«Είν’ οι προσπάθειές τους σαν των Τρώων»;
Δημήτρης Μαυρίδης
(ένας συνειρμός λόγω της ημέρας θανάτου του Ποιητή)
Ήρθε απόψε στο μυαλό η εικόνα της λιπόσαρκης μαυροφορεμένης γιαγιάς να περπατά σαν ζωντανή – νεκρή ανάμεσα σ’ ένα λιτό κουζινάκι και ένα καθιστικό με έναν παλιό καναπέ, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση με το σεμέν ανασηκωμένο πάνω της, και με το τρεμάμενο πιατάκι του «ελληνικού» στα χέρια της, να μονολογεί μισοελληνικά – μισοτουρκικά φράσεις εντελώς ακατάληπτες σ’ αυτόν που δεν έμαθε ποτέ τίποτα για τον πόνο των άλλων. Τον πόνο όχι μόνο μιας συγκεκριμένης ομάδας αναξιοπαθούντων, αλλά όλων των ανθρώπων που υπέφεραν άδικα εξαιτίας δυσμενών ιστορικών συγκυριών, που άλλοι δημιούργησαν εις βάρος τους, υποχρεώνοντάς τους να ζουν κάτω από συνθήκες όπου η δοκιμασία εναλλάσσονταν διαρκώς με μια πρόσκαιρη και ενίοτε φαινομενική ανάπαυλα.
Εν ολίγοις η γιαγιά – ακτινογραφία μετά από το σοκ της Μικρασίας συνήλθε για λίγα χρόνια, κυνηγήθηκε από το μεταξικό καθεστώς και το βούλγαρο, φασίστα κατακτητή, απειλήθηκε από την ντόπια «εθνικόφρονα» τρομοκρατία, «μέτρησε» τα λόγια της μπροστά στους κρυφούς και φανερούς ρουφιάνους του μετεμφυλιακού κράτους, επανέκαμψε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ξανάζησε τον φόβο και τον εκβιασμό κατά την Επταετία και… λοιπά και λοιπά. Με άλλα λόγια, σε χλωρό κλαρί δεν άφησε η Ιστορία τη γενιά της βασανισμένης τούτης γυναίκας, όπως, επίσης, και τις αμέσως επόμενες γενιές, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο.
Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στο διάβα των δεκαετιών, κατήγαγαν νίκες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διαγράφεται ένα ευοίωνο μέλλον, τουλάχιστον καλύτερο από το παρελθόν. Με «απόφαση και τόλμη» αλλάξανε «της τύχης την καταφορά»…
Έτσι, μέσα στις νέες αυτές συνθήκες, κατά την τελευταία εικοσαετία του προηγούμενου αιώνα, για τους μεσήλικες πλέον Boomers και, έπειτα για τους εκπροσώπους της Generation X το μέλλον φάνταζε παραδεισένιο. Όμως, το μέλλον κάποτε γίνεται παρόν και τότε αναζητείται κάποιος να κάνει τη σούμα. Τον «ισολογισμό» θα κλείσουν οι τωρινές γενιές με το βάρος να πέφτει στις πλάτες των Millennials, καθώς αυτοί είναι που βιώνουν εντονότερα το ευμετάβλητο των οικονομικών, εργασιακών και, γενικότερα, κοινωνικών συνθηκών και που υποβάλλονται καθημερινά σ’ έναν αγώνα δρόμου για την αντιμετώπιση καταστάσεων είτε πρωτοφανών είτε αναδυομένων αταβιστικά εχθρικών.
Το ζήτημα που προκύπτει αφορά το κατά πόσον οι σημερινοί τριαντάρηδες και σαραντάρηδες είναι διατεθειμένοι να αντισταθούν στις αποφάσεις και στις επιθέσεις των κέντρων εξουσίας και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, που ως μοναδικό σκοπό έχουν τη χειραγώγηση του λαού προς μια πολιτική απάθεια και εν γένει την εκμετάλλευση του ανθρώπινου παράγοντα προς οικονομικό όφελος των ολίγων; Κατά πόσον, επίσης, είναι ή θεωρείται από τους νέους ανθρώπους μάταιη η προσπάθεια για την αλλαγή του κόσμου, για μια πιο δίκαιη, ειρηνική και ανθρωπινότερη κοινωνία; Ή μήπως – τίθεται ακόμα πιο πεσιμιστικά το ερώτημα – σαν τους Τρώες «ταράττεται η ψυχή» τους και «παραλύει» κάθε φορά που βάλλονται οικονομικά, προσβάλλονται ιδεολογικά, καταβάλλονται εργασιακά, υποβάλλονται εκβιαστικά ή αυθυποβάλλονται μοιρολατρικά; Μια πρόχειρη απάντηση για όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να λάβει κανείς μέσω μια γρήγορης επισκόπησης της επικαιρότητας και της στάσης των εκπροσώπων της ώριμης νεότητας απέναντι σ’ αυτήν.
