Αναζωπύρωση των συζητήσεων για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχει προκαλέσει μια σειρά πολιτικών επιτυχιών κομμάτων διαφόρων χωρών, που θεωρούνται εκπρόσωποί της. Πρωθυπουργός της Ιταλίας είναι πλέον η Τζόρτζια Μελόνι. Το κόμμα της προέρχεται από απομεινάρια του ιταλικού φασισμού και αποτελεί το πιο ηχηρό παράδειγμα αυτών των εξελίξεων. Λαμβάνοντας με τα «Αδέλφια της Ιταλίας» το 26% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές, ηγήθηκε του συνασπισμού δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων και ανεδείχθη σε πρωθυπουργό.

Είχε προηγηθεί η εκλογική επιτυχία του κόμματος των «Σουηδών Δημοκρατών» στη Σουηδία στις εκλογές του Οκτωβρίου, όπου με πάνω από το 20% των ψήφων πέτυχε το υψηλότερο ποσοστό της ιστορίας του και αποτελεί πλέον ρυθμιστή στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Την περασμένη άνοιξη, η ηγέτιδα της ακροδεξιάς στη Γαλλία, Μαρίν Λε Πεν, απέτυχε να εκθρονίσει τον Μανουέλ Μακρόν στις εκλογές του Απριλίου. Είχε όμως την υψηλότερη εκλογική επίδοση που έχει επιτύχει και αρκετοί πιστεύουν ότι θα είναι η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας.

Στη Γερμανία η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» έχει εδραιωθεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, παρά τη μικρή αποδυνάμωσή της στις τελευταίες εκλογές. Πλέον ανακάμπτει δημοσκοπικά και  κινείται σε ιστορικά υψηλά ποσοστά.

Στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Όρμπαν κυβερνάει από το 2010. Έχοντας επανεκλεγεί το 2014, 2018 και 2022, είναι ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας. Στην Πολωνία ο Αντρέι Ντούντα κυβερνά από το 2015 και διατηρεί υψηλή δημοτικότητα παρά τις ακραίες πολιτικές που έχει υιοθετήσει, όπως η απαγόρευση των αμβλώσεων.

Στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, ακροδεξιά κόμματα κατέγραψαν τις καλύτερες εκλογικές επιδόσεις στην ιστορία τους. Το VOX στην Ισπανία με άνω των 15% των ψήφων στις εκλογές του 2019. Το Chega στην Πορτογαλία με το 7,2% στις εκλογές του 2022.

Παραδείγματα μπορούν να εντοπισθούν και σε άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία και η Αυστρία.

Σε δυο δεκαετίες, ο μέσος όρος των εκλογικών επιδόσεων των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη αυξήθηκε από περίπου το 5% την δεκαετία του ’90, κοντά στο 20% την δεκαετία του 2010. Αυτό συνέβη εις βάρος των παραδοσιακών δεξιών, σοσιαλδημοκρατικών και ψευτοαριστερών κομμάτων.

Έχει διαμορφωθεί ένα πανευρωπαϊκό ρεύμα το οποίο φαίνεται να αμφισβητεί την κυριαρχία των εδραιωμένων παρατάξεων.

Ποιες είναι όμως οι αιτίες που το ακροδεξιό ρεύμα βρέθηκε σε ενισχυμένη θέση; Σε ποιο έδαφος δυνάμωσε και σε τι αποσκοπεί πραγματικά;

Οικονομική κρίση και σάρωμα των μεταπολεμικών λαϊκών κατακτήσεων στην ΕΕ

Για δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς την ανατροπή των μεταπολεμικών κατακτήσεων των ευρωπαϊκών λαών, όπως το κοινωνικό κράτος, η ασφάλιση, η δημόσια υγεία και παιδεία, οι συλλογικές συμβάσεις κλπ. Η περίφημη «σύγκλιση», δηλαδή η σύγκλιση των βιοτικών επιπέδων του φτωχού νότου προς τον εύπορο βορρά της Ευρώπης, που υπήρξε το δέλεαρ για πολλούς λαούς, δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως αν κάποια σύγκλιση συμβαίνει, είναι η αντίστροφη, η καθίζηση του βορρά προς το νότο. Μέσω ευρωπαϊκών συνθηκών (Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα) δημιουργήθηκε το πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων». Η συνθήκη της Λισαβόνας, ήρθε να επικυρώσει το «Ευρωσύνταγμα» που είχε απορριφθεί από κάποιους λαούς, όπως ο γαλλικός και ο ολλανδικός, μέσω δημοψηφισμάτων. Πρόκειται για  περιπτώσεις, όπου οι δομές της ΕΕ παρέκαμψαν την εκφρασμένη λαϊκή θέληση.

Από το 2008, το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης επιτάχυνε αυτή την εξέλιξη. Ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο επιβλήθηκαν σκληρά προγράμματα προσαρμογής, στη χώρα μας γνωστά ως μνημόνια. Ήταν μια διαδικασία αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων και εθνικής ταπείνωσης, που ήρε τις ψευδαισθήσεις περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και διεύρυνε το χάσμα νότου και βορά. Την περίοδο εκείνη στη χώρα μας εισήλθε στο πολιτικό σκηνικό η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή.

Η πανδημία και η διαχείρισή της από τις κυβερνήσεις της ΕΕ, φόρτωσε παραπέρα οικονομικά βάρη στους λαούς, αποκάλυψε τη γύμνια στον τομέα της υγείας και φανέρωσε  περισσότερο το αυταρχικό της πρόσωπο, με την επιβολή των γνωστών απαγορεύσεων και διακρίσεων και την ενίσχυση του αστυνομικού κράτους.

Πλέον η ΕΕ βρίσκεται στον αστερισμό της ενεργειακής κρίσης που έχει φέρει όχι τόσο ο ίδιος πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά η πολιτική των κυρώσεων με αφορμή αυτόν στη Ρωσία. Οι τιμές των καυσίμων και της ενέργειας είναι σε ιστορικά υψηλά, βάρος που επωμίζονται κυρίως τα λαϊκά στρώματα. Η Ευρώπη κινδυνεύει να βρεθεί σε κατάσταση αποβιομηχάνισης, υπακούοντας στις απαιτήσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Το κόστος λειτουργίας μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, διαμορφώνεται σε μη διαχειρίσιμα ύψη. Όλα αυτά προμηνύουν αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ευρωπαϊκοί λαοί καλούνται να πληρώσουν και το «τίμημα της δημοκρατίας», δηλαδή το κόστος τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων που ανακοινώνονται με αφορμή τον πόλεμο.

Στα πλαίσια του ενεργειακού ζητήματος επιβάλλονται από την ΕΕ αντιλαϊκές και αντεθνικές κατευθύνσεις. Περιπτώσεις τέτοιες, η απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ηλεκτρισμού στη χώρα μας και ο περιορισμός της κτηνοτροφικής παραγωγής στην Ολλανδία. Οι λαοί βλέπουν τις οικονομίες των χωρών τους να επανασχεδιάζονται μέχρι λεπτομέρειας εναντίον τους, πολλές φορές και σε βάρος των παραδόσεών τους, από μια απομακρυσμένη, ανεξέλεγκτη ευρωπαϊκή γραφειοκρατεία.

Αυτά είναι κάποια βασικά στοιχεία του οικονομικού εδάφους, όπου παρατηρείται η  ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Βέβαια, ένα ζήτημα είναι οι οικονομικές κρίσεις που ξεσπούν και άλλο είναι η διαχείριση τόσο αυτών όσο και των πολιτικών κρίσεων στις οποίες οδηγούν.

Καταστολή και στήριξη της ακροδεξιάς πολιτικής στην Ευρώπη

Η πολιτική της οικονομικής καταβαράθρωσης δεν είναι η μόνη που δημιουργεί εύφορο έδαφος για τη δημαγωγία της ακροδεξιάς.

Παράλληλα εξελίσσεται από τους κυρίαρχους κύκλους στην ΕΕ και μια πολιτική, η οποία ποικιλοτρόπως τη στηρίζει και υιοθετεί τις αντιλήψεις της.

Η πολιτική της καταστολής και της αστυνομοκρατίας εντείνεται διαρκώς εντός της ΕΕ. Από την Ελλάδα της αχαλίνωτης αστυνομικής βίας την εποχή επιβολής των μνημονίων ως τη Γαλλία του διαρκούς καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» και της άγριας καταστολής των «κίτρινων γιλέκων», όπου έχει ξεσπάσει κάποιο λαϊκό κίνημα αντίστασης στις πολιτικές της λιτότητας, αυτό αντιμετωπίζεται με έξαλλη αστυνομική βία.

