Δημήτρης Μαυρίδης
Ένας από τους φόβους που ενέσπειρε το εκπαιδευτικό σύστημα στις μεταπολεμικές γενιές ήταν και αυτός της εξαφάνισης της ελληνικής γλώσσας. Μεγάλος αριθμός δοκιμίων διαβάστηκε και στο υποσυνείδητο του κάθε απόφοιτου λυκείου εντυπώθηκε η απειλή των κυρίαρχων ευρωπαϊκών γλωσσών, των νεολογισμών και προσφάτως των γκρήκλις. Οι περισσότεροι ειδικοί μιλούσαν για «κακοποίηση» της γλώσσας μας από ένα εύρος ομιλητών που περιελάμβανε αφενός ανθρώπους της βιοπάλης – ενίοτε χρήστες της αργκό – και αφετέρου δημόσια πρόσωπα όπως δημοσιογράφους και πολιτικούς με εξαιρετικές επιδόσεις σε σολοικισμούς και βαρβαρισμούς.
Ωστόσο, η γλώσσα μας εξακολούθησε να παραμένει αλώβητη στις μέρες μας, ακόμα και κάτω από τις δυσμενείς γι’ αυτήν συνθήκες επιβολής του λεξιλογίου της τεχνολογικής και ψηφιακής επανάστασης. Θα ισχυριζόταν, λοιπόν, κάποιος ότι η «κακοποίηση» των λέξεων και εν γένει ο γλωσσικός εκτροχιασμός δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην εξαφάνιση της γλώσσας, γιατί, συνήθως, η έγκαιρη επέμβαση των γλωσσολόγων επαναφέρει τους ομιλητές στις ράγες του συντακτικού και της γραμματικής διορθώνοντας το λάθος και επικρίνοντας την ημιμάθεια του πομπού.
Ωστόσο, από την «κακοποίηση» μεγαλύτερη βαρύτητα έχει η λέξη «δολοφονία». Γιατί η δολοφονία είναι ακρωτηριασμός, είναι οριστική απώλεια. Και η δολοφονία της γλώσσας συντελείται με το σταδιακό ακρωτηριασμό της. Και αυτή είναι μια πράξη που τον τελευταίο καιρό συναντάται ολοένα και περισσότερο με φανερό – δημόσιο τρόπο και όχι σε λανθάνουσα μορφή και που μάλλον έχει διαφύγει από την προσοχή των γλωσσοφυλάκων ειδικών.
Συγκεκριμένα, εδώ γίνεται λόγος για την απαλοιφή του οριστικού άρθρου στην αιτιατική πτώση του και στα τρία γένη (τον, την, το) και στους δύο αριθμούς είτε στην απλή είτε στην εμπρόθετη μορφή του. Καθημερινά γινόμαστε αυτήκοοι μάρτυρες και αναγνώστες φράσεων όπου χρησιμοποιείται ένα ουσιαστικό μετά από ένα ρήμα, σε θέση συγκεκριμένου, καθορισμένου αντικειμένου χωρίς τη χρήση του οριστικού άρθρου μπροστά απ’ αυτό και – ακόμα χειρότερα – ενός ουσιαστικού στη θέση εμπρόθετου προσδιορισμού του τόπου χωρίς την πρόθεση με το άρθρο! Για τους αδαείς σημειώνουμε ότι εμπρόθετος προσδιορισμός χωρίς την πρόθεση είναι αντίστοιχο του να ζητάς από τον περιπτερά άφιλτρο τσιγάρο βιοφίλτρου.
Έτσι, συχνά ακούμε «Αγαπάμε Κιλκίς», «Λατρεύουμε Ρέμο», «Ψωνίζουμε Λάρισα», «Μένουμε Ελλάδα» και διάφορα άλλα παρόμοια καλούδια. Φυσικά, πρόκειται για έναν -φαινομενικά- ακατανόητο λεκτικό ακρωτηριασμό που ξεκίνησε από το γνωστό «πάμε πλατεία» της δεκαετίας του ’90 και, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε νεοεμφανιζόμενη ανοησία, υιοθετήθηκε αμέσως από πολλούς ανθρώπους κάθε ηλικίας και δη ιδιοκτήτες καταστημάτων σε ταμπέλες Comic γραμματοσειράς για δημιουργία δήθεν περιπαιχτικής και ανάλαφρης διάθεσης. Τόσο ανάλαφρης όσο και η ίδια η σημασία της ανόητης φράσης. Ας επιχειρήσουμε, όμως, να φανερώσουμε την ουσία του λάθους και τις πιθανές αιτίες της ακούσιας και εκούσιας εξαφάνισης από κάποιους του οριστικού άρθρου.
