Με τα μέτρα της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου(ΠΝΠ) της 1.5.2020, τα οποία αυτή τη φορά τιτλοφορήθηκαν όχι μόνο σαν μέτρα για «την αντιμετώπιση των συνεπειών της επιδημίας» αλλά και σαν μέτρα για «την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα», η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε ακόμη πιο φανερό τι εννοεί και τι θα θεωρήσει ως «κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» για τους εργαζόμενους την περίοδο που ακολουθεί μετά την υποχώρηση της επιδημίας. Όχι απλά επαναφέρει στην προ επιδημίας δυσμενή εργασιακή «κανονικότητα», που άφησαν τα προηγούμενα χρόνια των μνημονίων και των αντιλαϊκών πολιτικών, αλλά επιβάλλει μια πολύ χειρότερη εργασιακή κατάσταση, όπου τα εργατοϋπαλληλικά δικαιώματα θα ποδοπατηθούν άγρια και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Η νέα ΠΝΠ για τους εργαζόμενους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πακέτο με το οποίο παρατείνεται η εφαρμογή των αντεργατικών μέτρων -που η πανδημία έδωσε το άλλοθι να προωθηθούν- με στόχο να επιτευχθεί η μονιμοποίηση τους. Κοινός παρονομαστής τους να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις μέσα από τη συνέχιση των απολύσεων, να μονιμοποιηθεί η υποαπασχόληση, να καθιερωθεί ένα ελάχιστο εισόδημα (ένα είδος υποκατώτατου μισθού) για όσους εργάζονται, να καταπατηθεί το εργατικό ωράριο.
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, σύμφωνα με δυνατότητα που τους έδινε προηγούμενη ΠΝΠ, τώρα «…δύνανται να παρατείνουν την αναστολή μέχρι του 60% των συμβάσεων που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή…», έως τις 31 Μαΐου. Αυτοί οι εργαζόμενοι -των οποίων θα παραταθεί η αναστολή των συμβάσεών τους- θα έχουν «οικονομική ενίσχυση» 533 ευρώ για ένα μήνα, που «θα χορηγείται κατ’ αναλογία των ημερών της παράτασης» της αναστολής σύμβασης. Η αναστολή των συμβάσεων εργασίας, ωστόσο, θα έχει και συνέχεια καθώς «με κοινή υπουργική απόφαση, των υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας, δύναται να παρατείνεται ο χρόνος της μέχρι τις 30 Ιουνίου 2020». Έτσι με την τεχνική των διαδοχικών «παρατάσεων», υπάρχει η δυνατότητα οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας να ανακαλούνται διαρκώς.
Για να διευκολύνει ακόμα περισσότερο τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που μέχρι σήμερα ανέστειλαν τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, η κυβέρνηση τούς νομιμοποιεί -καθώς θα επανέρχονται στην «κανονικότητα», όπως λέει- να μην προχωρήσουν σε αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων στο σύνολο των εργαζομένων. Τους δίνει την δυνατότητα «να προβαίνουν σε ανάκληση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας τουλάχιστον για το 40% των εργαζομένων, των οποίων οι συμβάσεις τελούν σε αναστολή…». Για το υπόλοιπο 60% των εργαζομένων δεν προβλέπει τίποτα η ΠΝΠ, αφήνοντας ορθάνοικτη την πόρτα της απόλυσης. Αλλά ακόμη και αυτή η «ανάκληση της αναστολής της σύμβασης εργασίας» προβλέπεται ότι μπορεί να είναι προσωρινή, προφανώς με επιχείρημα την εξέλιξη της πανδημίας, οπότε ρυθμίζεται και αυτή η παράμετρος με την ΠΝΠ καθώς, όπως σαφώς διατυπώνεται, «μετά τη λήξη της προσωρινής ανάκλησης αναστολής της σύμβασης εργασίας, συνεχίζεται η αναστολή της σύμβασης».
