γράφει ο Στέργιος Ζιαμπάκας
Συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου και έργου και ωρομίσθιοι έχουν σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία πενταετία, ενώ την τελευταία διετία αυξήθηκαν κατά 30%, σύμφωνα με στοιχεία του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ. Στον αντίποδα ο αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων είναι μειωμένος κατά 3.315 εργαζόμενους σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2019 ● Το Ευρωδικαστήριο δικαιώνει συμβασιούχους στην καθαριότητα ελληνικού δήμου ● Ελπίδες για τις καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών.
Τάσεις… επέλασης καταγράφουν οι επισφαλείς μορφές εργασίας στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Τη στιγμή που ο αριθμός του μόνιμου προσωπικού μειώνεται –ή μένει σταθερός, στην καλύτερη των περιπτώσεων–, οι απασχολούμενοι με ελαστικές μορφές εργασίας (συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, έργου, ωρομίσθιοι) αυξάνονται ταχύρυθμα.
Ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία, ενώ μεταξύ 2019-2020 αυξήθηκε κατά περίπου 30%, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζουν σε άρθρο τους οι επιστήμονες του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, Γιώργος Γιούλος και Μαρία Φιλιοπούλου, στοιχεία που έχουν αντληθεί από το Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου («Απογραφή»). Το συμπέρασμα είναι ότι η απασχόληση στον δημόσιο τομέα κινείται στην κατεύθυνση της προς τα κάτω εξίσωσης με τον ιδιωτικό τομέα.
Οι ελαστικές μορφές εργασίας έχουν μια αυξητική προοπτική σε βάρος της μονιμότητας, η οποία «δέχεται μια εκ των έσω επίθεση, μια υπονόμευση από το ίδιο το Δημόσιο», όπως σχολιάζει ο κ. Γιούλος, πρόεδρος του Κοινωνικού Πολύκεντρου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του άρθρου («H εξέλιξη των μεγεθών της εργασίας στον δημόσιο τομέα 2016-2020», kpolykentro.gr), οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται σε υπουργεία και εποπτευόμενους φορείς, καθώς και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εκτός νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ΝΠΙΔ), ανήλθαν σε 569.009 τον Δεκέμβριο του 2020.
Ο αριθμός τους είναι μειωμένος κατά 3.315 εργαζομένους συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019. Αντιθέτως, στους ίδιους φορείς οι συμβασιούχοι και οι ωρομίσθιοι έφτασαν τους 122.746 τον Δεκέμβριο του 2020, καταγράφοντας αύξηση 26,2% συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019 (οπότε ήταν 98.103).
Σε διαρκή άνοδο
Η αύξηση των συμβασιούχων είναι διαρκής. Σε σύγκριση με το 2016 (οπότε αριθμούνταν σε 68.972) καταγράφουν σχεδόν διπλάσιο αριθμό το 2020, ενώ κάθε έτος οι ελαστικές μορφές εργασίας καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο τμήμα του συνόλου των απασχολουμένων στο Δημόσιο: από 12,2% το 2016 και 11,8% το 2017, έφτασαν το 18,3% το 2020 (αναλυτικότερα βλέπε πίνακα). Δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο εργάζεται σήμερα με όρους επισφάλειας. Αυτή η αύξηση «μόνο εν μέρει μπορεί να αποδοθεί στην αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, για την οποία προσλαμβάνονται περίπου 16.000 έκτακτοι εργαζόμενοι», επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Οπως εξηγούν στο άρθρο τους, η αύξηση των επισφαλών μορφών εργασίας αποτελεί μια προσωρινή μόνο απάντηση στην αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να παρέχει δημόσια και κοινωνικά αγαθά και ταυτόχρονα αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσης πρόσληψης τακτικού προσωπικού, με σταθερές σχέσεις εργασίας.
Περαιτέρω, «η αύξηση αυτή συνδέεται με την κυριαρχία των επισφαλών μορφών απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και εντείνει τη γενικότερη απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην οικονομία, επιδρώντας αρνητικά τόσο στις αμοιβές της μισθωτής εργασίας όσο και στο πλαίσιο προστασίας της», καταλήγουν στο άρθρο.
