“Το θεατρικό έργο «Πιο δυνατός και από τον Σούπερμαν» έκανε πρεμιέρα το 1980 στο Grips Theater του Βερολίνου. Η κριτική το χαρακτήρισε ορόσημο, κι’ αυτό ήταν. Για πρώτη φορά τέθηκε με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το θέμα του αποκλεισμού των αναπήρων από το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων και ταυτόχρονα για πρώτη φορά αναδείχτηκε εύστοχα, με ειρωνικό και διασκεδαστικό τρόπο, το ιδεολόγημα της «κανονικότητας» που αποτελεί τη βάση ύπαρξης αυτού του σκανδάλου.
Από τότε μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ανέβηκε σε θέατρα περισσότερων από είκοσι χωρών, από τη Γροιλανδία έως τη Νέα Ζηλανδία. Πέρασαν 38 χρόνια από την παγκόσμια πρεμιέρα και το έργο ανήκει πια στο κλασικό ρεπερτόριο της θεατρικής σκηνής κάποιων χωρών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, καθώς θεωρείται ότι κάθε γενιά πρέπει να έχει την ευκαιρία να το δει και να στοχαστεί γύρω από το θέμα. Σε άλλες χώρες χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες μέχρι να παρουσιαστεί στο κοινό. Η διαφορά ανάμεσα στις χώρες δεν είναι τυχαία, έχει σχέση με το γεγονός ότι από την πρώτη μέρα το «Πιο δυνατός και από τον Σούπερμαν» συνόδευσε και εξέφρασε θεατρικά ένα νέο κίνημα χειραφέτησης των αναπήρων, του οποίου η πρωτοπορία χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση και από την αποφασιστικότητά της να κατακτήσει κοινωνικά και πολιτικά τον απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια – Ένα αγαθό, που το κατέχουμε εξ αδιαιρέτου όλοι οι άνθρωποι και το απολαμβάνουμε από κοινού χωρίς εκπτώσεις και περιορισμούς. Μόλις στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα αξιωνόμαστε να το δούμε στην Ελλάδα.
Καθόλου τυχαίο.
Ο αποκλεισμός των αναπήρων στη χώρα μας εμπεδώθηκε περίπου σαν «φυσικός νόμος», που ορίζει ότι οι ανάπηροι «φυσικά» δε μπορούν να συμμετάσχουν στις κοινωνικές δραστηριότητες που προϋποθέτουν και απαιτούν ιδιότητες ενός «κανονικού», «φυσιολογικού» ανθρώπου. Σχολικά κτίρια, πεζοδρόμια, μέσα μαζικής μεταφοράς, θέατρα, μουσεία, δημόσιες υπηρεσίες θεωρείτο φυσικό να μην είναι προσβάσιμες σε όσους/ες ανήκουν σε αυτή την διακριτή ομάδα πληθυσμού. Και όταν υποδεικνύεται η ύπαρξη τεχνογνωσίας για την εξάλειψη των εμποδίων ανασύρεται το επιχείρημα του κόστους, που «δεν μπορεί να το σηκώσει η κοινωνία για την εξυπηρέτηση μη κανονικών ανθρώπων». Ανάπηρες/οι μαθητές και μαθήτριες απομονώνονται σε ειδικά σχολεία ακόμη και σήμερα, παρόλο που έχουμε την παιδαγωγική γνώση να δημιουργήσουμε και να λειτουργήσουμε ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο όπου μπορούν να μορφώνονται όλα τα παιδιά χωρίς καμιά εξαίρεση, και όλα τα παιδιά να αποκτούν τις γνώσεις που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια. Αλήθεια, ποιος φυσικός νόμος ορίζει ότι για να σπουδάσει ένας άνθρωπος υποκριτική στις κρατικές Δραματικές Σχολές της Ελλάδας δεν επιτρέπεται να είναι ανάπηρος; Η ελπιδοφόρα απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι: Δε θα βρισκόμαστε πίσω για πολύ.
Η άνοδος του έργου και στην ελληνική θεατρική σκηνή από την Συντεχνία του Γέλιου σε συνεργασία με την Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών-Movement of Disabled Artists αποτελεί απόρροια του γεγονότος ότι κι εδώ πια έχουμε ένα κίνημα αλληλεγγύης και συνυπευθυνότητας που δε χειραγωγείται, δεν αποδέχεται εκπτώσεις στη διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων κι’ έχει σύνθημα: «Μηδενική ανοχή» σε κάθε μέτρο και συμπεριφορά καταπάτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας!
Τελικά το έργο δεν αφορά αποκλειστικά την υπόθεση των διακρίσεων και του αποκλεισμού των αναπήρων στη σύγχρονη κοινωνία. Αν ήταν μόνον αυτό δεν θα είχε την επιτυχία που γνωρίζει παντού από τότε που πρωτοπαίχτηκε. Αφορά το ιδεολόγημα της κανονικότητας που εγκαταστάθηκε στην κοινωνία προξενώντας αμέτρητα προβλήματα και άπειρο πόνο. Ποιος ορίζει την κανονικότητα στον κόσμο, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από αυτήν;
Και πως μπορούμε να απαλλαγούμε από κάτι που είναι τόσο βαθιά ριζωμένο; Εάν υπήρχε ένας Σούπερμαν θα μπορούσε να δώσει λύση, αλλά Σούπερμαν δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως κάτι πιο δυνατό και από τον Σούπερμαν. Αυτό δείχνει το πρωτοποριακό έργο και αυτό είναι ένα μήνυμα ελπίδας για την ανθρώπινη κοινωνία”.
Γιώργος Τσιάκαλος
Ομότιμος καθηγητής Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
e-prologos.gr