Η ενασχόληση με το ζήτημα του ιμπεριαλισμού δεν έχει μεγάλη δημοφιλία, για την ακρίβεια πρόκειται για ένα δύστροπο έργο με δύσκολους ακροατές. Kαι αυτό συμβαίνει πρώτον, γιατί οι ρεβιζιονιστές και οι «αντικαπιταλιστές» έχουν στείλει το θέμα στις πίσω σελίδες και δεύτερον, γιατί ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός φρόντισε με τα πολυάριθμα χαλκεία του να εμφανιστεί «αθώος», οικουμενικός, παγκοσμιοποιημένος, σαν το λύκο που μεταμφιέστηκε σε πρόβατο. Όμως ο πόλεμος είναι εδώ, οι πολεμικές βάσεις επίσης, ο ανταγωνισμός, τα ματoβαμμένα σύνορα, οι συνθήκες που γράφονται με το αίμα αμάχων, οι χώρες που πνίγονται στον βούρκο της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης· όλα καταμαρτυρούν ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι φανταστικό σχήμα, είναι πραγματικότητα.
Ο Κ. Μαρξ μας προέτρεπε να βασίζουμε την επιστήμη στα πραγματικά γεγονότα, μέσα στον υλικό κόσμο, και ο ιμπεριαλισμός είναι ακριβώς τμήμα του πραγματικού κόσμου, άρα έχουμε κάθε λόγο να μιλάμε γι’ αυτόν. Η βάση του ιμπεριαλισμού βρίσκεται ακριβώς στο έδαφος του καπιταλισμού. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα αλλά για τη συνέχεια του ενός προς το άλλο. «Η ιδιοποίηση από ιδιώτες, του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας, της οργανωμένης από την εμπορευματική οικονομία, αυτή είναι η ουσία του καπιταλισμού», λέει ο Λένιν. Από την πορεία των αστικών κοινωνιών, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού διογκώνει την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία πλευρά και στην ιδιοποίησή της από μια χούφτα ιδιώτες από την άλλη. Μπορεί λοιπόν ο καπιταλισμός ν’ αναπτύσσεται στον «αιώνα τον άπαντα»;. Όντως κατόρθωσε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να πάρει ανάσες ανακούφισης. Με την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, την αφομοίωση των χωρών της ανατολικής Ευρώπης (χώρες της παλινόρθωσης), την εξαγορά της εργατικής αριστοκρατίας, κ.α. Αλλά δεν μπορεί να αναπτύσσεται συνεχώς. Διότι κάτω από την πίεση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας (ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου) όλο και περισσότερο παραγωγικές δυνάμεις θα αποσυντίθενται και θα καταστρέφονται. Ο Κ. Μαρξ μας υποδεικνύει για το ζήτημα αυτό: «Σ’ ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σ’ αντίθεση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν […] Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που ήταν οι σχέσεις αυτές, γίνονται φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μία εποχή κοινωνικής επανάστασης», (Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας).
Στο τέλος του 19ου αιώνα, και στις αρχές του 20ου, ο καπιταλισμός μπήκε στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του. Από επιταχυντής της ιστορίας, έγινε επιβραδυντής (φρένο). Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η εργατική τάξη και ο λαός βιώνουν όλο και περισσότερο την εκμετάλλευση και καταπίεση. Από αυτή την άποψη, η ανατροπή του καπιταλισμού είναι επιτακτικό καθήκον. Αλλά ακριβώς την εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης, ο ιμπεριαλισμός προβάλλει σαν η άμεση συνέχιση των ουσιωδών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας ανώτατης φάσης του καπιταλισμού, συστατικό του ιμπεριαλισμού, είναι το μονοπώλιο. Ο Λένιν, στον ιδιοφυή ορισμό του ιμπεριαλισμού, μας υπόδειξε ότι η συγχώνευση του κεφαλαίου σε τραπεζικό, η εξαγωγή κεφαλαίων (και όχι μόνο εμπορευμάτων), το κυνήγι νέων αγορών για την αρπαγή κέρδους και ο πόλεμος σαν μέσο επίλυσης των διαφορών, είναι τα βασικά γνωρίσματα της ενδυνάμωσης «μιας χούφτας χωρών».
