«Τι είναι αυτά τα φώτα στη ράχη; Επιτάφιος; Αύγουστο μήνα;». Τη νύχτα της Πέμπτης η Ευαγγελία Μιχελή είχε βήχα. Δεν την έπιανε ύπνος. Μεσοβραδίς πήγε στο παράθυρο και είδε σειρά από φώτα στη ράχη του λόφου. Εμοιαζαν με κεριά. Οχι.
Ποιος θα ξεχώριζε άραγε στις ράχες του καμένου λόφου τις οθόνες κινητών του Σαΐντ, του Ραζ και των άλλων που βγήκαν 4 το πρωί στο Νερονήσι και από εκεί στις πίσω ακτές και στο λιμάνι του Αϊ-Γιώργη.
«Α, τούτοι ήταν. Καλά το φαντάστηκα», είπε το πρωί της 24ης Αυγούστου, Παρασκευής, που ξημέρωσε, με τους περίπου 30 πρόσφυγες από Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη.
«Λαθρομετανάστες», κατά τον ορισμό των εδώ βαρκάρηδων που έτρεχαν ξημερώματα, όπως κάθε ξημέρωμα εδώ και χρόνια, για να τους σώσουν.
Ανάμεσα σε αυτούς τους όχι αρκετούς πλέον για πρωτοσέλιδα, και η πεντάχρονη Α. από τη Γάζα. Να σκούζει, να ουρλιάζει σε όλη τη διαδρομή. Και η μάνα δίπλα να την τραβά.
«Τα ‘χει χάσει τελείως», λέει ο Σαΐντ στον λιμενικό καθώς μπαίνουν στο πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για Πυθαγόρειο.
Γάζα, Χαλέπι, Βαγδάτη, Τουρκία, Αγαθονήσι, Πυθαγόρειο – διαδρομή που γνωρίζει η 85χρονη Ευαγγελία από το Μικρό Χωριό στο Αγαθονήσι.
Σε μια πορεία ανάποδη. Οταν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο δικός της τόπος, το Πυθαγόρειο της Σάμου, καιγόταν καθώς οι Γερμανοί το βομβάρδιζαν και πήραν κι αυτοί τον δρόμο της προσφυγιάς.
Το μεγάλο ταξίδι
«Καλοκαίρι ήταν του 1942. Εκείνο το βράδυ το ‘σκασα από τη μάνα μου και πήγα και χώθηκα σε κάτι κουμαριές γιατί φοβόμουνα. Δέκα χρονών ήμουν.
Αποβραδίς γύριζαν τα αεροπλάνα, βομβάρδιζαν το Πυθαγόρειο στη Σάμο και το πρωί ο κόσμος έφευγε. Δύο αδερφάδες ήμασταν, με τον πατέρα και τη μάνα μου.
Την αυγή μπήκαμε πάλι στην τράτα, είχε και Ιταλούς μέσα που φύγανε μαζί μας γιατί φοβόντανε, και περάσαμε στο Κουσάντασι.
Εκεί βγήκαμε έξω και οι Τούρκοι τούς τακτοποιούσανε σε χάνια. Μετά από τρεις μέρες μάς βάλανε στα βαγόνια και περάσαμε Συρία. Οταν πιάναμε σταθμό, μας είχαν από εδώ σε απέραντο μέρος σε σκάμνες τον καφέ, το γάλα, τη μαρμελάδα, το ψωμί. Νύχτα εννοώ.
Και κατεβαίναμε από το τρένο και σταματούσαμε. Δεν ξέραμε πού μας πηγαίνανε. Αλλά μας τα είχανε όλα έτοιμα. Από μια κουβέρτα, πιρούνι, κουτάλι, μια καραβανίτσα, και μπαίναμε πάλι μετά στο τρένο μέσα.
Οταν φτάσαμε στη Συρία στα σύνορα, εκεί πάλι είχανε στήσει σκηνές. Μας κοιτάξανε τον κόσμο για ψείρες. Είχανε στήσει τον κλίβανο. Βάζανε τα ρούχα στον κλίβανο. Κάναμε το μπάνιο μας, μας δίνανε πετσέτες και μετά πήγαμε στο Χαλέπι.
Κάτσαμε εκεί λίγο. Και μετά πήγαμε στη Γάζα.
«Μας κάναν και σχολείο»
Στη Γάζα είχανε έτοιμα τα αντίσκηνα για κάθε οικογένεια, εμείς ήμασταν τέσσερις και είχαμε τέσσερα κρεβάτια.
Τα αντίσκηνα ήταν μεγάλα, ο κόσμος πολύς. Από Σάμο, Χίο, Μυτιλήνη, μας ταχτοποιούσανε ανά νησί. Μας είχανε εκεί τις βρύσες, τα φαγητά που παίρναμε το πρωί, μας είχανε με συρματοπλέγματα.
Και από κει κάτω ήταν οι αραπάδες. Δε μας πείραζαν οι άνθρωποι. Είχανε τα περιβόλια τους. Πορτοκάλια και τέτοια πράγματα. Μπαίναμε και κόβαμε πολλά στάρια.
Ημασταν πολλοί Ελληνες. Πάρα πολλοί. Για να σου δώσω να καταλάβεις, τρεις πρώτες τάξεις. Μας κάναν και σχολείο. Εγώ πήγα σχολείο στην πρωτεύουσα της Γάζας.