Ταυτόχρονα εξασκείται μια απροσχημάτιστη και ευθεία στήριξη σε ακροδεξιές κυβερνήσεις, όπως  με το καθεστώς του Ζελένσκι στην Ουκρανία. Ένα καθεστώς προϊόν πραξικοπήματος με τις νεοφασιστικές δυνάμεις στην πρώτη γραμμή, που υμνεί τους συνεργάτες του ναζισμού και επιβάλλει ρατσιστικές διακρίσεις στους πολίτες του. Αυτό ισχύει και σε χώρες – μέλη της ΕΕ της Βαλτικής όπου ο ξέφρενος αντικομμουνισμός, συνοδεύεται με το πιο επίσημο ξέπλυμα του φασισμού, με πολίτες α΄ και β΄ κατηγορίας.

Άλλωστε ο αντικομμουνισμός έχει εξελιχθεί σε μια από τις βασικές ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ. Τα αντικομμουνιστικά «μνημόνια» που ψηφίζονται στα όργανά της, αποτελούν προσπάθεια ανιστόρητης εξίσωσης του κομμουνιστικού κινήματος με το φασισμό. Η ιστορία αναθεωρείται και η πλευρά που συνέτριψε το φασισμό στην Ευρώπη παρουσιάζεται ως συμπλήρωμά του. Πρόκειται για μια εκδοχή της θεωρίας των «δύο άκρων», που στην πράξη στοχεύει να χτυπήσει τον κομμουνισμό και να ξεπλύνει τον φασισμό. Αυτό δείχνει και η απαγόρευση των κομμουνιστικών συμβόλων και κομμάτων σε μια σειρά χώρες μέλη της ΕΕ, την ίδια ώρα που οι ακροδεξιές δυνάμεις που προέρχονται από τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών ναζί, δρουν ανενόχλητες.

Ίσως όμως το πιο εύληπτο παράδειγμα υιοθέτησης της ακροδεξιάς πολιτικής και ρητορικής από τις εδραιωμένες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, να είναι η όξυνση της αντιμεταναστευτικής και αντιπροσφυγικής πολιτικής. Τα συρματοπλέγματα και οι φράχτες, η γκετοποίηση των μεταναστών και προσφύγων, τα ναυάγια και οι χιλιάδες πνιγμένοι στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου, κινούνται προς το «φρούριο – Ευρώπη» που απαιτεί η ακροδεξιά. Ακόμη χειρότερα όμως, το ζήτημα αυτό έχει γίνει και πεδίο άσκησης καθαρά ρατσιστικής πολιτικής, όπως φαίνεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση των Ουκρανών προσφύγων σε σχέση με αυτούς που προέρχονται από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. (Δημήτρης Καιρίδης βουλευτής Ν.Δ. για τους Ουκρανούς πρόσφυγες  «…μιλάμε για χριστιανούς, λευκούς, Ευρωπαίους, που είναι από εμάς, … όχι αλλόθρησκους…».

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας συνοδεύεται από μια υποστήριξη των ακροδεξιών αντιλήψεων και πολιτικών από το παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτό στερεί από τη δυνατότητα της ακροδεξιάς να απλώσει τη δημαγωγία της. Το αντίθετο όμως ισχύει. Όταν το αποδεκτό πολιτικό φάσμα γίνεται πομπός των ακροδεξιών ιδεών, δημιουργείται το έδαφος για την ενίσχυση των πιο «γνήσιων» εκφραστών τους.

Όσον αφορά την ενίσχυση της ακροδεξιάς, υπάρχει ένα στοιχείο που επαναλαμβάνεται σε διάφορες χώρες. Δυναμώνει σε περιοχές όπου προηγούμενα είχε ισχυρή επιρροή η αριστερά, πριν εκφυλιστεί και χρεοκοπήσει στα μάτια των λαών. Αυτό ισχύει και για το AFD στην ανατολική Γερμανία, που είχε δύναμη η ψευτοαριστερά του Die Linke, όσο και για την «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν στη Γαλλία, τη Μελόνι στην Ιταλία, ακόμη και τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα.