Είναι φανερό ότι καθένα ξεχωριστά από τα παραπάνω δεν μπορεί να χαρακτηρίσει μία καπιταλιστική χώρα σαν ιμπεριαλιστική, όπως κάνουν οι ηγεσίες ΚΚΕ-ΝΑΡ και οι τροτσκιστικές ομάδες. Κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε στον λαθεμένο -όσο και ανόητο- συλλογισμό, πως οι εχθροπραξίες μεταξύ κρατών, φυλών ή συμμοριών στην Αφρική είναι ιμπεριαλιστικό δείγμα. Οι μορφές λοιπόν των μονοπωλίων (καρτέλ, κονσόρτσιουμ ή τραστ) δεν αναιρούν τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, αλλά συνυπάρχουν μαζί του και τον οξύνουν. Η πάλη ανάμεσα στα μονοπώλια του ίδιου κλάδου ή διαφορετικών κλάδων είναι ανηλεής και απόλυτη. Το πρόσφατο διάστημα αποκαλύπτονται τεράστια σκάνδαλα διαπλοκής, διαφθοράς, κατασκοπίας, εκβιασμών και ψυχολογικού πολέμου. Ο Λένιν έγραφε στο έργο του «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»: «Τα μονοπώλια δεν εξαφανίζουν τον ελεύθερο συναγωνισμό από όπου προήλθαν, υπάρχουν πάνω από τον συναγωνισμό και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι εξαιρετικά οξείες και σφοδρές αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις» …ακριβώς αυτή η συνάφεια δύο αντιφατικών αρχών, του συναγωνισμού και του μονοπωλίου, χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό· αυτή ακριβώς προπαρασκευάζει την πτώση του, δηλαδή την κοινωνική επανάσταση. Τα τραπεζικά υπερμονοπώλια, οι ανώνυμες εταιρείες, η συγχώνευση του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου σε χρηματιστικό, η κυριαρχία του άυλου χρήματος πάνω στη ζωντανή εργασία, η συγκέντρωση σε μία δράκα ολιγαρχών του κοινωνικού πλούτου και πάνω απ’ όλα το ματoβαμμένο μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών. Πλείστα ιμπεριαλιστικά κράτη είναι μπροστά μας ζωντανά επεισόδια και καμία μεταμφίεση δεν μπορεί να τ’ αλλάξει.
Λαθεμένες Θεωρίες
Από την πλευρά των αστών αλλά και ρεφορμιστών προβλήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού σε ΕΣΣΔ, Κίνα, ανατολική Ευρώπη, η δημοφιλής θεωρία της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση ως θεωρία «σάρωσε τα ταμεία» στο τέλος της δεκαετίας του ’90, αρχές του 2000, και έγινε ανάρπαστο αφήγημα στους κόλπους της «νέας αριστεράς», του ποικιλώνυμου οππορτουνισμού. Η μοντέρνα θεωρία της παγκοσμιοποίησης υποτίθεται πως αντικαθιστούσε την «παλιομοδίτικη» τριτοδιεθνιστική και κομμουνιστική θέση για τον ανταγωνισμό την εποχή του ιμπεριαλισμού. Τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη είχαν αποικίες πολύ πριν την εποχή του ιμπεριαλισμού (όπως το κράτος προϋπήρχε του έθνους). Την εποχή του ιμπεριαλισμού, η πάλη για πρώτες ύλες, αγορές και φτηνή εργατική δύναμη, μετατρέπουν όλον τον κόσμο σε θέατρο πολέμου και τις πρώην αποικίες αναγκαίες χώρες για την εξασφάλιση των παραπάνω όρων (ύλες, αγορές, εργατική δύναμη).
Σ’ αντίθεση λοιπόν με τη δοκιμασμένη και ιστορικά αποδειγμένη θέση για τον ανταγωνισμό, οι παγκοσμιοποιητές πρόβαλλαν με ένταση την εικόνα ενός κόσμου (το λεγόμενο πλανητικό χωριό όπως μας έλεγε η ΚΟΕ) χωρίς εντάσεις και ανταγωνισμούς, όπου κάθε χώρα θα έχει το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και όπου η πολυχρωμία (πολυπλοκότητα) θα αναδείκνυε τον τοπικό και διεθνή πλούτο. Όταν έπεσαν οι πρώτες βόμβες στην (πολυεθνική) Γιουγκοσλαβία, αμερικάνικα τανκς σάρωναν τη Βαγδάτη, τη Μοσούλη και τη Λιβύη, η θεωρία της παγκοσμιοποίησης συγκρούστηκε με την πραγματικότητα και ο πασιφισμός δεν μπορούσε να κρύψει τη φρίκη του ιμπεριαλισμού. Θα αδικούσαμε την ιστορική εξέλιξη και την πολιτική φιλολογία αν δεν στεκόμαστε στις θεωρίες που προϋπήρξαν της παγκοσμιοποίησης, αλλά είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά.