Μετά πήγαμε στις πηγές του Μωυσή. Στο Σουέζ. Στο Πορτ Σάιντ. Εκεί μας βάλανε σε κάτι βάρκες μέσα. Από κει βλέπαμε κάτι σημαδούρες και λέμε, πάνε να μας πνίξουνε. Και κάναμε τον σταυρό μας. Και κλαίγαμε. Αλλά δεν ήτανε.
Ηταν οι σημαδούρες για να μας βγάλουν στο λιμάνι. Πιο πολλά γράμματα έμαθα εκεί παρά στο χωριό μου.
Μετά από εννέα μήνες, ξεσηκωθήκαμε, γυρίσαμε στο Πυθαγόρειο το 1943. Με τα σωσίβια ήμασταν.
Προσφυγιά δεν θυμάμαι. Οι άνθρωποι μας βλέπαν και θέλανε να μας προσφέρουνε το παν. Και ας μη μας γνωρίζανε. Δηλαδή έχεις ανάγκη αυτό δα, τρέχανε και ας μην ήξεραν.
Πού ήξερε ο καθένας τι είναι και τι δεν είναι. Απλοί άνθρωποι. Είχε και αγκάθια, είχε και τριαντάφυλλα. Εγώ αυτό που έχω να θυμάμαι είναι πως κοίταζαν αυτοί με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσουν. Αυτό θυμάμαι.
Εμείς δεν ήμασταν οι πρόσφυγες όπως τούτοι εδώ σήμερα με την ψυχή στα δόντια. Γιατί γυρίσαμε στις πατρίδες μας και τα βρήκαμε πάλι. Και τα σπίτια μας και όλα μας.
Αυτοί τώρα ξεσηκωθήκανε. Αυτοί οι Σύροι τι θα πάνε πίσω να βρούνε; Που είναι όλα γης μαδιάμ, καμένη. Γιατί να μην τους συντρέξουνε; Ολα τα κράτη.
Λέει ο Ελληνας, να υποφέρουμε εμείς και να κοιτάξουμε αυτούς; Γιατί; Να πούμε όλοι αυτό εδώ. Αυτός δεν έρχεται να σου πάρει την περιουσία. Ζητά μια αλληλοβοήθεια, να δει, να συντηρηθεί.
Κι αυτός θέλει να γυρίσει πίσω στον τόπο του. Και ας είναι και ρημαδιά καμωμένα.
Ακούω σήμερα, Γάζα, Χαλέπι, τι γίνεται, λέω, εκεί. Γιατί σήμερα είναι αυτοί, η θεία μας μοίρα δεν ξέρουμε πού θα μας καταλήξει αύριο.
Θυμάμαι, πρόπερσι, ήρθανε απ’ όξω στην αυλή και μου λέει, εγώ είμαι από την Παλαιστίνη. Από τη Γάζα, μου λέει. Ωω, λέω, κι εγώ από κει είμαι.
Βλέπω πώς αυτούς τους ανθρώπους τούς κακομεταχειριζόμαστε μάταια – ας το πω έτσι. Αραγες κι αυτοί για να φεύγουν από κει αφήνουνε περιουσίες, αλλά δεν ήτανε όπως εμάς.
Αυτοί είναι -πώς να σ’ το πω- εξαντλημένοι ανθρώποι. Τα πάντα χάνουνε. Εμείς ήρθαμε και τα βρήκαμε τα σπίτια μας όταν γυρίσαμε πίσω.
Βλέπεις στα ψηλά, στις ράχες του βουνού τις καμένες από τις φωτιές που έβαλαν σε όλο το νησί για ζέστη, για σινιάλο, για κάτι.
Είδες τι λένε; Θέλω στον τόπο μου. Να δημιουργήσουν. Σιγά σιγά θα την ξαναρχίσουν τη ζωή».
«Τα παιδιά τα ’χουνε χαμένα από τις βόμβες»
● Και η πεντάχρονη Α., κυρία Ευαγγελία, πώς να νιώθει;
«Εμένα με ρωτάς, μωρέ; Εκείνο το ξέρει. Εχουνε χάσει τον προσανατολισμό τους από τις βόμβες. Τα ‘χουνε χαμένα τα παιδιά. Ε, πρέπει κι εσύ να πας πάνω από το κεφάλι τους; Να μην το κοιτάξεις; Να τους καλοπιάσεις, να τους δώσεις μια χαρά.
Με λένε Ευαγγελία Μιχελή. Είμαι 85 χρονών γυναίκα και δεν το γουστάρω αυτό το πράγμα. Μπορώ να του προσφέρω ένα ποτηράκι νερό; Να το καθίσω να το χαϊδέψω; Να του δώσω αυτό το φτωχό που έχω.
Η πλούσια είναι η κουβέντα που θα του πεις. Το φαγί θα το φάει, θα πάει να το κατουρήσει.
Αλλά η κάθε κουβέντα που θα του προσφέρεις του μένει του παιδιού. Οπως μας μείνανε και εμάς αυτά τα πράγματα. Που είχαμε βγει για πρώτη φορά στον κόσμο. Ετσι να κάνουμε και εδώ».
Πηγή: efsyn.gr
———————–Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr