του Γιάννη Μελιόπουλου*
Με βάση τα στοιχεία της Unesco μεγάλο είναι το ποσοστό των μαθητών που διέκοψε την, όποια, εκπαίδευσή του στην περίοδο του Covid-19. Υπολογίζεται, όπως δημοσιεύεται και σε μέσα της πατρίδας μας, σε περίπου εξήντα τοις εκατό-60%!! το ποσοστό όσων με τον ένα ή άλλο τρόπο φαίνεται πως τους τελευταίους μήνες βρέθηκαν στην τραγική θέση να διακόψουν. Και βέβαια ο οργανισμός παραθέτει και άλλα στοιχεία, ενδεικτικά της τραγικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Ο αριθμός αυτός, δυσθεώρητος, τρομάζει και μόνο στο άκουσμά του. Ωστόσο γίνεται κατανοητό πως από μόνος του δε μπορεί να αποδώσει την ποικιλομορφία και συνθετότητα του ζητήματος εκπαίδευση.
Η απλή αναφορά του ποσοστού, όπως δημοσιεύεται, δε βοηθά στην κατανόηση και την εμβάθυνση. Δεν περιέχει στοιχεία απαραίτητα, όπως τι εννοείται με την έννοια «διακοπή», ποια ακριβώς είναι η προέλευση αυτού του αριθμού και ποια η κατανομή από χώρα σε χώρα. Δεν υπεισέρχεται στις διαφορές που είναι υπαρκτές ανάμεσα στα κράτη, στα εκπαιδευτικά συστήματα και την ποικιλομορφία τους. Δεν καταπιάνεται ασφαλώς με τους πολλούς και διάφορους τρόπους-παρά τις ομοιότητες και την ομοιογένεια σε τομείς- με τους οποίους «ασκείται» και παρέχεται η εκπαίδευση από χώρα σε χώρα είτε σε «ομαλές» περιόδους είτε σε περιόδους όπως η σημερινή, με ιδιαίτερες συνθήκες που χρωματίζονται από γεγονότα όπως ο κορονοϊός. Είναι γεγονός πως ο διεθνής οργανισμός της Unesco έχει συγκεντρώσει πολλά και σημαντικά στοιχεία σχετικά με το ζήτημα τα οποία παραλείπονται. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο το «ταχυφαγείο» της ενημέρωσης είναι το υψηλό ποσοστό και η χρήση του από τους ταγούς της ενημέρωσης για τη διαμόρφωση και τον έλεγχο της λεγόμενης κοινής γνώμης, πρακτική συνηθισμένη και πολυχρησιμοποιημένη στην εμπέδωση και αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής.
Διαβάζοντας κανείς το υψηλότατο αυτό ποσοστό, και παραμένοντας στην επιφάνεια των θεμάτων, δεν μπορεί να διακρίνει ολόκληρη την εικόνα αφού εξαιρετικής σημασίας στοιχεία παραμένουν στην αφάνεια και το σκοτάδι. Γίνεται δυνατόν να αποκρυφτούν-και αποκρύπτονται σε μεγάλο βαθμό- τα ζοφερά ζητήματα που σκοτεινιάζουν την εικόνα της εκπαίδευσης, σε εγχώριο αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Ένας αριθμός τόσο υψηλός και σημαντικός, με ένα ιδιαίτερα σημαντικό ειδικό φορτίο, σημάνσεις και δηλώσεις αποτελεί μία εντυπωσιακή πραγματικότητα. Ωστόσο, όταν δε φωτίζονται οι σημάνσεις αυτού του αριθμού παραμένει στο επίπεδο του εντυπωσιασμού. Μοιάζει με ισχυρό κρότο. Ταράζει την ακοή μας, μας τρομάζει προς ώρας, σβήνει όμως σύντομα χωρίς να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα. Ένας αριθμός σαν αυτόν, συνοδευόμενος με όλες τις συνδηλώσεις και τα στοιχεία που ασφαλώς τον συνοδεύουν μπορεί όχι μόνο να ταράξει αλλά και να αφήσει βαθιά αποτυπώματα στη συνείδηση. Κι αυτό είναι κάτι που οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης δε θα επιτρέψουν ασφαλώς να γίνει.