Το κακό είναι ότι, ενώ οι γεννήτριες ιδέες συντρίφτηκαν από το κόμμα των μπολσεβίκων, των επαναστάσεων και της 3ης Διεθνούς, οι δεύτερες -ελέω ΜΜΕ- σαρώνουν σήμερα τα μυαλά των αγωνιστών και των απλών ανθρώπων. Η πρώτη εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και στις γραμμές της Β΄ Διεθνούς, η θεωρία του «πατριάρχη» Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό. Ο Κάουτσκι υποστήριξε ότι η οικονομική ανάπτυξη σπρώχνει την αστική τάξη σε μία ειρηνική επίλυση των διαφορών της με τις άλλες αστικές τάξεις. Αντί του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης επιλέγει τον ειρηνικό δρόμο και τη συμφωνία. Αυτή είναι η ουσία του υπεριμπεριαλισμού που καταπολέμησε με σφοδρότητα ο Λένιν στο ομώνυμο βιβλίο του. Άλλωστε, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξέσπασε ως ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αποστόμωσε ολοκληρωτικά τις θεωρίες του Κάουτσκι. Ο Λένιν αναρωτήθηκε για το θέμα: «Υπάρχει στις βάσεις του καπιταλισμού άλλο μέσο εκτός από τον πόλεμο για να εξομαλύνει τη δυσαναλογία ανάμεσα από τη μια μεριά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη συσσώρευση των κεφαλαίων και από την άλλη στο μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής από το χρηματιστικό κεφάλαιο;», για να αποφανθεί «η θεωρία του υπεριμπεριαλισμού εξυπηρετεί μοναδικά τον πιο αντιδραστικό σκοπό: να αποσπάσει την προσοχή από τη σφοδρότητα των σημερινών αντιθέσεων».
Ο λόγος του Κάουτσκι και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας επηρέασε βαθειά τη Β΄ Διεθνή και τα κόμματά της. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όλα τα κόμματα στο έδαφος των ιμπεριαλιστικών χωρών (μ’ εξαίρεση τους Σπαρτακιστές των Ρ. Λούξεμπουργκ- Κ. Λίμπκνεχτ στη Γερμανία) ψήφισαν τους πολεμικούς προϋπολογισμούς των αστικών τάξεών τους. Αλλά ο παγκόσμιος πόλεμος σάρωσε τον Κάουτσκι και τον υπεριμπεριαλισμό του. Ωστόσο, η Ρόζα Λούξεμπουργκ (αητός που πέταξε χαμηλά κατά τον Λένιν) δεν απέφυγε να διατυπώσει λαθεμένη προσέγγιση για τον ιμπεριαλισμό. Κατά την Ρ. Λούξεμπουργκ, οι καπιταλιστικές κρίσεις που οδηγούν στον πόλεμο δεν πηγάζουν από τις δομικές εσωτερικές αντιθέσεις του καπιταλισμού αλλά από «μη καπιταλιστικά τρίτα πρόσωπα». Η Ρ. Λούξεμπουργκ, επηρεασμένη από μενσεβίκικες θέσεις, υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός αδυνατεί να συσσωρεύσει και συγκρούεται με τις καθυστερημένες παραγωγικές σχέσεις στις αποικίες του. Μ’ αυτό τον τρόπο, η Ρ. Λούξεμπουργκ δεν βλέπει τον ιμπεριαλισμό σαν ιδιαίτερο στάδιο στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού. Έτσι, θεωρεί ότι οι κρίσεις του πηγάζουν όχι από τις εσωτερικές αντιθέσεις του που είναι πάγιες και εγγενείς, αλλά από εξωτερικούς παράγοντες. Μ’ αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά καταλήγει στο συμπέρασμα της αυτόματης κατάργησης του καπιταλισμού που θα προκύψει από την αδυναμία συσσώρευσης. Έτσι, ενώ η Γερμανίδα κομμουνίστρια είναι υπέρ της προλεταριακής επανάστασης, υποβαθμίζει το ρόλο της οργανωμένης και συνειδητής πρωτοπορίας και φλερτάρει ανοιχτά με το αυθόρμητο των μαζών. Είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που η Ρ. Λούξεμπουργκ θεωρούσε τη γενική απεργία και όχι την ένοπλη εξέγερση σαν βασικό όπλο της επανάστασης. Είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που η επανάσταση ηττήθηκε στη Γερμανία, αλλά η Ρ. Λούξεμπουργκ είναι τόσο προσφιλής στις οργανώσεις της αυθορμησίας και της «νέας αριστεράς». Ο Ι.Β. Στάλιν έγραψε (Ζητήματα Λενινισμού) για τους γερμανούς επαναστάτες: «Γι’ αυτό ακριβώς οι μπολσεβίκοι τους θεωρούσαν σαν αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, τους υποστήριζαν και τους έσπρωχναν μπροστά. Αυτό δεν σβήνει ότι οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες στην Γερμανία έκαναν ολόκληρη σειρά σοβαρότατα πολιτικά και θεωρητικά λάθη».
