Ο φετινός δεκαπενταύγουστος ήταν διαφορετικός για όλους μας. Ειδικότερα για όσες/όσους ασχολούμαστε συστηματικά με την εκπαίδευση σε δομές δια βίου μάθησης, η  ‘θερινή ραστώνη’ δεν είχε μόνο να προσαρμοστεί στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία, αλλά ταράχτηκε από τις ανάγκες για συγκροτημένη και συλλογική αντίδραση στην απρόσμενη για τους πολλούς δημοσίευση του Κανονισμού Διαχείρισης του Μητρώου Εκπαιδευτών Επαγγελματικής Κατάρτισης των Ι.Ε.Κ. (ΦΕΚ 3393/13. 8. 2020).

Ήταν αμέσως φανερό ότι δεν επιλέχτηκε τυχαία η εποχή που η εκπαιδευτική κοινότητα (των κατά πλειοψηφία ωρομίσθιων εκπαιδευτριών/-ών και των συχνότατα παράλληλα εργαζομένων σπουδαστριών/-ών)  ήταν σκορπισμένη, μακριά από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες κι, επομένως, δύσκολα ικανή να αντιδράσει συντονισμένα. Εξάλλου, δεν ήταν καινοφανής η επιλογή αυτή, όσον αφορά στα εκπαιδευτικά θέματα.

Η αντίδραση, όμως, των εκπαιδευτριών/-ών υπήρξε και μάλιστα σθεναρή και παρά την κωλυσιεργία των θεσμικών εκπροσώπων τους απέναντι στα σημαντικά θέματα που αναδείχτηκαν με τον Κανονισμό (όπως η αξιολόγηση της συνάφειας των ακαδημαϊκών, αλλά και των επαγγελματικών προσόντων των υποψηφίων εκπαιδευτριών/-ών όχι μόνο προς την ειδικότητα καθεμιάς/-ενός μας, αλλά προς το συγκεκριμένο κάθε φορά ανατιθέμενο μάθημα!) ή/και προϋπήρχαν στην ατζέντα του προβληματισμού και των διαμαρτυριών, όπως οι  εργασιακές συνθήκες και οι όροι των συμβάσεών μας, η κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών και η μισθοδοσία μας

Η αντίδραση, πάντως, εστιάστηκε στη μεγάλη ανατροπή που επήλθε μέσω του Κανονισμού αυτού στη μοριοδότηση των ακαδημαϊκών προσόντων έναντι της ‘επαγγελματικής’ προϋπηρεσίας (νοουμένης ως μη διδακτικής, πάντως!) και η απαξίωση της ανάγκης για διδακτική επάρκεια όσων θα κριθούν ικανές/-οί να  αναλάβουν διδακτικό έργο! Με λίγα λόγια, στον καινούργιο κανονισμό για το Μητρώο των εκπαιδευτριών/-ών των (Δ)ΙΕΚ, η πιστοποίηση της εκπαιδευτικής επάρκειας αξιολογείται ως προσόν 2%, η επιμόρφωση στην εκπαίδευση ενηλίκων (από 11,11% στο 2%), αλλά και οι μεταπτυχιακές σπουδές στον κλάδο αυτόν, υποτιμώνται σοβαρά (από 33% της συνολικής μοριοδότησης με το προηγούμενο σύστημα, σε 27%. Ακόμα και η διδακτική προϋπηρεσία (και στα ίδια τα ΔΙΕΚ) δεν θεωρείται σημαντικότερο προσόν από τη -μη διδακτική- ‘επαγγελματική’ προϋπηρεσία (από 27,78% πριν,  σε 18% για τη διδακτική, ενώ από το 18,52% στο 43% για την ‘επαγγελματική’)!!

Η δημοσιοποιημένη επιχειρηματολογία υπήρξε αντίστοιχη: θεοποίηση της αγοραίας πρακτικής έναντι ενός δυσφημιζόμενου ‘ακαδημαϊσμού’  που σχεδόν ταυτίστηκε με την νωθρότητα της ‘φιλοκαλίας’ του ρητού του Περικλή. «Οι σπουδαστές των (Δ)ΙΕΚ χρειάζονται γνώστες της αγοραίας πραγματικότητας»!   

