Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα Σαλαζάρ (8 Αυγούστου 1879-10 Απριλίου 1919), αναδείχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα των ανταρτών της αγροτικής Επανάστασης του Μεξικού στα 1910, η οποία κατευθυνόταν κατά του προέδρου της χώρας, Πορφίριο Ντίαζ και των μεγαλοκτημόνων που εκπροσωπούσε και της συγκεχυμένης περιόδου που ακολούθησε (1911 – 1917).
Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα πλέον πολλά πράγματα είχαν αλλάξει στο Μεξικό. Ο καπιταλιστικός «εκσυγχρονισμός» της κοινωνίας παρήγαγε εκρηκτικές αντιθέσεις. Οι νέες βιομηχανίες -συχνά με κεφάλαια αμερικάνων, γάλλων ή βρετανών καπιταλιστών, μαζί με τους σιδηρόδρομους, το τηλέγραφο, τα λιμάνια που τις συνόδευαν, είχαν γεννήσει μια ανήσυχη εργατική τάξη.
Το 1906 ξέσπασε η απεργία στο ορυχείο χαλκού της Κανανέα. Οι μεταλλωρύχοι ξεσήκωσαν όλο το πληθυσμό της επαρχίας ενάντια σε μια αμερικάνικη εταιρεία που λειτουργούσε σαν κράτος εν κράτει. Το απεργιακό κύμα συνεχίστηκε στους σιδηροδρόμους, στην υφαντουργία και το καλοκαίρι του 1907 έφτασε στην υφαντουργία του Ρίο Μπλάνκο, ίσως το μεγαλύτερο τέτοιο εργοστάσιο στον κόσμο εκείνη την εποχή.
Το ίδιο και η αγροτιά βρίσκονταν σε αναβρασμό. Το ημιφεουδαρχικό, καπιταλιστικό σύστημα, ευνοούσε τους ιδιοκτήτες τεράστιων εκτάσεων γης. Την εποχή εκείνη, τη χώρα κυβερνούσε ο στρατηγός Πορφίριο Ντίαζ, η δικτατορία του οποίου σήμανε μια εποχή εγκατάλειψης των μεταρρυθμίσεων. Το κοινωνικό σύστημα στην ύπαιθρο ήταν οργανωμένο γύρω από τις μεγάλες ιδιοκτησίες γης (τις «χασιέδας», «haciendas», που αποτελούσαν το 85% της γης και ανήκαν στο μόλις 2% του πληθυσμού), οι οποίες έκαναν σχεδόν αδύνατη την επιβίωση των ανεξάρτητων κοινοτήτων των αυτοχθόνων ινδιάνων ή των μιγάδων, οι περισσότεροι των οποίων είχαν πέσει σε καθεστώς δουλείας («peonaje») στις «χασιέδας», λόγω χρεών.
Ο Ζαπάτα καταγόταν από πολύτεκνη οικογένεια της μεσαίας κοινωνικής τάξης. Γεννήθηκε μιγάς από καταγωγή στο χωριό Σαν Μιγκέλ Ανενκουϊλκο. Ήταν mediero (επίμορτος καλλιεργητής) και εκπαιδευτής αλόγων. Υπηρέτησε στο στρατό για επτά μήνες.
Δεν ήταν μορφωμένος αλλά είχε έντονα το αίσθημα του δικαίου και σαν Πρόεδρος του συμβουλίου του χωριού του, διεκδίκησε την αποκατάσταση των εδαφών του χωριού που δημεύθηκαν από τα hacendados (τσιφλικάδες). Κι αυτό γιατί η οικογένεια Ζαπάτα είχε δώσει το αίμα της, στους αντιααποικιακούς πολέμους.
Σε ηλικία 18 ετών φυλακίστηκε γιατί πήρε το μέρος των φτωχών χωρικών του Μορέλος, που αντιδρούσαν στο ξεκλήρισμα τους από τις μεγάλες «χασιέδας». Σαν εκλεγμένος πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε τις αρμοδιότητές του για ν’ αρχίσει να συγκροτεί έναν μικρό δικό του στρατό, ο οποίος την άνοιξη του 1911 ξεπέρασε τους 1.000 ένοπλους. Τον Νοέμβριο του 1910, ξέσπασε μεγάλη αγροτική εξέγερση στην χώρα, υπό τον Φρανσίσκο Μαδέρο, πολιτικό αντίπαλο του Πορφύριου Ντίαζ. Ο Ζαπάτα προσχώρησε στην Επανάσταση που είχε σύνθημα «γη κι ελευθερία» μαζί με τους Πάντσο Βίλα και Πασκουάλ Ορότσκο.