Αλλά τον ιμπεριαλισμό διάβασαν και διαβάζουν λαθεμένα και άλλα πολιτικά ρεύματα. Η θεωρία του οργανωμένου καπιταλισμού, του κρατικού καπιταλισμού και οι τροτσκιστικές προσεγγίσεις, αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, έχουν κοινή βάση. Στην εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πχ ο Τρότσκι ρίχνει το σύνθημα των «Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», σύνθημα το οποίο στηρίζεται στη θεωρία του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό και το οποίο πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τον Λένιν. Η προσέγγιση των «Ενωμένων Πολιτειών» πότε της Ευρώπης, πότε των Βαλκανίων, της Μ. Ανατολής κλπ, αποτελεί αγαπημένο πολιτικό μοτίβο των τροτσκιστών. Οι τελευταίοι βλέπουν παντού «τη σύγκλιση», εκεί που υπάρχει ανισόμετρη ανάπτυξη και οξύς ανταγωνισμός.
Αστοί και οππορτουνιστές χρησιμοποιούν το εργαλείο της οργανωμένης και συμμετρικής ανάπτυξης στον καπιταλισμό (εξ ού και η επανάσταση που ξεσπά αυτόματα και παντού) εκεί που υπάρχει άνιση ανάπτυξη, ανταγωνισμός και σύγκρουση. Όλοι οι παραπάνω, και ανεξάρτητα από την πολιτική αμφίεσή τους, αδυνατούν να δουν τον αδύνατο κρίκο και τη δυνατότητα να υπάρξει νίκη της επανάστασης σε μία μόνο χώρα. Να όμως τι έλεγε ο Λένιν: «Η ανισομετρία της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης είναι ένας αδυσώπητος νόμος του καπιταλισμού. Από αυτό πρέπει να συναγάγουμε ότι μια νίκη του σοσιαλισμού είναι δυνατή στην αρχή σε μερικά μόνο καπιταλιστικά κράτη ή ακόμα και σ’ ένα μόνο». Μπορεί κανείς να διαφωνεί με το παραπάνω. Αλλά δεν μπορεί να διαφωνεί ότι αυτά λέει ο Λενινισμός και τα ίδια ταυτοποίησε η νεότερη ιστορία. Ή ο Ι.Β. Στάλιν: «Μπορεί η χώρα που άρχισε την επανάσταση, η χώρα που έσπασε το μέτωπο του κεφαλαίου, να είναι λιγότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά από τις άλλες χώρες, που είναι πιο ανεπτυγμένες και παραμένουν ωστόσο στο μέτωπο του καπιταλισμού». (Ζητήματα Λενινισμού). Είναι αλήθεια ότι σήμερα το ζήτημα της εξάρτησης και του ιμπεριαλισμού υποβαθμίστηκε μέσα στο κίνημα.
Σ’ αυτό το ζήτημα τεράστια ευθύνη φέρνουν οι ηγεσίες ΚΚΕ-ΝΑΡ, που δανείστηκαν όλο το οπλοστάσιο των Κάουτσκι-Τρότσκι, γι’ αυτό άλλωστε περπατούν πότε δεξιά και πότε «αριστερά». Η ορθή εκτίμηση του ζητήματος δεν είναι «εγκεφαλική» και ακαδημαϊκή. Σχετίζεται άμεσα με το κεφάλαιο των κοινωνικών συμμαχιών για το δρόμο της κοινωνικής επανάστασης. Αυτός είναι ο λόγος που επανερχόμαστε στο ζήτημα και αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε πως χρειάζεται συστηματική αντιπαράθεση.
e-prologos.gr