Ωστόσο, πρόκειται για επιχείρημα που δεν χρειαζόταν! Καμία/κανένας απ’ όσους αντιδρούμε τώρα δεν ισχυριστήκαμε ότι η εκπαίδευση/κατάρτιση πρέπει να είναι μακριά από την επαγγελματική πραγματικότητα. Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θα πρέπει να μπορεί κάθε διδάσκουσα/-ων να θέτει τους εκπαιδευτικούς στόχους λαμβάνοντας την πραγματικότητα υπόψη, ώστε η παρεχόμενη εκπαίδευση να έχει νόημα και μετά το τέλος των 2ετών σπουδών στα ΙΕΚ. Κι ύστερα, ανάλογα με την προσωπική του φιλοσοφία και το εκπαιδευτικό μοντέλο που επιλέγει να μπορεί να προσαρμόζει αντίστοιχα την εκπαιδευτική πρακτική της/του. Η ‘επιλογή’ είναι και η λέξη κλειδί που κάνει την παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτριών/-ών απολύτως αναγκαία !

Σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που χρειάζονται οι σπουδαστές των (Δ)ΙΕΚ είναι η πρακτική άσκηση κοντά σ’ έναν έμπειρο επαγγελματία του κλάδου τους. Ωστόσο, για παράδειγμα, μία/ένας βοηθός βρεφονηπιοκόμος θα χρειαστεί να μάθει παιδοψυχολογία, αλλά και λογοτεχνία. Θα τα μάθει παρατηρώντας μία/έναν ‘επαγγελματία’; Αρκεί εγώ να μαθητεύσω δίπλα σε μία/έναν τεχνικό πληροφορικής για να γίνω (επαρκής;) βοηθός της/του; Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο οι σπουδάστριες/-ές  εξασκούνται στη μηχανική εφαρμογή τεχνικών, τις οποίες δεν θα μπορούν να αιτιολογήσουν, τεκμηριώσουν, επιλέξουν; Η γνώση της ‘θεωρίας’ που τα επιτρέπει και τα τρία αυτά προκύπτει από μία περίπλοκη διαδικασία που λέγεται ‘εκπαίδευση’ και προϋποθέτει παιδαγωγικές αρχές, σκοπούς, τεχνικές και μέσα κατάλληλα. Αυτή ακριβώς είναι και η έννοια της παιδαγωγικής επιστήμης και της προσαρμογής της στις ανάγκες των (ενηλίκων σ’ αυτήν την περίπτωση) εκπαιδευομένων.

Η επιμονή στην κληροδότηση της ήδη υπάρχουσας γνώσης και εμπειρίας των ‘επαγγελματιών’ -που με τον παρόντα Κανονισμό εξαίρονται ως οι καταλληλότεροι εκπαιδευτές- μόνο ως στοιχείο συντηρητισμού και μαρασμού της επαγγελματικής εκπαίδευσης/κατάρτισης μπορεί να θεωρηθεί. Η διδακτική/παιδαγωγική πιστοποίηση και επάρκεια μπορεί να διασφαλίσει την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό της. Η εμπειρική γνώση χωρίς το θεωρητικό υπόβαθρο δεν παράγει ‘τεχνίτες’ ικανούς να  ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών  και να προωθούν την τέχνη τους. 

Είναι φανερό ότι μ’ αυτόν τον Κανονισμό, όπως και με όλους τους άλλους που δημοσιοποιήθηκαν  -π.χ. για τις εκπαιδεύτριες & τους εκπαιδευτές των ΙΕΚ του ΟΑΕΔ, για το Μητρώο Κύριου Διδακτικού Προσωπικού του ΕΚΔΔΑ (ΦEK B’ 3373/12-8-2020), για τα ΣΔΕ- αυτό που συνέβη αυτόν τον Αύγουστο είναι η (συνειδητή ή μη) διαμόρφωση ενός νέου επαγγελματικού προφίλ για τις εκπαιδεύτριες και τους εκπαιδευτές στο πεδίο της δια βίου μάθησης.

Έτσι, στον συγκεκριμένο θεσμικό λόγο του Κανονισμού και των διαμορφωτών του, δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του όρου ‘εκπαιδευτές επαγγελματικής κατάρτισης’ σε αντιδιαστολή προς τους ‘εκπαιδευτές ενηλίκων’. Οι δεύτεροι έχουν ήδη πανεπιστημιακές προ- και μεταπτυχιακές σπουδές και προφίλ προσδιορισμένο από τον ΕΟΠΠΕΠ! Τα προσόντα τους είναι προσδιορισμένα στην εγχώρια και διεθνή βιβλιογραφία και σίγουρα δε φωτογραφίζουν ως μοναδικό προσόν (για την προσέλκυση σπουδαστών) τη ‘διασύνδεση με την αγορά εργασίας’ (μέσω της ‘διευκόλυνσης’ εξεύρεσης θέσεων πρακτικής άσκησης, συνηθέστατα σε συνθήκες γαλέρας)!

