Η λέξη προπαγάνδα (από το λατινικό propagare = διαδίδω) είναι πολλαπλά παρεξηγημένη και συνδεδεμένη με αρνητικό φορτίο. Οι αστοί δημοσιολόγοι, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, παρότι λειτουργούν ως διαφημιστές των απόψεων της τάξης τους, και ενώ κάνουν πλύση εγκεφάλου, παριστάνουν τις αθώες περιστερές προτιμώντας τις λέξεις «επικοινωνία», «προβολή», «προώθηση» που είναι πιο ουδέτερες.
Όμως μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Για τη διάδοση, τη διάχυση και τον πολλαπλασιασμό των ιδεών της μίας ή της άλλης ομάδας, αυτής ή της άλλης τάξης, εκείνου ή του άλλου πολιτικού ή εμπορικού «ρεύματος». Ενώ η αστική τάξη και η ολιγαρχία διαθέτει ένα θαυμαστό κι απέραντο οπλοστάσιο προπαγάνδας, όπως το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τις εφημερίδες, το σχολείο, την εκκλησία, τους οίκους μόδας, την τέχνη και την αγορά απευθύνεται θρασύτατα –ως κυρίαρχη τάξη- στην αφίσα της αριστεράς, το σύνθημα ή το ταπεινό κομμουνιστικό έντυπο φωνάζοντας επιθετικά, φροντίζοντας ταυτόχρονα να θωρακίσει τη δημοκρατία «της» με νόμους, διατάγματα, ήθη, έθιμα που να απαγορεύουν κάθε αντίπαλη πρόταση. Σε αυτό το πολιτικό θέατρο του παραλόγου βρίσκει συνεργάτες και χειροκροτητές τους μικροαστούς, που δεν τους αρέσει η «αισθητική της αφίσας στις κολώνες», τους καθαροδρόμους, αυτούς που τους αρέσει το Survivor αλλά όχι η ντουντούκα της απεργίας ή αυτούς που δεν αδιαφορούν για τους πεινασμένους, για το φασισμό, την πείνα και τον πόλεμο. Δεν θεοποιούμε ούτε δαιμονοποιούμε τα μέσα επικοινωνίας. Δεν απολυτοποιούμε ούτε μηδενίζουμε τη σημασία τους. Απλώς πρέπει να τα εντάσσουμε στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό, στους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης, στο σχεδιασμό μας και στην υπηρεσία των μεγάλων σκοπών μας.
Το ακροατήριο
Η προπαγάνδα (ζύμωση, ομιλία) μας πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της το είδος και την ειδική σύνθεση του ακροατηρίου στο οποίο απευθυνόμαστε. Αλλιώς μιλάμε στο φοιτητικό ακροατήριο, πχ της φιλοσοφικής σχολής, αλλιώς σε μια φιλική παρέα και αλλιώς σε μια συγκέντρωση εργατών ή αγροτών. Κάθε άνθρωπος και κάθε κοινωνική ομάδα «κουβαλάει» στις αποσκευές της, εικόνες, μνήμες, ερωτήματα, ανησυχίες που είναι πολλά και ποικίλα. Ο προπαγανδιστής (ομιλητής) πρέπει να γνωρίζει σε ποιους απευθύνεται και να ομαδοποιεί (ομογενοποιεί) το ακροατήριο όχι για να «πει τα δικά του», αλλά για «να πιάσει τον παλμό τους». Αν για παράδειγμα έχουμε ένα ακροατήριο ανέργων θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανεργία και τις επιπτώσεις της πάνω στους ανθρώπους αντί να εξυμνήσουμε στην αρχή -τουλάχιστον- τα θαυμαστά έργα του σοσιαλισμού.