Η χρησιμοθηρική, πολιτικά και ιδεολογικά, παράθεση στοιχείων αποκομμένων το ένα από το άλλο είναι ταχτική ευρέως διαδομένη, ιδιαίτερα σε κύκλους που προωθούν τις κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις και ιδεολογίες, κι αυτό δεν είναι κάτι το νέο. Σε μία εποχή σαν τη σημερινή που οι πληροφορίες κυκλοφορούν ταχύτατα, στοιχεία και δεδομένα φτάνουν εύκολα σε πολλούς ανθρώπους και η διαδικασία αυτή, της απομόνωσης και της απόσπασης από το πλαίσιο και τις αλληλοσυνδέσεις τους με άλλα, γιγαντώνεται. Εντέλει η παράθεσή τους ξεκομμένα από τα δικά τους «συμφραζόμενα» δεν αναδεικνύει ένα θέμα στις αληθινές, τις πραγματικές του διαστάσεις• πολύ περισσότερο δε βοηθά στην ανάπτυξη μίας στέρεης κοινωνικής γνώσης και συνείδησης. Ο συνεχής φόβος της κυρίαρχης, αστικής, πολιτικής και λογικής μπροστά στο ενδεχόμενο ανάπτυξης μίας κριτικής- ενάντια στις κεντρικές πολιτικές επιλογές- σκέψης και αγωνιστικής στάσης είναι εμφανής και διαρκής. Μόνη πολιτική επιλογή για την κυρίαρχη ιδεολογία είναι η δημιουργία φενακισμένων συνειδήσεων, μη ικανών να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω τους και να παρέμβουν αγωνιστικά για να τον αλλάξουν.
Ακόμη κι όταν η «κόπρος του Αυγεία» συσσωρεύεται και αποχτά τεράστιες διαστάσεις, όπως στις μέρες μας, ακόμη κι όταν η δυσοσμία γίνεται ανυπόφορη και δε σε αφήνει να ησυχάσεις, όταν η κατάσταση, που οι πολιτικές τους δημιουργούν γίνεται τέτοια που δύσκολα κρύβεται η ασχήμια της, ακόμη και τότε η κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική δεν εγκαταλείπει την προσφιλή της τακτική. Αδυνατεί και δεν επιδιώκει να ρίξει φως. Δεν επιδιώκει, σε καμία περίπτωση, να δράσει ως Ηρακλής και να καθαρίσει τις βρωμιές που η ίδια έχει συσσωρεύσει, με δική της πρωτοβουλία. Είναι οι δικές τους επιλογές, των κυρίαρχων αστών ντόπιων και ξένων, οι πολιτικές που επιβάλλουν είτε σε περιόδους «απρόσβλητες» από ιούς είτε σε εποχές σαν τη σημερινή που δημιουργούν τις ακαθαρσίες. Το μόνο τους μέλημα, αφού δε γίνεται να εξαφανιστεί ως διά μαγείας η βρωμερή πραγματικότητα που οικοδομούν είναι το κρύψιμο της αφόρητης μπόχας. Σύμφυτη είναι η κοινωνία τους άλλωστε με τέτοιου είδους καταστάσεις και οι αστοί αρέσκονται στη συνύπαρξη μαζί τους, γιατί δε γίνεται αλλιώς.
Αποφεύγουν τις διαπιστώσεις, τα αναγκαία συμπεράσματα. Φοβούνται, όπως ο διάολος το λιβάνι, και στέκουν ως αγνωστικιστές απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί και γεννά το σύστημά τους, ή τουλάχιστον επιχειρούν να καλλιεργήσουν μία τέτοια στάση. Φοβούνται τυχόν ξεκαθάρισμα της εικόνας, φοβούνται τις συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Μιλούν ωστόσο πολλές φορές, επιφανειακά, για τις συνέπειες της πολιτικής τους στις ζωές εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων, πάντοτε με γνώμονα όχι το φωτισμό της σκέψης αλλά το σκοτείνιασμα και τη σύγχυση. Χρησιμοποιούν τα στοιχεία, όσα επιθυμούν για να διαμορφώσουν τη σκέψη στο δικό τους, επιθυμητό, καλούπι. Δε μιλούν, επί παραδείγματι, με σιγουριά, όταν τα στοιχεία βοούν, για τις τραγικές συνέπειες της κατάστασης, που οι κοινωνικές συνθήκες επιφέρουν, σε μαθητές που προέρχονται από εργατικά και λαϊκά στρώματα σε σχέση με τη μόρφωση και εκπαίδευσή τους. Τα στοιχεία υπάρχουν. Οι αστοί όμως τα χειρίζονται κατά το δοκούν και τα συμφέρον τους. Ωραιοποιούν την πολιτική τους και τις επιλογές τους. Τις παρουσιάζουν ως συμφέρον όλων ενώ στ’ αλήθεια συμφέρουν μονό αυτούς . Πιθανολογούν εσκεμμένα για να περισώσουν την πολιτική τους στα μάτια όσων πλήττονται με ιδιαίτερη οξύτητα εξαιτίας της. Δεν