«Η μονιμότητα στο Δημόσιο δεν δέχεται σήμερα μια ευθεία επίθεση, όπως στο παρελθόν, αλλά υπονομεύεται με τις ελαστικές μορφές εργασίας που προκρίνει το ίδιο το Δημόσιο», τονίζει ο κ. Γιούλος.
Στον ιδιωτικό τομέα (βάσει των στοιχείων του συστήματος «Εργάνη») «η κυριαρχία των μορφών επισφαλούς απασχόλησης οδηγεί σε συνεχή απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, κάτι που αποτυπώνεται και στις αμοιβές της μισθωτής εργασίας συνολικά, αλλά και στο πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων. Πάμε σε έναν δυϊσμό της μισθωτής εργασίας: από τη μία μόνιμες σχέσεις με επαρκή μισθό, από την άλλη επισφάλεια χωρίς προστατευτικό πλαίσιο», υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Κοινωνικού Πολύκεντρου.
Από τα στοιχεία που καταγράφονται στο άρθρο του κ. Γιούλου και της κ. Φιλιοπούλου εξάγονται και άλλα συμπεράσματα. Με εξαίρεση το υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου μετακινήθηκε προσωπικό προς άλλους φορείς, οι μεγαλύτερες μειώσεις τακτικού προσωπικού μεταξύ Δεκεμβρίου 2019-Δεκεμβρίου 2020 καταγράφονται σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς.
Στον τομέα της Υγείας (υπουργείο και εποπτευόμενοι φορείς) μειώθηκαν κατά 1.863 οι εργαζόμενοι (από 78.451 το 2019, έφτασαν τους 76.588 το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της «Απογραφής»), ενώ στους ΟΤΑ μειώθηκαν κατά 1.332 οι μόνιμοι εργαζόμενοι (89.049 το 2019, 87.717 το 2020). «Τα ποσοστά απωλειών των φορέων αυτών επί της συνολικής μείωσης του τακτικού προσωπικού φτάνουν στο 56,2% και στο 40%, αντίστοιχα», καταγράφεται στο άρθρο των επιστημόνων.
Αντιθέτως, αύξηση προσωπικού κατά 4.030 απασχολουμένους καταγράφει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Με λίγα λόγια, εν έτει 2020 –οπότε η πρωτοφανής υγειονομική κρίση έπληξε και τη χώρα μας– το κοινωνικό κράτος συρρικνώθηκε σε προσωπικό και άκμασε το κράτος καταστολής…
Ελπίδες για τις καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών
Η τελευταία απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ που δικαιώνει συμβασιούχους στην Ελλάδα γεννά ελπίδες και σε άλλες ομάδες εργαζομένων που έχουν πέσει θύματα της καταχρηστικής πρακτικής του Δημοσίου. Ανάμεσά τους και στις συμβασιούχους καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών που μένουν χωρίς δουλειά έπειτα από πολύχρονη απασχόληση σε εφορίες και τελωνεία, αρχικά με συμβάσεις έργου και στη συνέχεια με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Περίπου 100 από τις εργαζόμενες, που απασχολούνται σε υπηρεσίες της ΑΑΔΕ ακόμη και από το 2004, έμειναν εκτός του τελευταίου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ με αυξημένη μοριοδότηση προϋπηρεσίας μέσω του οποίου προσέβλεπαν σε μια ακόμη ανανέωση των συμβάσεών τους.
Το συντονιστικό των καθαριστριών της ΑΑΔΕ έχει ενημερώσει φορείς και κόμματα, ορισμένα από τα οποία κατέθεσαν ερώτηση, ενώ η Ομοσπονδία Εργαζομένων στις ΔΟΥ με επιστολή στον υπουργό Οικονομικών ζητεί νομοθετική ρύθμιση για να παραμείνουν στις θέσεις τους. Ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών προς το παρόν παραπέμπει το θέμα στο υπουργείο Εσωτερικών.