Αν δεν υπάρχει ένας πρώτος ψυχικός (συνειδησιακός) δεσμός του ομιλητή με το ακροατήριο, ιδιαίτερα όταν είναι άγνωστο ή εχθρικό, τότε θα αυτοθαυμαζόμαστε αλλά θα ‘χουμε μηδενικό αποτέλεσμα. Το ακροατήριο, βέβαια, έχει πάντα μια ιστορικότητα. Αναφερόμαστε στην Ελλάδα του 2017, με το μνημόνιο, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και την καπιταλιστική θηριωδία και όχι στους φελάχους του… Ισλαμαμπάντ. Υπάρχουν ομοιότητες στο κοινό, αλλά υπάρχουν και διαφορές που μπορεί να έχουν δευτερεύοντα ή τριτεύοντα χαρακτήρα, αλλά είναι υπαρκτές και τις οποίες οφείλει να γνωρίζει ο ομιλητής (προπαγανδιστής). Αν συνέβη ένα πρόσφατο τραγικό γεγονός, αν υπάρχει ένα ισχυρό βίωμα στο ακροατήριο, αν οι παλαιότεροι έχουν σημαντικές μνήμες (πχ πόλεμος), αν ο τόπος γέννησε αντάρτες ή στη σχολή έχει φασίστες, αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να γνωρίζουμε, είναι γέφυρες επικοινωνίας με το ακροατήριο και αποτελούν ισχυρά βήματα πάνω στα οποία μπορεί να «πατήσει» ο ομιλητής για να ξεκινήσει το λόγο του. Υπάρχουν ακροατήρια που είναι γερά εκπαιδευμένα, όπως είναι αυτά των μαζικών ταξικών σωματείων και άλλα που βρίσκονται πολύ πίσω όπως είναι τα εργοδοτικά σωματεία ή κάποιος εξωραϊστικός σύλλογος. Είναι απολύτως προφανές ότι το στυλ ομιλίας και προσέγγισης διαφέρει και θα ήταν αφόρητη σχηματοποίηση (φορμαλισμός) αν είχαμε μια πατέντα παντός καιρού. Αν διαθέταμε μόνο ένα κοστούμι καλώντας όλους τους ανθρώπους να το φορέσουν με το στανιό.
Το περιεχόμενο
Εν αρχή ην ο στόχος! Τι θέλουμε, δηλαδή, να βγάλουμε, τι να φωτίσουμε, πώς να εξηγήσουμε, να κερδίσουμε το ακροατήριο (μαζικό ή ισχνό), πώς να μπολιάσουμε το μυαλό των ανθρώπων με ερωτήματα, να αποδομήσουμε την προπαγάνδα των αντιπάλων, να εμπνεύσουμε, να ενώσουμε. Πώς να ανεβάσουμε τη συνείδηση των ανθρώπων. Αλλά για να φτάσουμε στον στόχο πρέπει να επιλέξουμε τον κατάλληλο δρόμο. Αυτόν που χωρίς να κρύβει τα πράγματα οδηγεί στο πλευρό μας περισσότερους ανθρώπους. Ο ομιλητής πρέπει να έχει γνώση, γνώση του θέματος, χωρίς κενολογίες, εξυπνακισμούς, «ξερολισμούς» και πασαλείμματα. Πρέπει να γνωρίζει την πραγμάτευση του θέματος, όσο γίνεται καλύτερα. Διαβάζοντας, τακτοποιώντας σκέψεις, κάνοντας «σκελετό» (σκαρίφημα), απευθυνόμενος στην καθοδήγησή του ή σε εμπειρότερους συντρόφους. Η ανεμελιά και η «δηθενιά» δεν είναι χαρακτηριστικά του κομμουνιστή. Αφορά τους αυθόρμητους και όσους παίρνουν αψήφιστα την ταξική πάλη. Οι κομμουνιστές διακρίνονται από την υπομονή, την επιμονή, το ήθος, τη γνώση και τη λαϊκότητα. Η «μαγκιά» δεν είναι στα χαρακτηριστικά προσόντα μας και οφείλουμε να προσαρμόσουμε το στυλ για να προσεγγίσουμε τον κόσμο χωρίς να φεύγουμε από τους στόχους μας. Το περιεχόμενο της ομιλίας, πρέπει να αφήνει γερό αποτύπωμα στο νου των ανθρώπων που μας ακούνε. Ούτε να κλείνουν τ’ αυτιά τους, αλλά ούτε να φεύγουν χωρίς να θυμούνται τίποτα. Το περιεχόμενο της ομιλίας μας πρέπει μαστόρικα να ξεκινάει από το συγκεκριμένο, το καθημερινό, το εφήμερο, το πρόσκαιρο, αλλά να ψηλώνει και να