Εντουάρντο Γκαλεάνο “Οι ασήμαντοι”
Ονειρεύονται οι ψύλλοι πως αγοράζουν έναν σκύλο
και ονειρεύονται οι ασήμαντοι ότι ξεφεύγουν απ’ τη φτώχεια,
ότι κάποια μέρα μαγική
βρέχει καλή τύχη από το πουθενά
ότι βρέχει με τα καντάρια καλή τύχη·
αλλά η καλή τύχη δεν πέφτει χθες, ούτε και σήμερα,
ούτε αύριο, ούτε ποτέ,
ούτε ψιχάλα καλής τύχης δεν πέφτει από τον ουρανό,
όσο πολύ κι αν οι ασήμαντοι την καλούν
και παρόλο που τους ξύνει το αριστερό τους χέρι,
ή σηκώνονται με το δεξί,
ή ξεκινούν τη νέα χρονιά αλλάζοντας την σκούπα.

Οι ασήμαντοι: τα παιδιά του κανενός,
οι ιδιοκτήτες του τίποτα.
Οι ασήμαντοι: τα μηδενικά, οι εκμηδενισμένοι,
τρέχοντας σαν τα κουνέλια, πεθαίνοντας μες στη ζωή, στυμμένοι,
διπλοστυμμένοι.

Που δεν είναι, ακόμα και ας είναι.
Που δε μιλούν γλώσσες, αλλά διαλέκτους.

Που δεν πρεσβεύουνε θρησκείες, αλλά δεισιδαιμονίες.
Που δεν κάνουν τέχνη, αλλά χειροτεχνίες.
Που δεν ασκούν πολιτισμό, αλλά φολκλόρ.
Που δεν είναι όντα ανθρώπινα, αλλά ανθρώπινο δυναμικό.
Που δεν έχουν πρόσωπο, αλλά χέρια.

Που δεν έχουν όνομα, αλλά αριθμό.
Που δεν καταγράφονται στην παγκόσμια ιστορία,
αλλά στις αστυνομικές στήλες των τοπικών εφημερίδων.

Οι ασήμαντοι,
που κοστίζουνε λιγότερο
από τη σφαίρα που τους σκοτώνει.

*φωτογραφία “εξωφύλλου”:
“αλλά τι μπορώ να κάνω,
είμαι μόνο ένα πρόσωπο”
είπαν 7 δισεκατομμύρια άνθρωποι

πηγή: αντιτετράδια, τ. 134

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το