Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από την εποχή που η λαϊκή και μικροαστική οικογένεια του αστικού κέντρου και της περιφέρειας θεωρούσε την εκπαίδευση το βασικό κανάλι μέσα από το οποίο οι γόνοι της θα εξασφάλιζαν την επαγγελματική τους αποκατάσταση και κοινωνική άνοδο.
Αν γυρίσουμε αρκετά πίσω, στη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80, ήταν κοινή πεποίθηση ότι η ασφαλέστερη και πιο προστατευμένη από τον πληθωρισμό επένδυση που μπορούσε να κάνει η ελληνική οικογένεια ήταν η επένδυση στην εκπαίδευση των παιδιών της.
Η καθολικότητα της προσδοκίας για ανώτατες σπουδές ήταν, μάλιστα, τέτοια που δρομολογούσε την -με οποιαδήποτε θυσία- διοχέτευση ενός ικανού μέρους των οικογενειακών πόρων στην εκπαίδευση των παιδιών, έτσι ώστε να «προγραμματιστεί» με βεβαιότητα η επαγγελματική κατοχύρωσή τους.
Στο πλαίσιο αυτό παραμένουν κλασικά τα λόγια του αγρότη «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσουν» που λιπαίνονται στο έδαφος των υπαρκτών αντικειμενικών δυνατοτήτων για κοινωνική άνοδο μέσω του σχολείου.
Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά. Η απογείωση της ανεργίας και της φτώχειας και η ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων νέων με υψηλό καταληκτικό εκπαιδευτικό επίπεδο στους καταλόγους των ανέργων (εξαιτίας της κρίσης και των όρων διαχείρισής της) πριμοδοτούν και ενισχύουν, μέσα στη γενικευμένη σύγχυση και απογοήτευση, μια στρεβλή ανάγνωση της πραγματικότητας, η οποία, βεβαίως, καθώς είναι βολική και αξιοποιήσιμη από τις κυρίαρχες πολιτικές, προωθείται δεόντως από κάθε είδους «κρατικούς ή ιδιώτες ευγενείς», που, με άκαμπτη ομοφωνία, ξεσκονίζουν τα ρεφρέν τους με το επιχείρημα ότι δήθεν «εκείνο που απουσιάζει δεν είναι οι θέσεις στην αγορά εργασίας αλλά το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που θα τις καλύψει».
Μετατίθεται, κοντολογίς, και μετακυλίεται ανεπαίσθητα και παραπλανητικά το πρόβλημα της ανεργίας από τις δομές ενός συστήματος ­ για το οποίο η παραγωγή και αναπαραγωγή εφεδρικού στρατού ανέργων είναι χρυσοφόρα επένδυση­ στις «πλάτες» των ίδιων των νέων ανέργων που έκαναν το «λάθος» να σπουδάσουν φιλολογία, μαθηματικά, φυσική, ιατρική, αρχιτεκτονική, κοινωνιολογία, βιολογία κ.λπ. σε αριθμούς μεγαλύτερους απ’ ό,τι αντέχει ή επιτάσσει η «θεά» αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από τη φυσικοποίηση του κοινωνικού, διαβρώνονται το κύρος και η αξιοπιστία του σχολικού συστήματος.
Ποιες είναι οι πηγές της δυσαρέσκειας της ελληνικής οικογένειας από το σχολείο; Η πλειονότητα των γονέων θεωρούν ότι η εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ τους στοιχίζει πολύ ακριβά, δεν είναι ικανή να τα προετοιμάσει για την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας.
Ουσιαστικά οι γονείς μέμφονται το σχολείο για αναποτελεσματικότητα η οποία, σύμφωνα με την άποψή τους, εκφράζεται μ’ έναν διπλό τρόπο: από τη μια αναγκάζονται να ξοδεύουν πολλά χρήματα για την εκπαίδευση των παιδιών τους έξω από το σχολείο και από την άλλη οι τίτλοι που παρέχονται δεν προοιωνίζονται επαγγελματική κατοχύρωση και αποκατάσταση.
Από τη μια ο «αγώνας δρόμου» για την κατάκτηση μιας θέσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση κοστίζει πάρα πολύ ακριβά στην ελληνική οικογένεια και από την άλλη η «τιμή» του πτυχίου στην αγορά εργασίας μειώνεται συνεχώς. Αλλά ας δούμε και τις δύο αυτές παραμέτρους αναλυτικά.
1) Ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες
Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων μαθητών φοιτούν σε δημόσια εκπαιδευτήρια. Η ιδιότητά τους όμως αυτή (η μαθητική) βαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό με σημαντικές δαπάνες.
Ηδη, με το άνοιγμα των σχολείων, οι γονείς καλούνται να «επιπλώσουν» τη νέα σχολική χρονιά με τον αναλώσιμο εξοπλισμό που περιλαμβάνει γραφική ύλη, φόρμες και παπούτσια γυμναστικής, «βοηθητικά βιβλία – λυσάρια», τσάντα κ.λπ., που επιβαρύνουν «μετρητοίς» τον οικογενειακό προϋπολογισμό 200-300 ευρώ κατά μέσο όρο και ανάλογα με τη σχολική βαθμίδα.
Αυτή την περίοδο, επίσης, η ελληνική οικογένεια «κλείνει» τα «συμβόλαια» των εξωσχολικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων των γόνων της, «λειτουργία» που τόσο η καθημερινή εμπειρία όσο και η έρευνα αναδεικνύουν ότι έχει ανελαστικό χαρακτήρα.