πλαταίνει. Αν μιλάμε για τους πρόσφυγες και μείνουμε στην ανείπωτη δυστυχία των ανθρώπων που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, είμαστε καλοί και φιλάνθρωποι. Αν από την άλλη καταραστούμε τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αλλά ξεχάσουμε το προσφυγόπουλο που δεν έχει ψωμί, παιχνίδι και σχολείο, τότε γίναμε «ειδικοί στα γενικά», μιλάμε στον κομματικό καθρέφτη και χειροκροτάμε τον εαυτό μας. Η κομμουνιστική προπαγάνδα αποκτά αξία όταν ριζώνει στον κόσμο, ρίχνει σπόρους και μετατρέπει το διάχυτο θυμό σε απόφαση των ανθρώπων για δράση. Όταν περνάει από το εγώ στο εμείς, από την αδράνεια στη δράση, από την υποταγή στην αντίσταση και την οργάνωση.
Ειδικότερα
Για να πεισθεί καλύτερα ένα ακροατήριο (ή ένας κύκλος ανθρώπων) χρησιμοποιούμε –όπως λέγεται- την επίκληση στη λογική και το συναίσθημα. Οι αριθμοί των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά είναι ατράνταχτο επιχείρημα ενάντια στη μνημονιακή λαίλαπα (λογική). Η κόρη της γειτόνισσας που βρέθηκε στην Αγγλία για τον ίδιο λόγο έχει τη δική της αξία (συναίσθημα). Το πέρασμα όμως από τη φωτογραφία και το προσωπικό δράμα δηλαδή στο «ποιος φταίει», είναι ο αναγκαίος δρόμος για να περάσουμε από το στάδιο των αριθμών και των βημάτων στην πολιτική. Έτσι, χρησιμοποιούμε το όπλο της διαλεκτικής περνώντας από το κατώτερο στο ανώτερο επίπεδο. Επιπλέον, πρέπει να αποφεύγουμε το στυλ του «διδακτισμού», δηλαδή του ανθρώπου που μιλάει από την έδρα του δασκάλου, απαριθμώντας ατελείωτα «πρέπει».
Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεπέφτουμε στο χαμηλό επίπεδο του αγνωστικιστή που έχει σαν –τάχα- όπλο την αμφιβολία για να κερδίσει τον κόσμο. Το στυλ προπαγάνδας μας πρέπει να διακρίνεται από την απλότητα και την αποφασιστικότητα. Στον ίδιο τομέα (δηλαδή το στυλ) πρέπει να αξιοποιούμε εκτός από τον απλό και κατανοητό λόγο, τα παραδείγματα. Παραδείγματα παρμένα από τη ζωή των ανθρώπων (πχ παροιμίες), από την αρχαία ιστορία (πχ Προμηθέας), από τη νεοελληνική ιστορία (πχ ΕΑΜ), ακόμα και από τη θρησκευτική, αν το ακροατήριο έχει τέτοιες προσλαμβάνουσες. Ακριβώς όπως λέμε ότι η μορφή πρέπει να υπηρετεί το περιεχόμενο, η φόρμα να υπηρετεί την ουσία. Ο Λένιν χρησιμοποιούσε παραδείγματα ηρώων παρμένα από τα ρώσικα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, ο Στάλιν και ο Μάο από τους λαϊκούς μύθους. Στους Ζαπατίστας ο αρχηγός Μάρκος (χωρίς να συμφωνούμε με τους στόχους του) έκανε ομιλίες χρησιμοποιώντας την ιθαγενική λαϊκή παράδοση. Η εθνικολαϊκή μας ιστορία, η ιστορία της αριστεράς, του κινηματογράφου και του θεάτρου, ένας στίχος γνωστού τραγουδιού μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύστοχα για να «ντύσουν» παραδειγματικά μία ομιλία ή μια προσέγγιση. Η βαριά κατάρα του ευρωκομμουνισμού, της ακαδημαϊκής (και όχι λαϊκής) διανόησης μας κληροδότησαν τον μακρύ λόγο, την ασάφεια και την αοριστία. Αντίθετα, αν μελετήσουμε τα έργα των μεγάλων επαναστατών θα δούμε πως ήταν στοχευμένα, δομημένα με ακρίβεια, σαφήνεια και πληρότητα.
