του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Δεν τους έφτανε η Τράπεζα θ(υ)μάτων και η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (απαγορεύει την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε πάνω από 20.000 υποψηφίους κάθε χρόνο) που διαμορφώνουν το λύκειο σε εξεταστικό κάτεργο ορθώνοντας νέους ταξικούς φραγμούς για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας, ετοιμάζουν από το 2024 νέα εξεταστικά πλέγματα.

Οι μαθητές που αποφοιτούν από το δημοτικό και το γυμνάσιο θα εξετάζονται σε Γλώσσα, Μαθηματικά και ακόμη ένα μάθημα. Αυτό θα επιλεγεί ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες και την πληροφορική. Δεν θα πρόκειται για απολυτήριες εξετάσεις, αλλά για διαγωνίσματα των οποίων η βαθμολογία δε θα μετράει για την πρόοδο κάθε μαθητή. Όμως θα αξιοποιούνται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ).

Προφανώς και ο «ανομολόγητος» στόχος είναι η σύνδεση με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων.  Αναφέρει χαρακτηριστικά η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στο σχετικό ρεπορτάζ: «Ουσιαστικά, η πολιτεία κάθε χρόνο θα αποκτά εικόνα για το επίπεδο των μαθητών της χώρας στα βασικά γνωστικά αντικείμενα και θα τα «περνάει» στους συμβούλους εκπαίδευσης και τους καθηγητές».

Αξιολόγηση Να θυμίσουμε ότι από τις σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του νέου υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη  αποκαλύπτεται ότι τα σχολεία θα κατηγοριοποιούνται και με τη «βούλα» της βαθμολογίας των πανελλαδικών εξετάσεων! 

Άλλωστε και το ΙΕΠ αναφέρεται στη «συνοπτική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των σχολείων με μόνο σκοπό αυτό να συμβάλει στη διαφάνεια και ενημέρωση του κοινού σχετικά με το έργο των σχολείων» και τη δημοσιοποίηση για «διάχυση καλών πρακτικών».

Οι εξετάσεις δεν είναι «ουδέτερες» – Ο «μέγας μηχανισμός επιλογής»

Δεκάδες έρευνες και μελέτες έχουν δείξει ότι η σχολική επίδοση είναι συνάρτηση της κοινωνικής προέλευσης των μαθητών. Η παραδοσιακή αντίληψη που ερμήνευε τη σχολική επιτυχία με τις εγγενείς νοητικές ικανότητες και την αποτυχία με την απουσία τους, δέχτηκε συντριπτικά χτυπήματα στο επίπεδο της θεωρίας από δεκάδες αναλύσεις και έρευνες που απέδειξαν ότι η κοινωνική ανισότητα διευθύνει τη σχολική. Επομένως, η σχολική επιτυχία ή η αποτυχία δε γίνεται κατανοητή παρά μόνον εάν τη θεωρήσουμε ως ένα φαινόμενο κοινωνικά προσδιορισμένο.

Το σχολείο, καθώς απευθύνεται σ’ όλο το μαθητικό πληθυσμό με τον ίδιο τρόπο κι έχει από όλους τις ίδιες απαιτήσεις, αγνοώντας τις μορφωτικές ανισότητες, ενισχύει τα πλεονεκτήματα και ευνοεί όσους ήδη είναι ευνοημένοι, εκείνους δηλαδή που η κοινωνική τους προέλευση εφοδίασε με ανάλογη μορφωτική κληρονομιά.  Τίποτα δεν είναι πιο άνισο από ένα σχολείο «ίσο» για «παιδιά άνισα». Το σχολείο ευνοεί εκείνους που είναι ήδη ευνοημένοι, αποκλείει, απωθεί, απαξιώνει τους άλλους.

Αξιολόγηση με βάση τις επιδόσεις των μαθητών

Με τις νέες εξετάσεις,  την Τράπεζα Θεμάτων και τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, το Υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.

Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.

Αξιολόγηση – Κατηγοριοποίηση σχολείων

Για αυτό η νέα δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνιστά ένα αριστοκρατικό σύστημα, όπου θα κυριαρχεί η ταξική επιλογή, οι πολλαπλοί μηχανισμοί μορφωτικού αποκλεισμού των παιδιών των ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας (Βλέπε Τράπεζα Θεμάτων, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής) και η ταξική διαφοροποίηση των σχολείων με βάση τους νόμους της αγοράς. Στόχος ένα σχολείο που θα παράγει εργατικό δυναμικό φτηνό, χωρίς δικαιώματα, αλλά καταρτισμένο με εκείνες τις χρηστικές δεξιότητες που απαιτεί η αγορά και το κεφάλαιο.

Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου.

Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών «διαχείρισης μεγάλων δεδομένων» (big data)».

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το