Αναφερόμαστε, βεβαίως, κατ’ αρχήν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, στα οποία «συνωστίζεται» αναγκαστικά η συντριπτική πλειονότητα του μαθητικού πληθυσμού.
Το ετήσιο κόστος παρακολούθησης φροντιστηρίου ξένων γλωσσών μαζί με την αγορά των βιβλίων και την εγγραφή αρχίζει κατά μέσο όρο και ανάλογα με τη βαθμίδα από 350 και ξεπερνάει τα 700 ευρώ αν ο μαθητής βρίσκεται στη φάση των εξετάσεων για τα διπλώματα (π.χ. Lower, Proficiency).
Στη «σειριακή σειρά» σχολείο – φροντιστήριο ξένων γλωσσών προστίθενται, κυρίως στις ηλικίες των μαθητών του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι γνωστές «εξωσχολικές δραστηριότητες» των μαθητών και οι δαπάνες που τις συνοδεύουν: ωδεία (μουσικά όργανα), σχολές χορού (μπαλέτο), γυμναστήρια, κολυμβητήρια, «καράτε», καθώς και τα «νεοφώτιστα» φροντιστήρια computer ή τα καλυμμένα φροντιστήρια «απασχόλησης» για παιδιά του Δημοτικού θα «ροκανίσουν» και φέτος τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, απαιτώντας κατά μέσο όρο 1.000-1.500 ευρώ ετησίως, πέρα από τις δαπάνες για τα «αξεσουάρ» (κιθάρες, στολές κ.λπ.) που ο τιμοκατάλογός τους δεν έχει αρχή και τέλος!
Η δαπάνη, όμως, που «ξαφρίζει την κρέμα» του «σχολικού προϋπολογισμού» της ελληνικής οικογένειας είναι τα φροντιστήρια γενικών μαθημάτων και τα ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία όσο περισσότερο εντείνεται το παιχνίδι του ανταγωνισμού περιλαμβάνουν στο «πελατολόγιό τους» ολοένα και μικρότερες ηλικίες.
Ετσι, ο μαθητής του Γυμνασίου που θα παρακολουθήσει φροντιστήριο θα «κοστίσει» στην οικογένειά του περίπου 1.000 ευρώ ετησίως, ενώ στην περίπτωση του 17χρονου που ετοιμάζεται για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η δαπάνη μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο και κυμαίνεται από 3.500 ευρώ έως και 6.000 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο!
2) Επένδυση και απόδοση
Εδώ, βέβαια, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε τα εξής: Η κοινωνικο-οικονομική θέση της οικογένειας προσδίδει μια διαφορετική σημασία στο «κόστος» και στο «όφελος» που αφορούν την πρόσβαση σε ένα δεδομένο επίπεδο σπουδών.
Η αναφορά που κάνουμε αφορά κυρίως τα μικροαστικά και ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που σε μια προηγούμενη περίοδο είχαν τη δυνατότητα και επένδυαν στην εκπαίδευση των παιδιών τους, με στόχο την επαγγελματική και κοινωνική άνοδό τους.
Εδώ η εκπαίδευση, εκ των πραγμάτων, αντιμετωπίζεται ως καταναλώσιμο αγαθό και βέβαια, έτσι, είναι αδύνατο να διαχωριστεί από το «επενδυτικό στοιχείο» που παραπέμπει στη μελλοντική «εισοδηματική απόδοση».
Και όσο η ανεργία απειλούσε και έθιγε μόνο τους μη εκπαιδευμένους νέους που στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονταν από τις πιο φτωχές οικογένειες, η κριτική κατά του σχολείου παρέμενε εντός κάποιων ορίων, καθώς το ίδιο θεωρούνταν «ανεύθυνο».
Από τη στιγμή, όμως, που η επαγγελματική ανασφάλεια άρχισε να «σαρώνει» και τα διαπιστευτήρια του σχολείου, τα απολυτήρια και τα πτυχία, οι επικρίσεις εναντίον του διευρύνονται, αφού η μείωση της κοινωνικής απόδοσης των τίτλων στην αγορά εργασίας, το εύρος της ετεροαπασχόλησης και της ανεργίας των νέων πτυχιούχων βιώνονται, πλέον, ως ανικανότητα του ίδιου του σχολείου, που φαίνεται αναποτελεσματικό σε σχέση με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Με λίγα λόγια, το σχολείο δέχεται τα πυρά καθώς προβάλλεται ως υπεύθυνο για το ότι το επενδυόμενο κεφάλαιο για σπουδές (φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.λπ.) δεν έχει πια την ποθητή «αποδοτικότητα».
Οταν, λοιπόν, η φοίτηση στην κατ’ επίφαση ονομαζόμενη δωρεάν εκπαίδευση συνοδεύεται από υψηλές ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες, ενώ την ίδια στιγμή το σύστημα απασχόλησης απαξιώνει το εκπαιδευτικό της «προϊόν», τον απολυτηριούχο του Λυκείου ή τον πτυχιούχο των ΑΕΙ, όταν η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο κοστίζει στην ελληνική οικογένεια πολλούς μισθούς ετησίως για κάθε παιδί και η έξοδος από αυτό δεν εξασφαλίζει βέβαιες επαγγελματικές και κοινωνικές προοπτικές, είναι φυσικό η ελληνική οικογένεια με παιδιά σχολικής ηλικίας να βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας, τόσο περισσότερο όσο ασθενέστερη οικονομικά είναι.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το