Να πάμε στις μάζες οπλισμένοι
Τα μυαλά των ανθρώπων δεν είναι tabula rasa (άγραφο χαρτί). Έχουν δεκάδες σκέψεις, τις περισσότερες φορές ασυστηματοποίητες. Κάθε άνθρωπος έχει μια δικιά του κοσμοαντίληψη (κοσμοθεωρία) ακόμα και όταν δεν μπορεί να την εκφράσει πειστικά και συνολικά. Πηγαίνοντας στις μάζες για να προπαγανδίσουμε τις ιδέες μας, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα μικρό κύκλο ανθρώπων, είναι προφανές ότι πρέπει να πηγαίνουμε με όλον τον ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισμό. Με γνώση, θάρρος και αποφασιστικότητα. Αν συνέβαινε το αντίθετο (πχ πηγαίνοντας πρόσφατα στη Μακρόνησο) θα κουβαλούσαμε την αμφιβολία, τον ιστορικό θρήνο και το ξερό καθήκον μας. Μπορεί έτσι να γινόμαστε αρεστοί στους αντιπάλους μας, αλλά δεν θα προσεγγίζαμε τους εκατοντάδες φίλους και συναγωνιστές που ήθελαν να δουν στο Μ-Λ ΚΚΕ τη σοβαρότητα, την οργάνωση και τη συνέχεια του κομμουνιστικού δρόμου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει προσήλωση στους στόχους, ευελιξία στην τακτική μας. Ο Λένιν μας υποδεικνύει, όταν ήθελε ν’ ανοίξει τον δρόμο μέσα από τ’ αποκαΐδια της προδοτικής Β΄ Διεθνούς, ότι «δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς επαναστατική θεωρία» και ο Μάο προσθέτει ότι πρέπει να συστηματοποιήσουμε τις ιδέες των μαζών. Προσοχή! Όχι να τις καταγράφουμε σ’ έναν κατάλογο αλλά να τις επεξεργαστούμε (συστηματοποιήσουμε) ώστε να τις φιλτράρουμε στο φως του μαρξισμού-λενινισμού και να τις ραφινάρουμε σ’ ανώτερο επίπεδο. Ως εκ τούτου, η προπαγάνδα (μας) οφείλει ν’ αποφεύγει το να χτυπάμε φιλικά την πλάτη του καθενός λέγοντας «δίκιο έχεις», αλλά ούτε και ν’ ανεβαίνουμε στον κομματικό-πολιτικό Όλυμπο λέγοντάς του «ανέβα ως εδώ». Ο ακολουθητισμός και ο διδακτισμός είναι δύο κακά τέρατα που πρέπει ν’ αποφεύγει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση ένας λαϊκός διαφωτιστής (και όχι όπως λέμε -κακώς- συνδικαλιστής), ο οποίος διακρίνεται καθαρά από έναν ξεσκολισμένο αστό ή έναν πολιτικό Φαρισαίο. Σε κάθε περίπτωση, κάθε στέλεχος, μέλος, φίλος μας, αυτό που προτείνει πρέπει να το κάνει και ο ίδιος. Με το λόγο, τη ζωή και το παράδειγμά του. Με τα λόγια και κυρίως τις πράξεις του. Ωστόσο, η τεχνική του λόγου (προπαγάνδα) έχει τα δικά της μυστικά. Αναμφίβολα η αστική ιδεολογία και προπαγάνδα μπορεί να επηρεάζει σε βάθος και σε μαζική κλίμακα τις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών. Εκτός