Χρήστος Κάτσικας

Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ξέρετε τι ποσοστό φοιτητών μας εισάγεται και δεν αποφοιτά; 40%. 4 στους 10 παραμένουν με απολυτήριο Λυκείου» (Νίκη Κεραμέως στη Βουλή).

Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως από τη Βουλή αλλά και σε τηλεοπτικές της εμφανίσεις υποστήριξε ότι το 40% των νέων που εισάγονται στα ΑΕΙ, δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και γι αυτό χρειάζεται η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής έτσι ώστε να μπαίνουν στα Πανεπιστήμια αυτοί που μπορούν να αποφοιτήσουν.

Βέβαια επίσημη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος τη διαψεύδει! Σύμφωνα με έρευνα της που έγινε το 2019, το ποσοστό όσων δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους έχει καταρρεύσει από το 14,2% σε μόλις  4,7% μέσα σε μία δεκαετία! 

Παρακάτω το σχετικό απόσπασμα της έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδος:

Άμα ξέρεις ότι έχεις μαζί σου το 90% των ΜΜΕ και ότι ο αντίλογος δεν θα ακουστεί ποτέ, τότε λες πραγματικά ό,τι σε συμφέρει.

Ωστόσο ας δούμε και μια άλλη πλευρά που φωτίζει καλύτερα την ιδεολογική γραμμή και τις επιδιώξεις της ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ πέρα από τους αριθμούς και τα ποσοστά στο θέμα της πρόσβασης στα Πανεπιστήμια αλλά και στο θέμα του “ξεκαθαρίσματος” των “βραδυπορούντων”

Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση πριν από λίγους μόλις μήνες η κυβέρνηση πέρασε ρύθμιση για ανώτατο όριο φοίτησης, το ν + ½ν (όπου ν το ελάχιστο πλήθος των ετών που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των σπουδών) για τους φοιτητές στα ελληνικά Πανεπιστήμια.

Για παράδειγμα, όπου η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης είναι 4 έτη, το όριο φοίτησης επεκτείνεται κατά 2 έτη (ν+2). Οπου η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης είναι πάνω από 4 έτη, το όριο φοίτησης επεκτείνεται κατά 3 (ν+3). Αυτό σημαίνει ότι μετά το ανώτατο όριο φοίτησης ν + ½ν οι φοιτητές θα διαγράφονται από το Πανεπιστήμιο.

Οπως είχε τονίσει η υπουργός Παιδείας, «με τη ρύθμιση αυτή θωρακίζεται περαιτέρω το κύρος και το επίπεδο των σπουδών, βελτιώνεται ο ρυθμός αποφοίτησης και ενσωματώνεται γρηγορότερα το ανθρώπινο δυναμικό στην αγορά εργασίας». Παράλληλα η υπουργός Παιδείας είχε δηλώσει ότι «δεν αντιμετωπίζουμε το ζήτημα των “αιώνιων” φοιτητών ως πρώτιστα δημοσιονομικό, αλλά ως εκπαιδευτικό. Πρέπει να περάσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα πειθαρχίας και εστίασης στην εκπαιδευτική διαδικασία».

Αυτή η με άλλα λόγια επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη» αξίζει να φωτιστεί στην πραγματική της διάσταση (αυτήν που συσκοτίζουν τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ), ως τμήμα ενός παζλ που τα υπόλοιπα τμήματά του αφορούν την αυτονομία στην εξεύρεση πόρων, την «αξιολόγηση» με τα κριτήρια της αγοράς, την υποτίμηση και υποβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, τη γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά και ίδρυση περισσότερων ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα, την κατηγοριοποίηση των τμημάτων κ.λπ.

Είναι φανερό ότι η ρύθμιση αυτή είναι δεμένη με ένα νήμα με την κατάργηση του ασύλου και με τη λεγόμενη πανεπιστημιακή αστυνομία, δηλαδή, με την οικοδόμηση όρων που δεν θα διαταράσσουν τις business των Πανεπιστημίων «κυψελών επιχειρηματικής δημιουργικότητας» και της αγοραπωλησίας της γνώσης. Γιατί αυτό είναι το διακηρυγμένο πρότυπο της κυβέρνησης της Ν.Δ., το «Πανεπιστήμιο Α.Ε.» για λίγους και εκλεκτούς, στο οποίο «άσυλο» να «αλωνίζουν» θα έχουν επιχειρήσεις.

Για τους «λιμνάζοντες» το υπουργείο Παιδείας έχει στον νου του κρυφές και φανερές επιλογές: να πληρώσουν δίδακτρα καθυστέρησης ή, στο πλαίσιο της κινητικότητας η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης στρατηγικής, να στραφούν (με δικά τους έξοδα) σε καταρτίσεις, πιστοποιητικά, μικρότερης χρονικής διάρκειας προγράμματα, δίνοντας βαρύτητα στην απόκτηση δεξιοτήτων που απαιτούν οι επιχειρήσεις με βάση τους όρους κερδοφορίας τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), κατά τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς 2018-2019, από τους συνολικά 668.734 εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές οι 282.588 ήταν «αιώνιοι». Δηλαδή, σχεδόν οι μισοί (το 42%) από τους φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών. Οι υπολογισμοί, όσον αφορά τους αριθμούς, είναι σωστοί, ωστόσο το ΥΠΑΙΘ τους χρησιμοποιεί για να τροχοδρομήσει μια εκπαιδευτική πολιτική που εξαντλεί την πίεση πάνω στα θύματα που η ίδια έχει δημιουργήσει.

Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά η οποία μένει συνήθως αθέατη, καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.

Οι αιτίες του φαινομένου δεν αποτυπώνονται ποτέ στα στατιστικά στοιχεία και παραβλέπονται μεθοδικά από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση». Οπως έχουμε ξαναγράψει, τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ. στο Πάντειο, στα περισσότερα πρώην ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κ.λπ.).

Αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού, θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.

Εξάλλου, κατά καιρούς έρευνες που σχετίζονται με την εργασία των φοιτητών παρουσιάζουν ενδιαφέροντα ευρήματα. Ερευνα ανέβαζε το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές.

Η αδυναμία αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους σπουδών σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας για τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιων εξόδων, παράλληλα με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, εκκολάπτουν την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπονται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης, ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών. Για πολλούς, λοιπόν, το «προνόμιο» του «αιώνιου» φοιτητή δεν αποτελεί παρά μια άλλη όψη της κοινωνικής μειονεξίας.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το