαλιστές; Μήπως στη δεκαετία του ’90, με τις κυβερνήσεις του «ευχαριστώ τις ΗΠΑ», που ενήργησαν σαν πιστά όργανα των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και μετέτρεψαν τη χώρα σε πολεμική βάση των ΗΠΑ για τη στρατιωτική κατάκτηση των Βαλκανίων και αργότερα του Ιράκ; Ή μήπως τελικά τώρα που η Ελλάδα συνθλίβεται στη μέγγενη του υποδουλωτικού μνημονίου και το ελληνικό κράτος βουλιάζει μέσα στο χρέος, ένα βήμα πριν τη χρεωκοπία, με τους εκπροσώπους του να επαιτούν οικονομική στήριξη και να αναζητούν σωσίβιο από τις κυβερνήσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και από τα κέντρα του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου;

Η ιστορία ενός αιώνα δείχνει τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν και συνεχίζουν να διαδραματίζουν οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας και τη στενή σχέση αυτών των δυνάμεων με την ντόπια άρχουσα τάξη.

Αυτό που κάνουν οι θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, όσο κι αν εμφανίζονται με ταξικό μανδύα, δεν είναι ότι απλά διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και προκαλούν σύγχυση σε ότι αφορά τη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, αλλά υποβαθμίζουν και τελικά εξωραΐζουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τον κυριαρχικό ρόλο του ιμπεριαλισμού πάνω στη χώρα μας. Τι άλλο παρά εγκατάλειψη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα σηματοδοτεί η περίφημη δήλωση της γ.γ. του ΚΚΕ ότι:

«O όρος σήμερα «εθνική ανεξαρτησία» δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες» ή θέσεις ακόμα πιο «προχωρημένες», όπως αυτές που προβάλλονται σε άρθρο του «Ριζοσπάστη» (28.12.2010) σχετικά με την κατάσταση στη χώρα μας ότι: «Η υπεράσπιση του έθνους στον καπιταλισμό σημαίνει υπεράσπιση του κεφαλαίου, αλλά ιδιαίτερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ανισόμετρης ανάπτυξης και της έντασης της διεθνοποίησης, εκτός από ουτοπία, αυτή η πολιτική υποτάσσει το λαό στο κεφάλαιο» (Όλες οι προηγούμενες υπογραμμίσεις δικές μας).

Τι ισχυρίζονται τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ; Πως όχι μόνο ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία «δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες» αλλά και όποιοι παλεύουν για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων αυτό σημαίνει ότι «υπερασπίζονται το κεφάλαιο και υποτάσσουν το λαό στο κεφάλαιο». Βρισκόμαστε μπροστά σε ανιστόρητες, τροτσκιστικές και αντιδραστικές θέσεις. Όταν οι κομμουνιστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα το ’40-’44 ενάντια στους γερμανοφασίστες κατακτητές και τα κατοχικά τους ανδρείκελα δεν υπεράσπιζαν τα εθνικολαϊκά συμφέροντα, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται σήμερα οι αρθρογράφοι του ΚΚΕ, αλλά το… κεφάλαιο. Και τι θα έπρεπε να κάνουν οι κομμουνιστές τότε; Προφανώς, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ότι έκανε το «αδελφό» τους κόμμα στο Ιράκ, το ΚΚ Ιράκ, που στο όνομα του «ταξικού αγώνα» ενάντια στο Σαντάμ, όχι μόνο δεν πολέμησε τους Aμερικανούς αλλά συμφώνησε με την αμερικάνικη εισβολή το 2003 και συμμετείχε στην κατοχική κυβέρνηση που εγκαθίδρυσαν.

Όταν η ηγεσία του ΚΚΕ ισχυρίζεται πως το περιεχόμενο του εθνικοανεξαρτησιακού αγώνα δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες και πως η εργατική τάξη πρέπει να κατεβάσει από τις σημαίες της τα συνθήματα της εθνικής ανεξαρτησίας -η μόνη δύναμη που μπορεί πραγματικά να υπερασπίσει τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα- με το «αριστερό» επιχείρημα ότι έτσι υπερασπίζει το κεφάλαιο, στην πραγματικότητα καλεί σε εγκατάλειψη του αγώνα για το γκρέμισμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και κυριαρχίας, για το διώξιμο των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, για την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤO και την ΕΕ, για την κατάκτηση τελικά της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας μας.