Αυτό δε μπορεί παρά να οφείλεται στην ταύτιση των ψευτοαριστερών κομμάτων με τις δεξιές αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ. Ας επισημανθεί ότι, οι πολιτικές της φτώχειας και του αντιδημοκρατικού κατήφορου, έχουν εφαρμοστεί τόσο από την παραδοσιακή Δεξιά, όσο και από την ψευτοαριστερά ή και από διάφορους συνδυασμούς τους, όπου συμμετέχει ακόμη και η ακροδεξιά, όπως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στη χώρα μας πρόσφατα. Στο βαθμό που η αριστερά εκφυλίστηκε σε στήριγμα ή ακόμη και σε εφαρμοστή των δεξιών αντιλαϊκών πολιτικών στην Ευρώπη, τα λαϊκά στρώματα έμειναν χωρίς εκπροσώπηση. Από την κάλπικη αριστερά εγκαταλείφθηκε και το ζωτικό για πολλούς λαούς αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, μιας και αυτό δε χωράει στα πλαίσια της ΕΕ με την οποία είναι ταυτισμένη. Τα κενά αυτά ήρθε και τα κάλυψε η ακροδεξιά, ασκώντας αντιπλουτοκρατική και πατριδοκάπηλη δημαγωγία.

Εφεδρεία του συστήματος

Οι ακροδεξιές δυνάμεις της Ευρώπης ισχυρίζονται ότι αντιμάχονται τους βασικούς πυλώνες της εφαρμοζόμενης πολιτικής στην ΕΕ. Έχουν όμως ήδη δώσει δείγματα γραφής που καταρρίπτουν τον ισχυρισμό τους. Παρά τον «ευρωσκεπτικισμό» τους, δεν αμφισβητούν ούτε την ΕΕ σαν οικοδόμημα. Αντιθέτως, πολλές φορές υπερακοντίζουν υπέρ των αντιλαϊκών πολιτικών της.

Η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν παραμένει εντός της ΕΕ, ενώ η ακροδεξιά κυβέρνηση έφερε το «νόμο – σκλαβιά» του 2018, βάσει του οποίου οι εργοδότες μπορούν να απαιτούν ως και 400 ώρες υπερωρίες των οποίων την πληρωμή θα μπορούν να καθυστερούν μέχρι και τρία χρόνια! Δεν είναι αυτός ένας νόμος βγαλμένος από τα πιο τρελά όνειρα των «γραφειοκρατών» της ΕΕ, αυτούς που ακροδεξιά ισχυρίζεται ότι πολεμάει; Παρόμοιο νόμο έφερε και ο ακροδεξιός πρώην καγκελάριος της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, το καλοκαίρι του 2018.

Η Μαρίν Λεπέν υποσχόταν δημοψήφισμα για την παραμονή της Γαλλίας στην ΕΕ. Όσο το ενδεχόμενο της εξουσίας πλησιάζει,  βεβαιώνει ότι πλέον τάσσεται κατά της αποχώρησης. Αυτό αποτελεί προσαρμογή στις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών της Γαλλίας και σηματοδοτεί τις σχέσεις της γαλλικής ακροδεξιάς με τους κυρίαρχους κύκλους. Η Λεπέν δεν υπόσχεται κάτι στους Γάλλους, σχετικά με τις χαμένες εργατικές κατακτήσεις. Υπόσχεται μόνο «προτεραιότητα» στους Γάλλους έναντι των μεταναστών, για τα απομεινάρια αυτών.

Στην πρώτη της ομιλία στο ιταλικό κοινοβούλιο η Τζόρτζια Μελόνι, υποσχέθηκε παραμονή της Ιταλίας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Πρώτη της «υπόσχεση» η κατάργηση ενός επιδόματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που λαμβάνουν οι πιο φτωχές οικογένειες στην Ιταλία.

Αν ισχυροποιηθεί περαιτέρω το ακροδεξιό ρεύμα, θα αποδειχθεί με οδυνηρό τρόπο ότι οι λαοί της Ευρώπης, όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από αυτό, παρά θα υποστούν με μεγαλύτερη ένταση την ίδια αντιλαϊκή  πολιτική της εξαθλίωσης και της κρατικής καταστολής. Η ακροδεξιά αποτελεί εφεδρεία του συστήματος, που καλείται σε περιόδους κρίσης και αστάθειας να αποπροσανατολίσει του λαούς και να εφαρμόσει με ανανεωμένη πυγμή τη γνωστή πολιτική.

Σπύρος Κ.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πορεία, τ. 55ο, που κυκλοφορεί

πηγή: poreia.net

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το