«Λόγος περί ελευθερίας» κάθε φορά που υπάρχουν απεργιακές κινητοποιήσεις. Το δικαίωμα στην εργασία του, προσοχή στο κτητικό «του», κραύγαζε ο απεργοσπάστης, ο οποίος, όταν ο αγώνας φέρει αποτελέσματα, θ’ αρχίσει με το δισκάκι του να τα μαζεύει για τον εαυτό του.
O καθένας έχει δικαίωμα να αγωνίζεται, μας λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (απρόσωπος και διπλοπρόσωπος συνάμα), αρκεί να μη θίγει τα δικαιώματα των άλλων και κυρίως του διπλανού του.
Απύθμενος φαρισαϊσμός! Εδώ μια κυβερνητική πολιτική θίγει κυριολεκτικά και μεταφορικά ολόκληρη την κοινωνία, καταδικάζοντας τεράστια κομμάτια της σε πείνα και εξαθλίωση. Χτυπάει με το βούρδουλα και τη σφραγίδα του νόμου εργάτες, ξένους και ντόπιους, τη νεολαία, πουλάει γη, νερό, αέρα στους ξένους για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά ταυτόχρονα παίζοντας αστικό θέατρο φοράει τη μάσκα του δημοκράτη και υπερασπίζεται το δικαίωμα στην εργασία, την ελευθερία του ατόμου.
Πριν από διακόσια χρόνια, όταν οι αστικές επαναστάσεις σφράγισαν το τέλος του μεσαίωνα και της φεουδαρχίας, βάζοντας τα θεμέλια της νέας (αστικής) εποχής, το άτομο, το ξεχωριστό άτομο, αποκτούσε την ιδιοπροσωπία του. Αποκτούσε δικαιώματα στη ζωή, τη γη, την ιδιοκτησία, την τιμή και την αξιοπρέπειά του. Ζωγραφίστηκε με ταυτότητα, αποτέλεσε το ξεχωριστό άτομο και οι ιδιότητές του, πηγή έμπνευσης για τους λογογράφους, τους ποιητές, τους πεζογράφους. O Βολτέρος συμπύκνωσε θαυμάσια τα ατομικά σύνορα του ανθρώπου στην εποχή του, δίνοντας το γνωστό ορισμό «η ελευθερία του ενός φτάνει ως εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
Αυτή η εξύμνηση του «εγώ» συνεχίζεται για όλο το 19ο αιώνα και φτάνει στην κορύφωσή της με το Γερμανό φιλόσοφο Φ. Νίτσε και τον υπεράνθρωπό του. Το «εγώ» αρχίζει να γίνεται πλέον καταστροφικό και αδυσώπητο.
Όμως νωρίτερα ο ιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού διακρίνει και σωστά επισημαίνει πως τα άτομα δεν κινούνται τυχαία, ανεξάρτητα και ασύστολα μέσα στην κοινωνία. Δεν πέφτουν από τον ουρανό αλλά γεννιούνται, αναπτύσσονται και πεθαίνουν μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, μέσα σε καθορισμένες υλικές (και πνευματικές) συνθήκες. O άνθρωπος πάντα είναι ιστορικός.
Έτσι ο Μαρξ υποδείχνει στο έργο του «Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής φιλοσοφίας» πως περνάμε από το άτομο και την κοινωνία των πολιτών στην κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. O στόχος μας, λέει, είναι η κατάργηση της αστικής προσωπικότητας, της αστικής ανεξαρτησίας, της αστικής ελευθερίας. Όταν σήμερα οι αστοί προπαγανδιστές μιλούν για ελεύθερες επιχειρήσεις, για ελεύθερη αγορά και ελεύθερο κόσμο, η ελευθερία τους ταυτίζεται με την ιδιοκτησία και το κέρδος. Όταν οι κομμουνιστές και οι συνειδητοί εργάτες μιλούν για ελευθερία και ελευθερίες, θέτουν στο περιεχόμενό της τόσο την έννοια του δικαίου όσο και αυτό που ονόμαζε ο Β.Ι. Λένιν την «κατανόηση της αναγκαιότητας».
Ελευθερία χωρίς γνώση και χωρίς δίκιο είναι ανάπηρη. Είναι ένα εγωιστικό μέγεθος φυλακισμένο στα όρια της αστικής αντίληψης, των αστικών αρχών.
Όταν ο εργάτης αγωνίζεται για την ενότητα της τάξης του, κάνει συνειδητά ένα βήμα προς την ελευθερία, γνωρίζει τα δεσμά του, κατανοεί και παλεύει για το σπάσιμό τους.
Αντίθετα ακριβώς, όταν ο αστός κεφαλαιοκράτης και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι στηλιτεύουν τον απεργιακό αγώνα, συκοφαντούν την κινητοποίηση ή την κατάληψη ενός εργοστασίου είναι γιατί το «εγώ» τους, υπερτροφικό και κορεσμένο από τον ιδρώτα και το αίμα των πολλών, αισθάνεται φυλακισμένο και ανήμπορο.
Υπάρχει το δικαίωμα του απεργοσπάστη; Με βάση το αστικό δίκαιο και το ιστορικό παρελθόν βεβαίως.
Μόνο που αυτό το «δίκιο» είναι φωνή από το χτες και το σκοτάδι, ενώ το βήμα, η οργή, το πνεύμα του απεργού οδηγεί από το εγώ στο εμείς και από την κοινωνία των πολιτών στην κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα.
Και αυτό το δίκαιο υπερασπίζουμε.
Θανάσης Τσιριγώτης
e-prologos.gr