Όσο κι αν φαντάζει σαν πολύ «προωθημένη» και «αριστερή» η θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ για ιμπεριαλιστική Ελλάδα, στην πραγματικότητα έχει τον ίδιο κοινό παρανομαστή με τις δεξιές οππορτουνιστικές θέσεις που υποστήριζε τις προηγούμενες δεκαετίες, αφού, όπως και πριν, έτσι και τώρα, δεν κατευθύνει, δεν προετοιμάζει και δε συσπειρώνει την εργατική τάξη και τις πλατιές λαϊκές μάζες στην προοπτική της αναπόφευκτης σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό, με τον πιο ισχυρό αντίπαλο της επανάστασης, που κατέχει κυρίαρχη θέση και ελέγχει την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Το συμπέρασμα είναι πως η ηγεσία του ΚΚΕ όλα τα προηγούμενα χρόνια εφάρμοσε μια ρεβιζιονιστική πολιτική που βάπτιζε τα πολιτικά κόμματα της ξενόδουλης μεγαλοαστικής τάξης «συμμάχους» ή «εν δυνάμει συμμάχους», την Ένωση Κέντρου, το ΠΑΣOΚ, αλλά και τη ΝΔ, σκορπώντας ολέθριες αυταπάτες στον κόσμο της Αριστεράς και γενικότερα στις λαϊκές δυνάμεις, για τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των κομμάτων, μετατρέποντας με την πολιτική που εφάρμοσε της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και της «εθνικής ανάπτυξης» στα πλαίσια του καπιταλισμού, το αριστερό κίνημα σε ουραγό της πολιτικής των αστικών κομμάτων. Και από αυτή την οππορτουνιστική πολιτική που καλλιεργούσε το συμφιλιωτισμό και την υποταγή στην πολιτική των αστικών κομμάτων και υπονόμευε την αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή πάλη του λαού, με τα αμέτρητα ρεβιζιονιστικά ψευτοστάδια που κάθε φορά επινοούσε, όπως αυτά για «εθνικοδημοκρατική αλλαγή», «πραγματική αλλαγή», «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» κ.λπ., τώρα πέρασε σε μια «αριστερή» οππορτουνιστική πολιτική, με τις νέες θεωρίες της περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, καταλήγοντας πρακτικά πολιτικά στο ίδιο όμως αποτέλεσμα για το κίνημα.

Δηλαδή, στην εγκατάλειψη του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.

Αντικρούοντας αυτές τις οππορτουνιστικές και επιζήμιες θέσεις για το λαϊκό, αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, συνοψίζουμε τις δικές μας θέσεις κάτω από το φως των εξελίξεων στην Ευρώπη και την Ελλάδα και την πολιτική των κυβερνήσεων της άρχουσας τάξης. Όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου υπέγραφε το Μάη του 2010 το Μνημόνιο, αλλά και τώρα που εκλιπαρεί για το ευρωομόλογο, είχε και έχει πλήρη επίγνωση και συνείδηση τι σήμαιναν και τι θα σημάνουν όλα αυτά για το λαό και τη χώρα. Είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα, ό,τι της ζητηθεί, για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της πρόσδεσης στην ΕΕ και το ευρώ, υπηρετώντας δουλικά τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.  Σ’ αυτό συνοψίζεται το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής της.

Διότι αν και βρίσκεται η ντόπια άρχουσα τάξη σε θέση υποτελή απέναντι στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, μπορεί στα πλαίσια της ΕΕ, όπως αποδεικνύεται με το Μνημόνιο, να οργανώσει πιο συστηματικά τη ληστρική εκμετάλλευση των εργαζομένων, να μεγιστοποιεί τα κέρδη της και κυρίως να εξασφαλίζει σε συνθήκες κρίσης την πολύπλευρη στήριξη των προστατών της για την εσωτερική ισχυροποίηση της αντιλαϊκής της εξουσίας πάνω στο λαό. Η ντόπια μεγαλοαστική τάξη αποτελεί το κοινωνικό στήριγμα του ιμπεριαλισμού μέσα από την οποία εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της χώρας και ο ιμπεριαλισμός αποτελεί το δικό της στήριγμα για τη σταθερή διασφάλιση των ταξικών της συμφερόντων και της πολιτικής της εξουσίας.