Αποτυπώνοντας ακροθιγώς την επικαιρότητα, στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου, θα μπορούσαμε να σταθούμε μόνο σε τέσσερα – πέντε γεγονότα για να αναδυθεί μια – έστω και – απλουστευμένη απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, τον τελευταίο καιρό ζήσαμε την οικονομική αφαίμαξη των νοικοκυριών μέσω της αύξησης των τιμών σε όλα τα προϊόντα, την εντεινόμενη προσπάθεια των οπαδών της θεωρίας των δύο άκρων να ταυτίσουν τους κομμουνιστές με τους ναζί, την εργασιακή εξουθένωση και αβεβαιότητα ακόμα πιο έντονα κατά την εφαρμογή αντεργατικών νόμων, το βόλεμα και την εξασφάλιση των «δικών τους παιδιών» και γενικώς των «υμετέρων» λίγο πριν την απώλεια της εξουσίας, την προπαγάνδα των μίντια με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και τέλος, λόγω Πάσχα, την έντονη μεταστροφή πολλών στο μεταφυσικό ως τη μόνη διέξοδο από τα βάσανα της καθημερινότητας. Και μέσα σε όλα τα παραπάνω τη μεταμόρφωση για μια ακόμη φορά της πλειοψηφίας των νεοελλήνων σε εισαγγελείς, ιατροδικαστές και Πουαρό, πάνω σε μια πολύ σοβαρή υπόθεση που αφορά σε θανάτους παιδιών και από την οποία «τρώνε ψωμί» εδώ και πολλές εβδομάδες εκπομπές και δελτία ειδήσεων.
Και έρχεται η στιγμή που, ενώ λες πως όλα τα παραπάνω είναι διαχειρίσιμα από μια γενιά, που έχει θητεύσει στη χρήση των smartphones, των tablets και του διαδικτύου, διαπιστώνεις πως αυτή ελάχιστα έχει ασκηθεί στην επεξεργασία της πληροφορίας που λαμβάνει από τα μέσα αυτά και, επίσης, πολύ σπάνια μελετά τα παραδείγματα του σοφού παρελθόντος στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τα ζητήματα του παρόντος. Γιατί, εκεί που όλοι οι πολίτες της παραγωγικής ηλικίας αρχίζουν να δυσφορούν με τις ανατιμήσεις και το αυξημένο κόστος ζωής, ξαφνικά, η ανοχή τους γίνεται παράλογα γενναιόδωρη και ελαστική, καθώς θεωρούν όλα τα παραπάνω – με τη συνδρομή των μίντια – ως απότοκα του πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη. Επίσης, ενώ οι περισσότεροι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες βιώνουν καθημερινά την εργασιακή ανασφάλεια και την ανεργία να επικρέμαται πάνω από το κεφάλι τους, κανείς τους δεν αντιδρά σθεναρά στον ξεκάθαρα ευνοιοκρατικό διορισμό πολιτικών γόνων σε θέσεις ευθύνης ή εξουσίας, ενώ αναλώνονται μόνον σε ειρωνικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε απειλές …την ώρα της κάλπης. Και το χειρότερο, διαπιστώνεται ότι απουσιάζει η αγωνιστική διάθεση που διέκρινε παλαιότερες γενιές στη συγκεκριμένη ηλικία, κενό που αναπληρώνει αναπόδραστα η απολιτίκ στάση, η εύκολη διατύπωση του ότι «όλοι είναι ίδιοι», η μοιρολατρική άποψη για τα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα και η παράλογη μεταστροφή σε μεταφυσικές δοξασίες εν είδει παρηγοριάς και ελπίδας. Συνεπώς, κατά μία άποψη, πρόκειται για την a priori παραδοχή μιας ήττας της γενιάς αυτής απέναντι σε απειλητικές και εχθρικές καταστάσεις για τις οποίες δεν έχει δοθεί καν η μάχη και πως «επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος».
Ωστόσο, είναι επικίνδυνο να μπλέκεται στην εποχή του άκρατου ορθολογισμού η μυθολογία με την πραγματικότητα. Οι θεοί του Ολύμπου ήταν αυτοί που αποφάσισαν τη συντριβή των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των τελευταίων από τους Δαναούς. Ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και ο Δίας, όμως, δεν υπάρχουν. Ο πολίτης σήμερα γνωρίζει πολύ καλά ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός των ελευθεριών του και ο δυνάστης του. Διαθέτει τη δύναμη και τα «όπλα» με τα οποία μπορεί να τον αντιμετωπίσει, αρκεί να πάρει την απόφαση να τα χρησιμοποιήσει. Αρωγό στην προσπάθειά του έχει την Ιστορία και ως πρότυπά του τις προηγούμενες γενιές με τους νικηφόρους τους αγώνες. Αλίμονο αν ο λαός και μάλιστα οι νέοι θεωρήσουν κάθε αγωνιστική απόπειρα ως προσπάθεια «συφοριασμένων», μια καταδικασμένη να πέσει στο κενό προσπάθεια. Και πάντα θα πρέπει να ‘χουν στο μυαλό τους ότι για την περήφανη λιπόσαρκη μαυροφορεμένη γριά των πέτρινων χρόνων καμιά «Εκάβη» και κανένας «Πρίαμος» δε θρήνησε ποτέ. Γιατί, απλούστατα, οι κλαψιάρηδες δεν είχαν χώρο στην ψυχή της.
Δημήτρης Μαυρίδης
e-prologos.gr