Λόγω της φύσης του οριστικού άρθρου, δηλαδή του άρθρου που επινοήθηκε ή καθιερώθηκε για να δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο (ορισμένο) πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, ακούγοντας τη φράση «αγαπάμε Κιλκίς, Αθήνα, Θεσσαλία κλπ», στην οποία αυτό δε συνοδεύει το αντικείμενο, το αντικείμενο στο μυαλό μας όσον αφορά την πρόσληψη του μηνύματος λαμβάνει τη σημασία επιρρηματικού προσδιορισμού του τρόπου. Δηλαδή, συμβαίνει το εξής παράδοξο: ότι μάλλον αγαπάμε να κάνουμε αυτό που σημαίνει η πόλη ή εν προκειμένω το γεωγραφικό διαμέρισμα, δηλαδή μου αρέσει να κιλκισεύω, να αθηνεύω, να θεσσαλιάζω κλπ, πράγμα που και νοήματος στερείται και που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Επίσης, σ’ ό, τι αφορά την εμπρόθετη μορφή του άρθρου, με την παράλειψή του δημιουργούνται ευτράπελες παρεξηγήσεις του τύπου «ψωνίζουμε και μια Λάρισα μαζί με τα φουτεράκια και τα βραχιολάκια» ή «παραμένουμε Έλληνες και διατηρούμε την εδαφική μας ακεραιότητα σε πείσμα όλων αυτών που από την εμφάνιση του εκλεκτού αυτού έθνους συνωμοτούν εναντίον μας και θέλουν το κακό μας». Κι εδώ πάλι στο μυαλό του δέκτη το ουσιαστικό μπορεί να προσληφθεί με την έννοια προσδιορισμού του τρόπου και να εκληφθεί ως «ψωνίζουμε αλά λαρισέτα» ή «συμπεριφερόμαστε ελληνοπρεπώς». Συνεπώς, τα αποτελέσματα από την παράλειψη του εν λόγω άρθρου σε συγκεκριμένα λεκτικά σύνολα -ντεμέκ συνθήματα- είναι εμφανώς κωμικοτραγικά.
Οι αιτίες θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν σε παράγοντες κυρίως ψυχολογικούς – ατομικούς και όχι τόσο σε κοινωνικούς – συλλογικούς. Γιατί, και καλά, την κοτσάνα την επινοεί ένας, κάποιος, ο άλφα ή ο βήτα σε μια στιγμή αδυναμίας του υπερεγώ του να συγκρατήσει μια διαρροή βλακείας του θυμικού του. Οι υπόλοιποι, όμως, γιατί να ενδίδουν στον πειρασμό και να την υιοθετούν άκριτα; Γιατί απλούστατα υπερισχύει ο μιμητισμός του ατόμου σε μια προσπάθειά του να ευθυγραμμιστεί με το συρμό, ώστε να είναι αρεστό από τους άλλους. Εν προκειμένω, όμως, επιτυγχάνεται το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Γιατί πέρα από το ότι προκαλείται η προαναφερθείσα σύγχυση στο μυαλό του δέκτη, ο τελευταίος ξενίζεται από την απουσία μιας λεξούλας καθοριστικής για τη διεξαγωγή μιας συζήτησης σοβαρής και με όρους αλληλοσεβασμού των συνομιλητών. Πόση άραγε σοβαρότητα και αξιοπιστία μπορεί να εμπνέει ένας άνθρωπος που λέει ότι «αγαπάει Ρέμο» ή «μένει παραλία»; Ένας άνθρωπος που προφανώς μιμήθηκε αυτόν τον τρόπο εκφοράς του λόγου από κάποιον πανελίστα ή ινφλουένσερ που μεταφράζει ο δυστυχής ανεπιτυχώς κατά λέξη αντίστοιχες εκφράσεις της αγγλικής παραλείποντας το οριστικό άρθρο εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται, ακρωτηριάζοντας τη δική του γλώσσα.
Θα πρέπει, λοιπόν, κάποια στιγμή να γίνει κατανοητό ότι οι συγκεκριμένες λεξούλες έχουν το δικό τους ρόλο στη διεξαγωγή της επικοινωνίας σε μια χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα που αποτελεί προϊόν διανοητικής επεξεργασίας πολλών ετών. Ιδιαίτερα η ηθελημένη ή ακούσια παράλειψη του εμπρόθετου οριστικού άρθρου δεν είναι μόνο γλωσσικά ακαλαίσθητη, αλλά και καταστρεπτική στη διαδικασία εξαγωγής νοήματος σε μια συζήτηση. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στο σημείο να ακούσουμε και το «φεύγουμε Ελλάδα» και να αναρωτιόμαστε αν οι άνθρωποι αυτοί ταξιδεύουν στην Ελλάδα, αναχωρούν από τη χώρα ή μήπως αποφεύγουν την Ελλάδα. Είναι βέβαιο πως και άλλοι «ακρωτηριασμοί» αυτού του είδους θα ακολουθήσουν με πρώτα θύματα τα διάφορα μόρια -οι μικροί και αδύναμοι πάλι- της ελληνικής γλώσσας, όπως το «θα» και το «ας» και κάπως έτσι θα ολοκληρωθεί το θέατρο του παραλόγου που βιώνουμε. – Πάμε μπάλα; – Πάμε. – Όχι τώρα, αύριο. – Πάμε. – Είπαμε, όχι τώρα, αύριο. – Αυτό είπα κι εγώ, αύριο. – Καταλαβαίνουμε όμως, γιατί αγαπάμε φίλο… Λόλα να ένα μήλο.
Μαυρίδης Δημήτρης
e-prologos.gr