Το Ευρωδικαστήριο δικαιώνει συμβασιούχους στην καθαριότητα ελληνικού δήμου
Παρά τη συνταγματική επιταγή που απαγορεύει ρητά τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου στο Δημόσιο, τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να θεραπεύουν την κατάχρησή τους, σύμφωνα με την οδηγία 1999/70/ΕΚ
Το Δικαστήριο της ΕΕ εξακολουθεί να υπερασπίζεται την πιο ταλαιπωρημένη και συστηματικά καταστρατηγούμενη από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ευρωπαϊκή οδηγία -και μία από τις λίγες που ρυθμίζουν εργασιακές σχέσεις σε επίπεδο ΕΕ-, την 1999/70/ΕΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Με ακόμα μία απόφαση που δημοσιοποιήθηκε χθες δικαίωσε συμβασιούχους στην καθαριότητα στον Δήμο Αγίου Νικολάου, ανοίγοντας άλλο ένα παράθυρο στη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου για χιλιάδες εργαζόμενους στην Αυτοδιοίκηση και σε όλο τον δημόσιο τομέα.
Το Ευρωδικαστήριο, απαντώντας σε τρία προδικαστικά ερωτήματα που του απηύθυνε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου, στο οποίο είχαν προσφύγει οι εργαζόμενοι, έκρινε τα εξής:
Πρώτον, ότι η έννοια των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων αυτών στον τομέα της καθαριότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία έγινε βάσει ρητών εθνικών διατάξεων, ακόμα κι αν δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας.
Δεύτερον, ότι η οδηγία 1999/70/ΕΚ που μεταφέρθηκε στο ελληνικό Δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 (το περίφημο Π.Δ. Παυλόπουλου, το οποίο εκδόθηκε από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή σε συμμόρφωση προς την κοινοτική οδηγία και έπειτα από επανειλημμένες υποδείξεις της Κομισιόν προς την Ελλάδα), έχει την έννοια ότι, όταν καταγγελθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, το εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού Δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η κατάλληλη κύρωση για την κατάχρηση. Και στις διατάξεις αυτές του εθνικού Δικαίου περιλαμβάνονται και προγενέστερες αλλά σε ισχύ ρυθμίσεις που επιτρέπουν τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, «παρά την ύπαρξη διάταξης συνταγματικής περικοπής που απαγορεύει τέτοια μετατροπή στον δημόσιο τομέα».
Στην αποστροφή αυτή της απόφασης του ΔΕΕ υπογραμμίζεται εμμέσως η υπεροχή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας έναντι ακόμα και συνταγματικών διατάξεων, εν προκειμένου του άρθρου 103 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση του 2001, που απαγορεύει ρητά τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως συνοψίζεται από το Ευρωδικαστήριο, στη διάρκεια του 2015 οι προσφεύγοντες εργαζόμενοι απασχολήθηκαν από τον Δήμο Αγίου Νικολάου με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στις υπηρεσίες καθαριότητας.
Οι συμβάσεις αυτές, που καταρτίστηκαν αρχικά για διάστημα οκτώ μηνών, παρατάθηκαν με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία ο δήμος τις κατήγγειλε. Η συνολική διάρκεια των συμβάσεων των εργαζομένων κυμάνθηκε μεταξύ 24 και 29 μηνών. Οι εργαζόμενοι άσκησαν αγωγή στην οποία υποστήριξαν ότι η χρήση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι καταχρηστική και αντιβαίνει στον σκοπό και στο πνεύμα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ και ζήτησαν αφενός να κηρυχτεί άκυρη η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, αφετέρου να υποχρεωθεί ο Δήμος Αγ. Νικολάου να τους απασχολεί με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Σημειώνεται ότι ανάλογη απόφαση πήρε πρόσφατα (τον περασμένο Μάρτιο) το ΔΕΕ που συνεκδίκασε τρεις ανάλογες υποθέσεις εργαζομένων στην καθαριότητα στον Δήμο της Μαδρίτης.
στο “εξώφυλλο”: Από πρόσφατη διαμαρτυρία που πραγματοποίησαν οι καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών
πηγή: efsyn
e-prologos.gr