Τελικά όμως ο Μαδέρο, ενώ κατάφερε να επιβληθεί, παρέκλινε από τις θέσεις της Επανάστασης αρνούμενος την αγροτική μεταρρύθμιση με βασικό αίτημα την αναδιανομή της γης. Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα προχώρησε με την βοήθεια του αναρχικού, δασκάλου Οτίλιο Μοντάνιο Σάντσεζ, σε κατάρτιση δικού του επαναστατικού αγροτικού προγράμματος (με την ονομασία “πρόγραμμα Αγιάλα”), το οποίο προέβλεπε δήμευση και μοίρασμα στους ακτήμονες του ενός τρίτου των γαιών των φεουδαρχών hacendados, δήμευση όλης της γης των ξένων και των αντιστεκόμενων στην επανάσταση (όσοι hacendados αρνούνταν να παραδώσουν προς αναδιανομή το ένα τρίτο των γαιών τους, θα την έχαναν όλη!), επιστροφή στους μικροϊδιοκτήτες όλων των κατασχεμένων λόγω χρεών περιουσιών τους και παροχή συντάξεων στις χήρες και τα ορφανά όλων των πεσόντων στην επανάσταση.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα Αγιάλα, όλες οι κατασχεθείσες εκτάσεις θα αποτελούσαν κοινοκτημοσύνη των ινδιάνικων κοινοτήτων. Οι Ζαπατίστας ήταν αντάρτες και όχι κανονικός στρατός. Τη μια στιγμή βρίσκονταν στα χωράφια τους σπέρνοντας και την επομένη έπαιρναν το όπλο τους -συνήθως ένα από τα όπλα που εγκατέλειψε ο στρατός του Ντίαζ- και ακολουθούσαν τον φυσικό τους ηγέτη. Ακόμη και τις μέρες που πολεμούσαν δεν έχαναν μεροκάματα: ο Ζαπάτα φρόντιζε να πληρώνονται, «αναδιανέμοντας» έτσι και τον πλούτο που είχαν αφήσει πίσω τους οι τσιφλικάδες, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους. Ακόμη κι όταν η πρωτεύουσα έπεσε στα χέρια του, συνέχισε να ελέγχει ο ίδιος τον τρόπο διανομής της γης ώστε να μοιράζεται δίκαια και να μην γίνονται χατίρια, αλλά και να μην μπορούν οι τσιφλικάδες να δωροδοκούν, να απειλούν και να διαφθείρουν το στρατό του. Η ζωή του γεροδεμένου, μυστακοφόρου, άγριου, παθιασμένου με την επανάσταση άνδρα, ήταν πολύ πιο λιτή κι από τους φτωχότερους των στρατιωτών του. Κι αυτό αύξανε το θαυμασμό, την αγάπη και την πίστη των Ζαπατίστας στο πρόσωπό του.
Σύντομα αρκετοί διανοούμενοι ριζοσπάστες αναρχικοί και σοσιαλιστές της εποχής τάχθηκαν στο πλευρό του Ζαπάτα. Είχαν ενθουσιαστεί ακριβώς από τη γλώσσα του Σχεδίου, είχαν δει στο πρόσωπο του Εμιλιάνο τον ήρωα γέννημα-θρέμμα της γης του Μεξικού, που μπορούσε να ταυτιστεί πλήρως με το λαό, να τον ξεσηκώσει, να τον εμπνεύσει. Άνθρωποι με σπουδές και περγαμηνές, όπως ο πατέρας του νομπελίστα μεξικάνου ποιητή Οκτάβιο Πας, επίσης Οκτάβιο Πας, όπως ο αναρχικός και φίλος του πρίγκιπα Κροπότκιν Αντόνιο Ντίας Σότο ι Γάμα, όπως ο Οκτάβιο Χαν που είχε πολεμήσει στην Παρισινή Κομμούνα, όπως ο μαρξιστής Μιγκέλ Μεντόζα.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης του Μαδέρο, το Φεβρουάριο του 1913, ο Ζαπάτα ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Πάντσο Βίλα στο βορρά και συνέχισε τον αγώνα του, ακόμα κι όταν έπεσε η δικτατορία του Ντίαζ. Μαζί κατέλαβαν τρεις φορές την πόλη του Μεξικού, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αναδεικνύοντας τα ουσιαστικά προβλήματα μιας τέτοιας έντασης κοινωνικού αγώνα.
Στις 6 Δεκέμβρη του 1914 οι δύο ηγέτες των αγροτών κάθονται εναλλάξ στην προεδρική καρέκλα του Μεγάρου της πόλης, και ο φακός τους αποθανάτισε σε μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της Μεξικάνικης Επανάστασης.
Δεν είχαν συγκεκριμένες απαντήσεις για τη συνέχεια, μόνο γενικόλογες τοποθετήσεις ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα για τη γη στις επαρχίες τους. Την στρατηγική αμηχανία τους, που αντανακλούσε την ταξική φύση της αγροτιάς, την έκφρασε παραστατικά ο Βίγια που φέρεται να είπε στον Ζαπάτα: «Αυτή η πολυθρόνα είναι πολύ μεγάλη για μας». Η επανάσταση των αγροτών στο Μεξικό δεν θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το τέλος της, χωρίς τη σύνδεση των αγροτών με την εργατική τάξη.
Ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του, τον Φλεβάρη του 1918, ο Ζαπάτα συνέταξε την επιστολή του για την Ρώσικη Επανάσταση. «Πολλά θα κερδίζαμε, πολλά θα κέρδιζε η ανθρωπότητα και η δικαιοσύνη, αν όλοι οι λαοί της Αμερικής και όλα τα έθνη της γηραιάς Ευρώπης καταλάβαιναν ότι ο αγώνας του Επαναστατημένου Μεξικού και ο αγώνας της Ρωσίας είναι και αντιπροσωπεύουν τον αγώνα της ανθρωπότητας, το υπέρτατο συμφέρον όλων των καταπιεσμένων λαών(…) Και καλό είναι να μην λησμονείται ότι λόγω και ως αποτέλεσμα της αλληλεγγύης του προλεταριάτου, η χειραφέτηση του εργάτη δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα η ελευθερία του αγρότη».
Ο μεγάλος εκείνος επαναστάτης, ο «τίγρης του Νότου» («El Tigre del Sur»), όπως τον αποκαλούσε ο λαός, που δήλωνε ότι «είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός» («es mejor morir a pie que vivir arrodillado»), προστάτης ήρωας για τους αυτόχθονες χωρικούς και «μηδενιστής» και «αρχιλήσταρχος» για τους γαιοκτήμονες και την κυβέρνηση που τον είχε επικηρύξει ελπίζοντας μάταια στην προδοσία, δολοφονήθηκε τελικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις στις 10 Απριλίου 1919 στην χασιέδα de San Juan της Τσιναμέκα (Chinameca) του Μορέλος, μετά από ενέδρα που του στήθηκε από τον στρατηγό Πάμπλο Γκονζάλες (Pablo Gonzalez, που είχε καταστρέψει παλαιότερα ολόκληρα χωριά και είχε κρεμάσει εκατοντάδες χωρικούς. Για τους αυτόχθονες λαούς, υπήρξε σωτήρας και ήρωας. Λίγο μετά την εξόντωση του ηγέτη του, ο «Απελευθερωτικός Στρατός» διαλύθηκε, ενώ όμοιο τέλος είχε και ο συναγωνιστής του Πάντσο Βίγια, που δολοφονήθηκε και αυτός το 1923. Για τον Ζαπάτα γράφτηκαν πολλές ιστορίες και τραγούδια, πολλά ακόμα και από την εποχή που ακόμα ζούσε, ενώ μέχρι και σήμερα ο τάφος του αποτελεί σημείο προσκυνήματος για τους ιθαγενείς του Νότιου Μεξικού και στο όνομά του (ως «Ζαπατίστικος Στρατός για την Εθνική Απελευθέρωση», «Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional» ή EZLN ή «Ζαπατίστας») έχει συγκροτηθεί από το 1994 το επαναστατικό κίνημα των αυτοχθόνων Ινδιάνων στην περιοχή Τσιάπας (Chiapas).
Ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα δεν έπαψε ποτέ να γράφει για τον έρωτα, την επανάσταση και την αντίθεσή του στο σύστημα της εκμετάλλευσης . Γι αυτό, ύμνησε με την ποίησή του την επανάσταση στο Μεξικό και τον πρωτεργάτη της, Εμιλιάνο Ζαπάτα.
Πατρίδα ζητάμε
Πατρίδα ζητάμε για τους ταπεινωμένους
κι εσύ με το μαχαίρι σου Ζαπάτα Εμιλιάνο
δίκαια μας μοιράζεις
των πατεράδων τις κληρονομιές
Πατρίδα ζητάμε κι οι ντουφεκιές τρομάζουν
και τ’ άλογα τρομάζουν τα γένεια των δημίων
κι όλες τις φυλακές
Μην περιμένεις λασπωμένε χωρικέ
μερίδιο τ’ουρανού γονατιστός αν μείνεις…
Σήκω και τρέξε τρέξε καβαλάρη
μαζί με τον Ζαπάτα τον αρχηγό μαζί
Μπορασίτα Μπορασίτα
μαζί μου ήθελα να ’ρθεις
μα εσύ μου είπες όχι
Καλλιτέχνης: Πουλόπουλος Γιάννης Άλμπουμ: Εμιλιάνο Ζαπάτα Συνθέτης: Γλέζος Γιάννης
Στιχουργός: Pablo Neruda Έτος Κυκλοφορίας: 1971
e-prologos.gr