Με άλλα λόγια, αυτό που συμβαίνει (και) μ’ αυτόν τον Κανονισμό για το Μητρώο των εκπαιδευτριών/-ών των ΙΕΚ είναι μια συστηματική προσπάθεια επαγγελματοποίησης, όχι με τους όρους  της λειτουργικής προσέγγισης, όπου τα επαγγέλματα αντιμετωπίζονται ως παράγοντες κοινωνικής αρμονίας, αλλά με όρους συγκρουσιακής προσέγγισης, στο πλαίσιο της οποίας το επάγγελμα εκφράζει τη σύγκρουση των συμφερόντων: ισχυρές επαγγελματικές ενώσεις επιδιώκουν να περιοριστεί ο αριθμός των  θεωρούμενων ως «εξειδικευμένων επαγγελματιών» και άρα η προσφορά ‘ειδικευμένου’ εργατικού δυναμικού, προκειμένου να διατηρήσουν τα οικονομικά τους προνόμια και (ίσως και) το στάτους.

Ωστόσο, η ύπαρξη κι η λειτουργία των ΔΙΕΚ, όπως συμβαίνει γενικά με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα,  οδηγεί στο άνοιγμα των ‘συναφιών’ με τη διεύρυνση του πλήθους των εξειδικευμένων αποφοίτων τους. Άρα, αυτό που θα μπορούσε να  εκτιμηθεί ότι υπηρετεί ο συγκεκριμένος Κανονισμός είναι ο περιορισμός και η υποβάθμιση των τυπικών και ακαδημαϊκών προσόντων των διδασκόντων σ’ αυτά, με πρώτη αναγνωρίσιμη συνέπεια τη μείωση των απαιτήσεων και τη συμπίεση των αποδοχών των ήδη επισφαλώς εργαζομένων εκπαιδευτριών και εκπαιδευτών.

Στην περίπτωση του συγκεκριμένου Κανονισμού, η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Δημοσίων ΙΕΚ (ΠΑΝΕΔΔΙΕΚ), ήδη από τις 6/5/2020 έχει ζητήσει με επιστολή της από την ηγεσία του ΥΠΕΘ την εφαρμογή όλων αυτών των προκλητικών αλλαγών. Το γεγονός ότι τα αιτήματα αυτά (δημοσιοποιημένα με προφανή υπερηφάνεια στην ιστοσελίδα της ΠΑΝΕΔΔΙΕΚ) διαμορφώθηκαν όχι απλώς χωρίς διάλογο, αλλά χωρίς καν προηγούμενη κοινοποίηση  στις εκπαιδεύτριες/στους εκπαιδευτές που αφορούν, υποδηλώνει την σαφή αίσθηση ισχύος του Συλλόγου έναντι των ωρομισθίων εκπαιδευτριών/-ών -των οποίων οι συνθήκες εργασίας και οι εργασιακές σχέσεις δεν περιλαμβάνονται στα αιτήματα- σε συνέπεια προς τα προφανώς συγκρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που συνιστούν την εκπαιδευτική κοινότητα των ΙΕΚ. Ο πολυμερισμός των ιδιοτήτων των εκπαιδευτριών/-ών (σε πολλές και διαφορετικές ειδικότητες αλλά και ανέργων, δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων) και η απουσία ουσιώδους εκπροσώπησής μας από ένα αντιπροσωπευτικό συνδικαλιστικό όργανο (όχι χωρίς δική μας ευθύνη) αφήνει ανοιχτό το πεδίο στις δυνάμεις της αγοράς -που με έναν ‘παράδοξο’ τρόπο εκπροσωπούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση από υψηλόβαθμους ιεραρχικά δημοσίους υπαλλήλους- να διαμορφώνουν το επαγγελματικό προφίλ μας και την συνακόλουθη αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητας μας μ’ έναν τρόπο που -ευτυχώς!- έχει προκαλέσει όχι μόνο τον θυμό και την απογοήτευση, αλλά και τη συσπείρωσή μας!

Μήπως ήρθε η ώρα για το επόμενο βήμα; Η ενεργοποίηση και ο συντονισμός της εκπροσώπησης και της διεκδίκησης των επαγγελματικών συνθηκών που εμείς οι ίδιες/-οι εκτιμούμε ότι μας αντιστοιχεί, στη βάση των κοινών αναγκών και προσδοκιών σ’ ένα πεδίο που αγαπάμε, εκτιμάμε, υπηρετούμε (περισσότερα ή λιγότερα) χρόνια !

Θάνια Αγγέλη, ΠΕ02-Ψυχολόγος, M.Ed, M.A.,

Εκπαιδεύτρια ΔΙΕΚ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το