Πρωταρχικός όρος κατά συνέπεια για τη λύση των μεγάλων προβλημάτων που απασχολούν το λαό και τη χώρα είναι η ολοκληρωτική απαλλαγή από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και το γκρέμισμα του αντιδραστικού καθεστώτος της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Αντιπαραθέτοντας στην πολιτική της ευρωδουλείας και αμερικανοδουλείας την πολιτική της εθνικής ανεξαρτησίας, το κάλεσμα «έξω από την ΕΕ και το ΝΑΤO» καθόλου δεν υποθέτει ότι μια τέτοια πολιτική μπορεί να την εφαρμόσουν οι δυνάμεις της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και τα πολιτικά κόμματα που την υπηρετούν, το ΠΑΣOK και η ΝΔ. Αντίθετα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον αγώνα για ριζική κοινωνική αλλαγή στη χώρα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του γενικότερου λαϊκού αγώνα, για το γκρέμισμα του καθεστώτος της εξάρτησης και της υποτέλειας, για την ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.

Μόνο μέσα από τη χάραξη και εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής κατεύθυνσης, σε αντιπαράθεση με κούφιες «λαϊκές εξουσίες» και «λαϊκές οικονομίες» που σερβίρει καθημερινά το ΚΚΕ ή «εναλλακτικές προτάσεις και άμεσα προγράμματα διεξόδου από την κρίση» των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ, περί «εθνικοποίηση τραπεζών», «επαναδιαπραγμάτευση του χρέους», «εργατικό έλεγχο» κ.λπ. -που αποτελούν προτάσεις διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης- μπορεί να προωθηθεί ένα στέρεο μέτωπο, μια πλατιά και ισχυρή κοινωνική συμμαχία για την ανατροπή των κυρίαρχων εκμεταλλευτικών δυνάμεων και την άνοδο στην πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Και μόνο τότε ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας μπορεί η Ελλάδα να αποκτήσει την οικονομική και πολιτική της ανεξαρτησία και να ανοίξει ο δρόμος για την πραγματοποίηση ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.

Μόνο τότε θα σπάσουν τα δεσμά της εξάρτησης και θα κηρυχθούν άκυρες όλες οι υποδουλωτικές συμφωνίες και Συνθήκες με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, θα φύγουν οι ξένες στρατιωτικές βάσεις και θα αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤO και την ΕΕ. Θα καταργηθούν όλες οι συμβάσεις με τα ξένα κεφάλαια και θα εθνικοποιηθούν όλες οι ξένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα. Θα ξεριζωθούν όλα τα οικονομικά στηρίγματα της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού στη χώρα. Θα εθνικοποιηθούν όλα τα ντόπια μονοπώλια και οι μεγάλες βιομηχανικές, εμπορικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες και θα ακυρωθούν τα εξωτερικά χρέη του δημοσίου.

Το καθεστώς της ξενοδουλείας περνά τώρα μια βαθιά κρίση που οξύνεται κάθε μέρα και περισσότερο. Όλες οι αντιθέσεις οξύνονται. Και πρώτα-πρώτα η κυριότερη από αυτές: Η αντίθεση ανάμεσα στους ξένους ιμπεριαλιστές, Αμερικάνους-Ευρωπαίους και τη ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία από τη μια πλευρά και το λαό από την άλλη. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, όταν η πολιτική της άρχουσας τάξης χαλκεύει νέα δεσμά για τη χώρα και συσσωρεύει εθνικές ταπεινώσεις, όταν ο λαός καταδικάζεται σε αργό θάνατο, από την πείνα και τη φτώχεια, όταν πλανάται πάνω από το λαό και τον τόπο το φάσμα της πτώχευσης και της χρεοκοπίας, δεν υπάρχει άλλος δρόμος σωτηρίας από την παλλαϊκή ενότητα και πάλη.

Όλες οι τάξεις και τα στρώματα που θίγονται από τη σημερινή κατάσταση, αυτοί που αποτελούν δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, πρέπει να ενωθούν και να παλαίψουν ενάντια στους κοινούς εχθρούς τους. Και αυτοί οι εχθροί είναι ο ιμπεριαλισμός και η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία που υπηρετούνται δουλικά από τα αστικά κόμματα και τις κυβερνήσεις τους, χθες της ΝΔ, σήμερα του ΠΑΣOK.

Πηγή: Λαϊκός Δρόμος

 

————Δείτε και αυτό:

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το