Ελεύθερη μετάφραση κειμένου του Ruairi Wood που δημοσιεύτηκε στο amityunderground.com
Δεκαέξι χρόνια μετά την αποκήρυξη των ισχυρισμών ότι η εισβολή στο Ιράκ εξαπολύθηκε για την αρπαγή των πόρων του, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, εκπροσωπούμενες από πρώην αρχιτέκτονες της εισβολής, οι οποίοι μετακινήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, διαφημίζουν πλέον απροκάλυπτα τα συμβόλαιά τους για έρευνα και παραγωγή από τις ιρακινές πετρελαιοπηγές σε πιθανούς επενδυτές.
Η βρετανική εταιρεία πετρελαίου και αερίου BP κέρδισε το συμβόλαιο λειτουργίας της πετρελαιοπηγής Ρουμάιλα το 2009 και τώρα περηφανεύεται για τις παραγωγικές της δυνατότητες στο Twitter. Η Ρουμάιλα είναι τεράστια. Σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, αποτελεί το τρίτο μεγαλύτερο απόθεμα αργού πετρελαίου στον πλανήτη, από όπου αυτή τη στιγμή παράγεται πετρέλαιο αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων ημερησίως – ποσό αρκετό για να καλυφθούν οι ετήσιες υγιειονομικές ανάγκες όλου του Ιράκ κατά την αμερικανική κατοχή μέσα σε πέντε μέρες.
Ένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της BP αυτή τη στιγμή είναι Σερ Τζον Σόουερς, πρώην επικεφαλής της MI6 από 2009 εως το 2014 και ειδικός απεσταλμένος στο Ιράκ κατά τη διάρκεια της κατοχής, εξαργύρωσε μερικές χάρες και προσελήφθη στην BP ως ανεξάρτητος μη εκτελεστικός διευθυντής το 2015, ένα χρόνο αφού είχε αποχωρήσει από την MI6 και δύο χρόνια μετά αφού η τελευταία είχε αποκτήσει την άδεια να εκμεταλλευτεί ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα μαύρου χρυσού στον πλανήτη.
Τον Μάρτιο του 2003 λίγο πριν η Βρετανία πάει στον πόλεμο, H BP απέρριπτε αναφορές για συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ για το ιρακινό πετρέλαιο ως «εξαιρετικά ανακριβείς» και αρνείτο ότι έχει οποιοδήποτε στρατηγικό συμφέρον στο Ιράκ, ενώ ο Μπλερ περιέγραφε τη «θεωρία συνωμοσίας του πετρελαίου» απλά ως «την πλέον παράλογη».
Ωστόσο, σημειώματα που αποκάλυψε η εφημερίδα Independent το 2011 λένε μια πολύ διαφορετική ιστορία. Σε μια σειρά συναντήσεις το 2003, η BP αποκάλυψε ότι είχε προσεγγίσει τη βουλευτή των Εργατικών Ελίζαμπεθ Σίμονς, ώστε να πιέσει την κυβέρνηση Μπλερ για μερίδιο στη λεία του πολέμου στο Ιράκ, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων.
Στα πρακτικά από μια συνάντηση με τις BP, Shell και BG την 31η Ωκτωβρίου του 2002 διαβάζεται: «Η Βαρώνη Σίμονς συμφώνησε ότι θα ήταν δύσκολο να χάσουν οι βρετανικές εταιρείες στο Ιράκ, από τη στιγμή που το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε εμφανής υποστηρικτής της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της κρίσης».
Κατόπιν η υπουργός υποσχέθηκε, «να ενημερώσει τις εταιρείες μέχρι τα Χριστούγεννα», όσον αφορά τις προσπάθειες πίεσης (στην κυβέρνηση).
Το Υπουργείο Εξωτερικών επίσης κάλεσε την BP την 6η Νοεμβρίου του 2002, για να συζητηθούν οι ευκαιρίες στο Ιράκ «μετά την αλλαγή του καθεστώτος». Στα πρακτικά αναφέρεται: «Το Ιράκ είναι το μεγάλο πετρελαϊκό απόκτημα. Η BP θέλει απελπισμένα να πάει εκεί και ανησυχεί μήπως οι πολιτικές συμφωνίες της στερήσουν αυτήν την ευκαιρία».
Όχι για πρώτη φορά στην ιστορία της, (βλέπε το πραξικόπημα του 1953 στο Ιράν), η BP έπεισε την βρετανική κυβέρνηση να αποσπάσει με τη βία τους πόρους ενός άλλου αυτεξούσιου έθνους, ώστε να ενισχυθούν οι μετοχές μεγάλων εταιρειών όπως αυτή. Τύποι που συνεχώς στριφογυρίζουν στην περιστρεφόμενη πόρτα μεταξύ στρατιωτικών και κυβερνητικών θέσεων, όπως ο Σερ Τζον Σόουερς, αναμφίβολα κέρδισαν πολλά με τη μορφή εταιρικών μερισμάτων και τεράστιων μισθών. Για την ακρίβεια, ο Σόουερς είναι πλέον τακτικός στα συνέδρια της Μπίλντεμπεργκ, παρέα με τη Χίλαρι Κλίντον και τον Τζορτζ Μπους. Μάλλον τα πηγαίνουν μια χαρά.
Το μόνο κόστος ήταν εκατό χιλιάδες άμαχοι Ιρακινοί.
Τουλάχιστο τώρα μπορούμε να καταλήξουμε ότι ναι, ο πόλεμος του Ιράκ ήταν για το πετρέλαιο.
prologos.gr
e-prologos.gr