αναδεικνύουν, αποστρέφονται και κρύβουν διαστάσεις του προβλήματος. Τις περιορίζουν, τις αποκόπτουν, τις φέρνουν στα επιθυμητά μέτρα. Αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση και κατά συνέπεια αποπροσανατολίζουν τη σκέψη και τη συνείδηση, τη διαστρέφουν, μένοντας σε ελάχιστα στοιχεία και αφαιρώντας ή υποτιμώντας άλλα , που είναι σίγουρα κυρίαρχα. Η διόγκωση της συζήτησης για το άνοιγμα των σχολείων με πανάκεια, μόνη και αποκλειστική, τη χρήση μάσκας και την ατομική ευθύνη εκπαιδευτικών και μαθητών την ίδια στιγμή που οι ίδιοι έχουν ψηφίσει εν μέσω πανδημίας την κατακόρυφη αύξηση μαθητών ανά τμήμα, η «διάσπαση» σε φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου φανατικούς αρνητές αυτή την, κυρίαρχη, λογική και πολιτική αφορά, εξυπηρετεί και επιχειρεί να δικαιώσει και να διαιωνίσει. Μία τέτοια, περιορισμένης εμβέλειας, συζήτηση εγκαταλείπει θαμμένα κάτω από τόνους «κόπρου» τα πραγματικά επίχειρα. Αφήνει εκτός οπτικού πεδίου των πολλών την ουσιαστική και αναγκαία συζήτηση για τον τρόπο που παρέχεται η εκπαίδευση, τις συνθήκες που οι αστοί διαμορφώνουν επί δεκαετίες. Αφήνει πολύ περισσότερο στο σκοτάδι την πραγματικότητα, την τραγικότητα και τις δυσκολίες που δε γεννά ο κορονοϊός αλλά συγκεκριμένες πολιτικές, υποταγμένες στα ζωτικά συμφέροντα μίας ελάχιστης κοινωνικής μερίδας που κατέχει την εξουσία. Η ανάδειξη της πολυποίκιλης πραγματικότητας που διαμορφώνει η διαιώνιση αυτής της πολιτικής , κάθε πτυχής της, αποτελεί τη μόνη οδό. Ποιος όμως θα αναδείξει τα ζητήματα; Είναι ενδιαφέρον, και ενδεικτικό της πολιτικής επιχείρησης που έχει στηθεί εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων δεξαμενών σκέψης, το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα περισσεύουν κάθε είδους τοποθετήσεις επιστημόνων άλλων πεδίων, άσχετων με την εκπαίδευση, επί παντός εκπαιδευτικού θέματος. Επιστρατεύονται στην προσπάθεια εμπέδωσης της κυρίαρχης πολιτικής και της απόκρυψης της πολυσύνθετης κατάστασης, που δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει το καπιταλιστικό σύστημα, αναπαράγοντας ιδεολογήματα και σκέψεις που τροφοδοτούν την κυρίαρχη ιδεολογία και υποταγμένη πολιτική, ντύνοντας τα με το μανδύα της επιστημονικότητας. Είναι εξίσου τρανταχτή η, εσκεμμένη, απουσία της εκπαιδευτικής φωνής, της οργανωμένης και συλλογικής φωνής που επί δεκαετίες αγωνίζεται για τη μείωση των συνεπειών αυτής της πολιτικής που αποδομεί τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση στη χώρα. Η κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική επιδίδεται σε μία διαρκή προσπάθεια μείωσης της εμβέλειας της αγωνιστικής φωνής και των αιτημάτων του κλάδου, σε μία διαρκή προσπάθεια να μειώσει και να μηδενίσει τη δυνατότητά της να επηρεάσει δραστικά τις εξελίξεις, σ’ ένα αφιλόξενο και εχθρικό περιβάλλον. Ουσιαστικά, μέλημα της κυρίαρχης πολιτικής είναι η εξαφάνιση απ’ το προσκήνιο της συγκροτημένης, αγωνιστικής φωνής, με κάθε μέσο. Τη φίμωση και τις απαγορεύσεις, την πολιτική συναλλαγή και εξαγορά συνειδήσεων, τον εκφοβισμό, την κατασυκοφάντηση. Είναι όμως ο μόνος δρόμος και δεδομένο πως οι συνθήκες, εκπαιδευτικές και ευρύτερα κοινωνικές, κάνουν αναγκαία την προσπάθεια να ακουστεί και να ακουστεί δυνατά η φωνή αυτή. Η συγκροτημένη δράση των αστών, οι βλαβερές συνέπειες της και τα τραγικά αποτελέσματά της στη ζωή εκατομμυρίων γεννά και δημιουργεί την ανάγκη συλλογικής, οργανωμένης και ανυποχώρητης δράσης…χτες, σήμερα, αύριο. Η δράση φέρνει αντίδραση.
*Ο Γιάννης Μελιόπουλος είναι δάσκαλος, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου Ημαθίας
e-prologos.gr