Ελβετία – Γαλλία – ΗΠΑ (2018)
Ο Αϊτινός Ραούλ Πεκ, γνωστός μας από το “Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς”, μετατρέπει εύστοχα σε κινηματογραφικό ντοκουμέντο το λόγο του στρατευμένου Αφροαμερικανού διανοούμενου και συγγραφέα Τζέιμς Μπόλντουιν [1924 – 1987], (ο οποίος στη διάρκεια των 10ετιών του ’60 και του ’70 επεξεργάστηκε τις διαχρονικές διαστάσεις του φυλετικού ζητήματος), συνθέτοντας με καθαρούς πολιτικούς όρους ένα άρτιο πορτραίτο-γροθιά της σύγχρονης Αμερικής.
Με αφορμή το βίαιο τέλος (και σε δεύτερο πλάνο τη ζωή και τη στράτευση) των τριών κορυφαίων Αφροαμερικανών ηγετών -κανείς από τους οποίους δεν έφτασε τα σαράντα- του Μέντγκαρ Έβερς (1925-1963), του μαύρου ακτιβιστή από το ρατσιστικό Μισισιπή, του ηγέτη των Μαύρων Πανθήρων Μάλκολμ – Χ (1925 – 1965) και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929 – 1968), του μαύρου θεολόγου που ηγήθηκε του κινήματος της “παθητικής αντίστασης”, ο Μπόλντουιν, που συνδέθηκε εν ευθέτω χρόνω και με τους τρεις άντρες, (και κατ’ επέκταση ο Πεκ – αναφερόμενος κυρίως στο ημιτελές συγγραφικό πόνημα του Μπόλντουιν «Remenber this House»), επιχειρεί μιαν ενδελεχή ανάλυση της μακραίωνης ιστορίας καταπίεσης κι εκμετάλλευσης των μαύρων της Αμερικής, εστιάζοντας κυρίως στις πρώτες μεταπολεμικές 10ετίες, φωτίζοντας με επάρκεια όλες τις πτυχές της λευκής κυριαρχίας.
Επαναφέρουμε την παρουσίαση της εξαιρετικής ταινίας του Ραούλ Πεκ, όχι μόνο επειδή το θέμα της επικαιροποιείται τα μέγιστα λόγω του πρόσφατου καυτού αμερικανικού μήνα, επ’ αφορμή της δολοφονίας του Αφροαμερικανού Τζωρτζ Φλόιντ, αλλά και γιατί πρόκειται κατά γενική ομολογία για μία από τις σημαντικότερες πολιτικές ταινίες των τελευταίων 10ετιών. Ως τεκμηριωμένη δε πολιτική καταγγελία, παραπέμπει, ως προς τον τόνο κυρίως, στο αμερικάνικο πολιτικό σινεμά που γέννησε το αντιπολεμικό κίνημα της 10ετίας του ’60 και οι εξεγέρσεις των αμερικάνικων πανεπιστημίων μεταξύ ’68 και ’70.
Μέσω του λόγου ενός από τους σημαντικότερους Αφροαμερικανούς διανοητές και συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου, που ζωντανεύει καθηλωτικά από παλλόμενα πλάνα και εικόνες, ο άγριος, εξοντωτικός ρατσισμός της λευκής Αμερικής, ερμηνεύεται κατ’ αρχήν ως μια υπόθεση ταξικής κυριαρχίας. “Το «λευκός», είναι μια μεταφορά για την εξουσία. Κι αυτός δεν είναι παρά ένας τρόπος για να περιγραφεί η τράπεζα Chase Manhattan”, σημειώνει ο Μπόλντουιν. “Όλες αυτές οι ιστορίες” (αναφέρεται στις κλασικές καουμπόικες ταινίες όπου “ηρωικοί” λευκοί τιμωρούν τους “κακούς” Ινδιάνους), “φτιάχτηκαν για να μας πείσουν ότι κανένα έγκλημα δεν διαπράχτηκε, μετατρέποντας σε θρύλο μια μαζική σφαγή. […] Η διαρκής προσφυγή στο δήθεν ανθρωπισμό της Δύσης, είναι η απόδειξη ότι η λευκή Ιστορία, στερείται ηθικής βάσης. Η «λευκή ευημερία» κόστισε εκατομμύρια ζωές. […] Οφείλουμε να καταλαβαίνουμε ότι όταν μιλάμε για δημοκρατία, μιλάμε στην πραγματικότητα για το «λευκό αμερικανικό όνειρο». […] Δεν μου χρειάζεται να ξέρω αν τα μέλη του ενός ή του άλλου λόμπυ με μισούν ή όχι. Μου φτάνει να ξέρω ότι με κρατάνε στο γκέτο. […] Όσοι από δαύτους ισχυρίζονται ότι νοιάζονται, ψεύδονται. Νοιάζονται μόνο για την ασφάλεια και τα κέρδη τους. […]” [Απευθυνόμενος στον (λευκό) αμερικανό μεταφυσικό φιλόσοφο Πωλ Βάις].