από τα όσα προαναφέραμε έχει μαζί της τις συνήθειες χιλιάδων χρόνων. Έτσι που η κυριαρχία της να δείχνει ακλόνητη και τα «οράματά» μας (όπως πχ η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο), ουτοπικά και ανεφάρμοστα. Μαζί της όμως, κουβαλάει δύο βασικά μειονεκτήματα. Πρώτον, ότι είναι στην πραγματικότητα ιδεολογία μιας οικτρής μειοψηφίας. Ας φανταστούμε μόνο ότι 16 άνθρωποι κατέχουν όσα κατέχουν 3 δις άνθρωποι! Δεύτερον, ότι η αστική τάξη είναι σε πλανητική κλίμακα πλέον τάξη αντιδραστική, οπισθοδρομική και ανορθολογιστική. Παράγει «τοξικές» ιδέες, για όλο τον κόσμο πείνα, πόλεμο, φασισμό. Ως εκ τούτου έχει απέναντί της όχι μόνο την πλειονότητα των λαών και των πληθυσμών αλλά και τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Ακόμα, και τους επιστήμονες που θέλουν να είναι τίμιοι. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω ότι δεν διαθέτει ένα παγκόσμιο πρότυπο (ιδεότυπο), τότε έχουμε ένα σύστημα που σαπίζει. Πήρε αναπνοές από την κατάρρευση των ρεβιζιονιστικών καθεστώτων στις χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού· πήρε ανάσες από την υποχώρηση των αριστερών, κομμουνιστικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Έπαιξε με το μύθευμα της παγκοσμιοποίησης και φάνηκε γυμνός ο ιμπεριαλισμός και οι πόλεμοί του. Λάνσαρε την καπιταλιστική αγορά και προέκυψε η καπιταλιστική κρίση. Πόνταρε στην Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ήρθαν οι αντιθέσεις και το Brexit.
Από αυτή την άποψη, και κυρίως από το DNA του καπιταλισμού, που είναι η απομύζηση της εργατικής τάξης και των λαών, είναι πιο «εύκολη» η απαξίωση και η αποκάλυψη όλων των παραμέτρων του αστικού συστήματος. Η αριστερή όμως προπαγάνδα και η κομμουνιστική γνώση και διαφώτιση σκοντάφτει σ’ ένα εμπόδιο που το ’φερε η καπιταλιστική παλινόρθωση σε Ρωσία και Κίνα. Οι πρώην σοσιαλιστικές υπερδυνάμεις ξεστράτισαν στο δρόμο της παλινόρθωσης και του καπιταλισμού και οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος πέφτουν στα κεφάλια «δικαίων και αδίκων».
Είμαστε σε μεταβατική εποχή αλλά πρέπει να σηκώσουμε τη σημαία απ’ τη λάσπη και θα το κάνουμε. Σ’ αυτόν το δρόμο, η τέχνη της πολιτικής πειθούς και της προπαγάνδας έχει τη δική της αξία. Όπως είπε ο Μπ. Μπρεχτ, όταν κάποιος τον τσίγκλισε με τη φράση «μισώ το ραδιόφωνο, δεν το θέλω καθόλου», «εγώ το μισώ περισσότερο, θέλω ένα άλλο ραδιόφωνο».
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr