Oι εκδηλώσεις στο Παρίσι για τα εκατό χρόνια από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και όσα διαμείφθηκαν ανάμεσα στους ηγέτες των πρωταγωνιστών του πολέμου που οδήγησαν την Ευρώπη στην καταστροφή, αποκαλύπτουν τους κινδύνους που απειλούν ξανά την ανθρωπότητα και την παγκόσμια ειρήνη.
Πριν προλάβει ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν να διακηρύξει την περασμένη Τρίτη ότι η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να υπερασπισθεί τον εαυτό της χωρίς «έναν πραγματικό ευρωπαϊκό στρατό απέναντι στην Κίνα, την Ρωσία και ακόμη και απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής», ήρθε άμεσα, η απάντηση από τον Τραμπ. Καθώς ο αμερικανός πρόεδρος ξεκινούσε το ταξίδι του για το Παρίσι, προκειμένου να λάβει μέρος στις εκδηλώσεις του Μακρόν για τα εκατό χρόνια από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, απάντησε πως πρόκειται για μια «πολύ προσβλητική πρόταση». Συγκεκριμένα έγραψε στο Twitter: «Πολύ προσβλητικό, αλλά ίσως η Ευρώπη θα έπρεπε πρώτα να πληρώσει το δίκαιο μερίδιό της στο NATO, το οποίο επιχορηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ».
Και ενώ χθες Κυριακή, συναντήθηκαν όλοι οι ηγέτες που παραβρέθηκαν στις εκδηλώσεις του Σαββάτου, σε μια προγραμματισμένη Σύνοδο που αποκλήθηκε Φόρουμ Ειρήνης, απουσίασε επιδεικτικά ο Τραμπ, αναχωρώντας εσπευσμένα για την Ουάσιγκτον, αγνοώντας προκλητικά όσα σκόπευαν να διακηρύξουν οι «σύμμαχοί» του.
Και όντως, οι Μακρόν – Μέρκελ, που είχαν τον πρώτο λόγο στο Φόρουμ, το βασικό περιεχόμενο των ομιλιών τους αποτελούνταν από έμμεσες ή άμεσες, φανερές ή συγκαλυμμένες επιθέσεις ενάντια στην ηγεσία του Τραμπ και την «βίαιη» και «επιθετική» πολιτική του. Πως εξηγείται αυτό;
Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι ηγέτες των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, αναφέρονται στην ανάγκη δημιουργίας μιας κοινής πολιτικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής των χωρών της ΕΕ, που θα φθάνει μέχρι τη δημιουργία ανεξάρτητου από το ΝΑΤΟ, ευρωπαϊκού στρατού.
Οι αντιπαραθέσεις τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, ξέσπασαν με τη μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία δύο χρόνια ύστερα από το Brexit και την άνοδο του Τραμπ, επιταχύνοντας τις ανακατατάξεις και διαιρέσεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων, επαναφέροντας την απειλή παγκόσμιας διάστασης συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων ανάμεσά τους.
Η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ συνοδεύτηκε με την εξαπόλυση μιας σφοδρής επίθεσης ενάντια στην ΕΕ και τη Γερμανία, καλώντας σε διάλυση της ΕΕ, αφού “μετατράπηκε σε όχημα του Βερολίνου” και εξυμνούσε τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας για την απόφαση αποχώρησής της, καλώντας μάλιστα και τη Γαλλία να πράξει το ίδιο. Το ρήγμα που προκλήθηκε στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο αποτυπώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, το Μάη του 2017, και στο ναυάγιο της Συνόδου των G7 που επακολούθησε.
Αν και τους τελευταίους μήνες επεδίωξαν και οι δύο πλευρές να συγκαλύψουν τις αντιθέσεις, να ρίξουν τους τόνους και να εμφανιστούν ΗΠΑ-ΕΕ ότι βαδίζουν ενιαία στα πλαίσια της “δυτικής συμμαχίας”, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα βγάζουν στην επιφάνεια τους πολιτικούς, οικονομικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς τους, που εκδηλώνονται διαρκώς, σε πολλούς τομείς και περιοχές του κόσμου.
Στα δυο χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάργηση, παραβίαση και επαναδιαπραγμάτευση κρίσιμων Συνθηκών και οικονομικών συμφωνιών, που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η οικονομική συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού, Ασίας- ΗΠΑ (TPP), η συμφωνία Ευρώπης- ΗΠΑ (TTIP), η πρόσφατη απόφαση για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, με τελευταία τη Συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς, καταπατώντας προκλητικά τη διεθνή νομιμότητα, και όλα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα την επιβολή των συμφερόντων των ΗΠΑ σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
Παραληρώντας για το μεγαλείο της “μεγάλης Αμερικής”, και επαναφέροντας σε πρώτο πλάνο τα συμφέροντα του κάθε ξεχωριστού ιμπεριαλιστικού κράτους, ο Τραμπ, παρουσιάζοντας πριν ένα χρόνο τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ξεκαθάρισε: “Αποδεχόμαστε ότι ένας σθεναρός στρατιωτικός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός, βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη στον κόσμο”. Αυτό τον ανταγωνισμό προσδιορίζει ως εξής η νέα στρατηγική των ΗΠΑ: “Η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που είναι αντίθετος στις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα θέλει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή, να επεκτείνει το οικονομικό της μοντέλο που έχει κινητήρια δύναμη το κράτος και να αναδιοργανώσει την περιοχή προς όφελός της. Η Ρωσία επιδιώκει να ανακτήσει καθεστώς μεγάλης δύναμης και να κατοχυρώσει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της”.
Ένα μήνα μετά την εξαγγελία της νέας «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας» από τον Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μάτις, την εξειδίκευσε στο στρατιωτικό επίπεδο με τη νέα «Στρατηγική Εθνικής Άμυνας». Αναλύοντας το στρατιωτικό δόγμα, ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Κόλμπι, προχώρησε σε απροκάλυπτες πολεμικές απειλές: «Κίνα και Ρωσία εργάζονται επί σειρά ετών για να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες για να αμφισβητήσουν τα στρατιωτικά μας πλεονεκτήματα… θα εστιάσουμε στην προετοιμασία για πόλεμο και συγκεκριμένα για πόλεμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων».
Στρατηγικός σκοπός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι να ανατρέψει τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους και, με την εξαπόλυση απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία για πόλεμο, να εξαναγκάσει ταυτόχρονα όλες τις άλλες δυνάμεις, στην Ευρώπη και την Ασία, να ευθυγραμμιστούν μαζί του σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις και ρήγματα που διαφαίνονται.
Δαπανώντας σε ετήσια βάση, και συγκεκριμένα το 2016, το ιλιγγιώδες ποσό των 610 δις δολαρίων για στρατιωτικές δαπάνες -η Κίνα που ήταν δεύτερη δαπάνησε αντίστοιχα 215 δις δολάρια και η τρίτη, η Ρωσία, 70 δις δολάρια- και καταργώντας τώρα το όριο των στρατιωτικών δαπανών, ο Τραμπ προχωρεί σε μία ραγδαία αύξησή τους και σε μία τεράστια κούρσα εξοπλισμών, προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροπλία τους, να εξουθενώσουν και να γονατίσουν οικονομικά τους ανταγωνιστές τους, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1980 με την κούρσα εξοπλισμών και τον “πόλεμο των άστρων” του Ρήγκαν, που επιτάχυνε την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και επέφερε μία μεγάλη ανατροπή στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, καθιστώντας τις ΗΠΑ τη μοναδική ιμπεριαλιστική υπερδύναμη.
Μόνο που από τότε μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων, οι τάσεις φαίνονται αναπότρεπτες, και ο χρόνος δουλεύει αδυσώπητα σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και υπέρ των ανταγωνιστών του.
Στη θέση μιας εσωτερικά σαπισμένης, ιδεολογικά χρεοκοπημένης, οικονομικά κατεστραμμένης και ετοιμόρροπης Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου Γκορμπατσόφ, βρίσκεται σήμερα μία Ρωσία σε φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ισχυροποίησης, που επανακάμπτει και επανέρχεται με νέους όρους και δυνατότητες στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στη θέση μιας Κίνας με μικρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική δύναμη τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα μία ανερχόμενη παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη, που η ιμπεριαλιστική της πολιτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στις διεθνείς υποθέσεις.
Εκατό χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, ενός πολέμου που αιματοκύλισε την Ευρώπη και οδήγησε στο ξέσπασμα και τη νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, νέες πολεμικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απειλούν ξανά την ανθρωπότητα, και ο 21ος αιώνας επιφυλάσσει μεγάλες ανακατατάξεις και επαναστατικές ανατροπές για την εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου.
prologos.gr
e-prologos.gr