Αποφεύγοντας συστηματικά τον διδακτισμό, ο Πεκ κλιμακώνει ιδανικά την αφηγηματική ροή, εναλλάσσοντας στους δέοντες χρόνους πολιτικές αναγωγές και ιστορικά παραδείγματα (με τον τρόπο του Μπόλντουιν), υποστηρίζοντάς την με βιντεοσκοπημένο αρχειακό υλικό, δυνατές εικόνες και σφιχτό μοντάζ, μεταμορφώνοντας σε ζώσα κατά το δυνατόν εμπειρία την κατάθεση του Μπόλντουιν. Ενδιαφέρουσα συμμετοχή ο Σάμουελ Τζάκσον στην επιβλητική αφήγηση.
Ο Μπόλντουιν (και μέσω αυτού ο Πεκ), εξαντλεί κυριολεκτικά το θέμα του. Από τον ρόλο της απλήρωτης ή εξευτελιστικά φτηνής μαύρης εργασίας στο χτίσιμο της αμερικανικής “υπεροχής”, ως τη μισαλλοδοξία και την εθελοτυφλία της μεσαίας τάξης, τη σταθερή παρεμβολή του αστυνομικού κράτους και των λευκών “δημοκρατικών” ηγετών (“Είμαστε εδώ 400 χρόνια, είμαι ένας απ’ αυτούς που έχτισαν αυτή τη χώρα, και ο Μπόμπι Κέννεντι -που μας πρωτογνώρισε χτες- μας λέει ότι αν είμαστε «καλοί», μπορεί σε σαράντα χρόνια να βγάλουμε και πρόεδρο”), ο μαύρος διανοητής τεκμηριώνει το ρόλο του ρατσισμού -ως εγγενούς χαρακτηριστικού του συστήματος (λευκής) εξουσίας, δηλ. της διαιώνισης του ταξικού διαχωρισμού και της ταξικής κυριαρχίας του λευκού πλουτοκράτη. Ο Πεκ δεν παραλείπει τη σύνδεση με το πρόσφατο κύμα αστυνομικής καταστολής και δολοφονιών μαύρων εφήβων, καταδεικνύοντας ότι η ρατσιστική βία εξακολουθεί να είναι λίαν χρήσιμη στο σύστημα.
Υποψήφια για Όσκαρ ντοκυμαντέρ το 2017, η ταινία δεν πρώτευσε στην κατηγορία, ο Μπόλντουιν είχε παρόλα αυτά την τιμητική του. Ο σκηνοθέτης Μπάρι Τζένκινς μετέφερε στον κινηματογράφο ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα του πρώτου (“Αν η Μπιλ Στριτ μπορούσε να μιλήσει”), και το “Moonlight” βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
“Εγώ δεν είμαι νέγρος. Είμαι άνθρωπος. Το «νέγρος» αποτελεί επινόηση. Αυτό για το οποίο πρέπει να αναρωτηθεί η λευκή κοινότητα, είναι για ποιο λόγο επινοήθηκαν οι «νέγροι»”.
Παραθέτουμε με την ευκαιρία αποσπάσματα από παλιότερη συνέντευξη του Αϊτινού σκηνοθέτη στο περιοδικό Point of View Magazine: «Διαβάζοντας τον Μπόλντουιν […] γύρω στα 16 ή τα 17, ήταν σαν να ανακάλυπτα έναν καινούργιο τρόπο να κατανοώ τον κόσμο. […] Ο τρόπος με τον οποίο αναλύει μια πολιτική κατάσταση, ιστορικές συγκυρίες· ο τρόπος με τον οποίο αποδομεί την κινηματογραφική παραγωγή, το Χόλυγουντ, και όλη την κουλτούρα της εικόνας, την όλη κατασκευή της “μαύρης” εικόνας… […] Η ανάλυση του Μπόλντουιν έθεσε τα θεμέλια. Είναι πάντα αληθινή. […] Δεν μπορείς να παρακολουθήσεις αυτήν την ταινία και να πεις: “ακόμα δεν το πιάνω”. Όχι. Το πιάνεις. […] Η μόνη ερώτηση που μένει αναπάντητη, είναι τι κάνεις γι’ αυτό. Είτε κάνεις κάτι είτε δεν κάνεις, θα πληρώσεις το τίμημα. […] Ο Μπόλντουιν είπε: “Δεν μπορείς να με λυντσάρεις ή να με κρατάς στο γκέτο, χωρίς να γίνεις ένα τέρας ο ίδιος”. […] Έτσι λοιπόν το άτομο, είτε πρόκειται γι’ αυτουργό είτε για σιωπηλό παρατηρητή, είναι μέρος του προβλήματος. Και αυτό λέει αυτή η ταινία, τελικά».
Μια αφυπνιστική μαρτυρία, ένα βουερό σάλπισμα για στράτευση στον αγώνα για πραγματική ελευθερία.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr