Δημήτρης Μαυρίδης
Εκ των πραγμάτων η λέξη εμπέδωση απαιτεί την καταβολή έστω και ελάχιστης δύναμης ή βίαιης ενέργειας, ώστε να καταστεί κάτι ἔμπεδον, δηλαδή σταθερό, αμετακίνητο και ακλόνητο. Έτσι, για να επιτευχθεί η σταθερότητα του πασσάλου στη γη ασκείται πάνω του η δύναμη ενός πέτρινου ή ενός μεταλλικού εργαλείου από τον αρχαίο τεχνίτη και του δονητικού μηχανήματος έμπηξης πασσάλων από τον σύγχρονο επαγγελματία. Επίσης, η εμπέδωση τεχνικών, μεθόδων, όρων και εννοιών στο μυαλό ενός μαθητή (με την ευρύτερη έννοια) συντελείται, συνήθως, υπό το κράτος του άγχους και της έντονης καταβολής πνευματικών δυνάμεων από μέρους του και, όχι σπάνια, υπό την εξωτερική πίεση των εκπαιδευτών – δασκάλων του και, αναπόφευκτα, του ανταγωνιστικού προς αυτόν κοινωνικό περιβάλλον. Τέλος, οι πολίτες εμπεδώνουν τις αρχές, τους νόμους και τις αξίες της κοινωνίας της οποίας αποτελούν μέλη, παρόλο που αυτές πάντοτε διαμορφώνονται σύμφωνα με τις επιταγές και τα προτάγματα – προστάγματα της κυρίαρχης οικονομικά τάξης και που πολλές φορές αντιβαίνουν στους στόχους και τις επιθυμίες τους.
Οι παιδαγωγοί, χωρίς καμιά διάθεση επιβολής, χρησιμοποιούν ασυναίσθητα την έννοια της εμπέδωσης τόσο στην καθημερινή τους απεύθυνση προς μαθητές, γονείς και ομοτέχνους όσο και στις επίσημες και τυπικές συνομιλίες τους με τις διοικήσεις τους και τους παιδαγωγικούς τους συμβούλους. Για παράδειγμα, όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες σε διάλογο δασκάλου – γονιού όπου ακούγεται το σύνηθες «θα επιμείνετε, κυρία μου, στα κλάσματα, μέχρι να τα εμπεδώσει». Η εμπέδωση, ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, με τη συνυποδηλωτική της έννοια δεν αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο μόνο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δηλαδή, δεν αφορά μόνο το καθαυτό σχολικό – εκπαιδευτικό περιβάλλον. Σήμερα, ο όρος τείνει να καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι του δημοσίου λόγου εμπεριέχοντας την έννοια του πατροναρίσματος και της επιβολής. Γιατί η εμπέδωση στη ρητορική πολλών πολιτικών συνδυάζεται με την έννοια της κουλτούρας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αντιφατικού και επικίνδυνου ονοματικού συνόλου.
Χωρίς να το αντιληφθούμε η έκφραση εμπέδωση μιας κουλτούρας παρεισέφρησε στο λεξιλόγιό μας αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το παράδοξο που υπάρχει στην αποδιδόμενη σημασία του ονοματικού αυτού ζεύγους. Και η παραδοξολογία αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η κουλτούρα διαμορφώνεται πρωτίστως από ερεθίσματα και αναγκαιότητες, από την εκούσια επιλογή πολιτιστικών επιτευγμάτων, «προϊόντων» και νοοτροπιών και όχι εξαιτίας της έξωθεν επιβολής ή μιας λανθάνουσας και σε μικρές δόσεις προπαγάνδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής μας φαίνεται να είναι η αποδοχή και χρήση της έκφρασης εμπέδωση κουλτούρας αξιολόγησης, τη στιγμή που ούτε η πρώτη λέξη συνδέεται, σύμφωνα με την διατυπωμένη άποψη, με τη δεύτερη, αλλά ούτε και η δεύτερη με την τρίτη, καθώς καμιά κοινωνική ομάδα ή μεμονωμένο μέλος της δε θα έθετε εαυτόν αβίαστα σε μια διαδικασία που εκ των πραγμάτων διενεργείται από άλλους. Ακόμα και η αυτοαξιολόγηση – διαδικασία που ξεκινά και καταλήγει στο ίδιο το υποκείμενο – ταυτιζόμενη με την επίπονη και δυσάρεστη διαδικασία της αυτοκριτικής, είναι κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι διαχειρίζονται και, αν πραγματωθεί, χαρακτηρίζεται από έντονη υποκειμενικότητα. Ωστόσο το πρόβλημα εμπέδωσης μιας κουλτούρας δεν είναι τόσο ειδολογικό όσο ποσοτικό. Προσφάτως, αλλά και καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας, ο λόγος της κυρίαρχης τάξης εκφραζόμενος από τα μέσα κατευθυνόμενης ενημέρωσης και διαστρέβλωσης γεγονότων έχει επιδοθεί σε μία άοκνη προσπάθεια προπαγάνδισης ηθών και επιβολής νοοτροπιών, τις οποίες εμφανίζει ως κάποια είδη κουλτούρας που έχουν δοκιμαστεί σε άλλες χώρες και που πρέπει οπωσδήποτε να εμπεδωθούν απ’ όλους εμάς. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για κουλτούρες που είχαν καταγραφεί σε περασμένες ζοφερές εποχές στην «καθαυτή συνείδηση» του ελληνικού λαού, αλλά που για πολλά χρόνια είχαν απωθηθεί στο υποσυνείδητό του. Έτσι, δίχως αιδώ, μετά από μια μεγάλη τραυματική μετεμφυλιακή περίοδο, μετά από μια επταετία βασανιστηρίων και παραφροσύνης και μετά από μια δεκαετή κρίση οικονομικής αφαίμαξης και ψυχολογικής κατάπτωσης, επιστήμονες και πολιτικοί κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα εμπέδωσης της κουλτούρας του φόβου, της υπακοής και του σεβασμού στους κρατούντες, στα όργανα επιβολής της τάξης, στους «άριστους» και στη δήθεν «αυτοδημιούργητη» – πλην κρατικοδίαιτη – επιχειρηματικότητα. Κοντά σ’ αυτά ήρθε και προστέθηκε η κουλτούρα της μετριότητας, της ρηχότητας και της μεταφυσικής αναζήτησης. Αναμφίβολα, πρόκειται για τη μικρογραφική προβολή μιας υπερατλαντικής κοινωνίας στο «οικόπεδο του Θεού».
Απαριθμώντας τις προτεινόμενες – κρυφίως και ενίοτε αναφανδόν – κουλτούρες προς εμπέδωση, αναλογιζόμενοι το ποιόν και το ποσόν τους, κατανοούμε πως αυτές αποτελούν συνιστώσες μιας ενιαίας κουλτούρας, της κουλτούρας του αυνάνα. Στις μέρες μας ο ιδανικός για τις κυβερνήσεις πολίτης δεν είναι ο ενεργός πολίτης. Εν μέσω πανδημίας, περιβαλλοντικών καταστροφών, εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο και βίαιης καταστολής της έκφρασης εκμηδενίζεται η ευγενική προσπάθεια κάποιων δασκάλων στα σχολεία για την καλλιέργεια της ανιδιοτέλειας, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού, του διαλόγου, της ανοχής και της δικαιοσύνης. Σήμερα, ο ιδανικός για τους κρατούντες πολίτης είναι ο υπερενεργός αυνάνας πολίτης. Η εμπέδωση της κουλτούρας του αυνάνα σχεδόν έχει συντελεστεί στην κοινωνία μας. Μιας κουλτούρας, ωστόσο, που δεν έλκει την καταγωγή της από το λατινικό ρήμα colo (θεραπεύω, καλλιεργώ), αλλά από την ελληνικότατη ομόηχή της.
Δημήτρης Μαυρίδης
e-prologos.gr