Μέσα από αυτές τις «ρυθμίσεις» για την αναστολή των συμβάσεων εργασίας η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα, χτίζει το νομοθετικό μονοπάτι ώστε η ανάκλησή τους να γίνει για την πλειονότητα των εργαζομένων οριστική. Δηλαδή, να μετατραπεί σε μαζική απόλυσή τους και μαζική αλλαγή συμβάσεων προς το χειρότερο. Γεγονός που αποτυπώνει και η ΠΝΠ που ορίζει ότι «οι επιχειρήσεις – εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που πλήττονται σημαντικά και έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων υποχρεούνται μετά από τη λήξη του χρόνου παράτασης της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα σαράντα πέντε (45) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας». Η διάταξη αυτή σημαίνει πως η υποχρέωση των εργοδοτών να κρατήσουν στη δουλειά τους εργαζόμενους στους οποίους έχουν αναστείλει τις συμβάσεις εργασίας, να διατηρήσουν τις ίδιες συμβάσεις εργασίας και τις θέσεις εργασίας εξαντλείται στις 45 μέρες. Ενάμιση μήνα, δηλαδή, αφού λήξει ο χρόνος στον οποίο παρατείνεται η αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων, οι εργοδότες θα είναι ελεύθεροι να απολύουν και να αλλάξουν συμβάσεις εργασίας. Ένα τέτοιο τσουνάμι απολύσεων και αλλαγών θα πρέπει να αναμένεται, σύμφωνα με τις ημερομηνίες της ΠΝΠ, στα μέσα Ιουνίου (ή μέσα Ιουλίου, αν γίνει παράταση ανάκλησης των συλλογικών συμβάσεων με νέα κοινή υπουργική απόφαση).
Παράλληλα με την ΠΝΠ επιδιώκεται να παγιωθούν τα μέτρα «ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας», σύμφωνα με τα οποία «οι επιχειρήσεις, των οποίων είχε ανασταλεί η λειτουργία με εντολή δημόσιας αρχής ή ήταν πληττόμενες σημαντικά, προσαρμόζουν το ωράριο εργασίας των εργαζομένων τους με το ωράριο λειτουργίας τους…». Και μιλάμε για παγίωση, γιατί είναι αξιοσημείωτο ότι αυτά τα μέτρα -αν και η ΠΝΠ τα επιγράφει ως «έκτακτα και προσωρινά»- πουθενά στη σχετική διάταξη δεν υπάρχει ημερομηνία παράτασης ή λήξης τους, όπως κάνει σε άλλες διατάξεις.
Η κυβερνητική επιδίωξη να δοθεί στους εργοδότες μόνιμη δυνατότητα καταπάτησης του εργατικού ωραρίου έγινε πιο φανερή και από την ΠΝΠ της 24.4.2020 που επέβαλε «παράταση αναστολής υποχρεώσεων των εργοδοτών προς το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας» η οποία ορίζει πως «η αναστολή της υποχρέωσης του εργοδότη να καταχωρεί, στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς και την υπερεργασία και τη νόμιμη, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, υπερωριακή απασχόληση, πριν την πραγματοποίησή τους, η οποία θεσμοθετήθηκε ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο με την παρ. 1α του άρθρου 4 της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 55), ως ισχύει, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία εξέλιξης του φαινομένου, παρατείνεται μέχρι και την 31η Μαΐου 2020».
Η κυβερνητική πρόθεση για μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας γίνεται ακόμα πιο καταφανής και από το ότι είναι σε ισχύ και η ρύθμιση για την «εκ περιτροπής εργασία για 6 μήνες» που θεσμοθέτησε η ΠΝΠ της 20ης Μαρτίου, σύμφωνα με την οποία «α) Κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ’ ελάχιστο δύο (2) εβδομάδες με περίοδο αναφοράς το μήνα, συνεχόμενα ή διακεκομμένα, β) Ο ανωτέρω τρόπος οργάνωσης της εργασίας γίνεται ανά εβδομάδα και εντάσσεται σε αυτόν τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης».
Σε ισχύ παραμένουν, επίσης, οι διατάξεις των προηγούμενων ΠΝΠ για «μεταφορά εργαζομένων σε επιχειρήσεις του ίδιου Ομίλου», για την «εργασία εξ αποστάσεως» και για «την αναστολή απαγόρευσης πολιτικής επιστράτευσης και κάθε μορφής επίταξης κατά τη διάρκεια απεργίας».
Όλα τα παραπάνω μέτρα σημαίνουν ότι, υπό τον μανδύα της «αντιμετώπισης των συνεπειών της επιδημίας», η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει ένα νομοθετικό καθεστώς που θα καλύπτει :
-μαζικές απολύσεις
-υπαγωγή του 50% του συνόλου των εργαζομένων σε μια επιχείρηση σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας με μισή δουλειά και μισό μισθό το μήνα
-σαρωτική ανατροπή συμβάσεων εργασίας
-διεύρυνση της καταπάτησης του εργατικού ωραρίου
-επιβολή πιο εκμεταλλευτικών μορφών οργάνωσης της εργασίας -ενεργοποίηση απεργοσπαστικών μέτρων.
Αυτή είναι «οικονομική και κοινωνική κανονικότητα» που προετοιμάζει και προαναγγέλλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη: Σκληρότερα αντεργατικά μέτρα που αποτελούν πάγιες αξιώσεις των μεγαλοεργοδοτών οι οποίοι βλέπουν τον κορονοϊό ως την κατάλληλη ευκαιρία για να τα εφαρμόσουν.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr