Νούτσο Ορντινε*
Μου προκαλούν τρόμο τα εγκώμια που αυτές τις εβδομάδες, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πλέκουν οι επικεφαλής της ψηφιακής πραγματικότητας και της τηλεκπαίδευσης. Είναι ένας επικίνδυνος δούρειος ίππος, που, εκμεταλλευόμενος την πανδημία, επιδιώκει με ύπουλο τρόπο να εξαφανίσει τα τελευταία προπύργια της προσωπικής μας ζωής και της διά ζώσης διδασκαλίας.
Ωστόσο, ανάμεσα στις τόσες αβεβαιότητες που μας κατακλύζουν, αναδύθηκε μέσα μου μία βεβαιότητα: μόνο η συνάντηση με τους φοιτητές, στην αίθουσα, μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη διδασκαλία και την ίδια τη ζωή του διδάσκοντος.
Δεν μου είχε ποτέ συμβεί, στα τριάντα χρόνια διδακτικού έργου, να φανταστώ ότι θα γίνονταν μαθήματα, εξετάσεις και ορκωμοσίες μέσα από μια ψυχρή οθόνη. Κι ενώ ορισμένοι συνάδελφοι εκθειάζουν την εκπαίδευση του μέλλοντος, εγώ αισθάνομαι την αμηχανία κάποιου που ζει σε έναν κόσμο που του είναι πλέον άγνωστος.
Δεν μιλώ για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργήθηκε – είναι αναπόφευκτο τώρα να προσαρμοστούμε στην ψηφιακή πραγματικότητα, για να μην πάει στράφι το ακαδημαϊκό έτος. Αναφέρομαι σε όσους εν χορώ εξυμνούν την πρόοδο, στους καθηγητές-μάνατζερ της τηλεματικής και στα εξ αποστάσεως πανεπιστήμια, που, από τον Μάρτιο, κατακλύζουν με διαφημίσεις τις εφημερίδες και τα κανάλια της τηλεόρασης.
Υπάρχουν αυτοί που ζητωκραυγάζουν θεωρώντας τον κορωνοϊό σαν ευκαιρία για να συντελεστεί το πολυπόθητο άλμα προς τα εμπρός και η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση και αυτοί που, αντιθέτως, σκέφτονται με λύπη πως δεν είναι δυνατόν να διδάξουν χωρίς την παρουσία των φοιτητών τους. Γι’ αυτόν το λόγο νιώθω μια τρομερή θλίψη στο ενδεχόμενο να κάνω πάλι χρήση της ψηφιακής πλατφόρμας, όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα το φθινόπωρο.
Πώς μπορώ να στερηθώ το θεμελιώδες τελετουργικό που, επί δεκαετίες, έχει τροφοδοτήσει τη διδασκαλία μου και μου έχει προσφέρει τόσες χαρές; Πώς θα μπορέσω να διαβάσω έναν κλασικό συγγραφέα χωρίς να κοιτάζω κατάματα τους φοιτητές μου, χωρίς να μπορώ να βλέπω να διαγράφονται στα πρόσωπά τους εκφράσεις αποδοκιμασίας ή χαμόγελα συνενοχής; Μια πονηρή ερώτηση είναι αρκετή για να σε βοηθήσει να σκεφθείς τι δεν έχεις κάνει καλά. Γιατί και οι καθηγητές είναι μαθητές, και μαθαίνουν και αυτοί. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, χωρίς τη ζωντανή παρουσία μαθητών και δασκάλων, θα γίνουν άδειοι χώροι, χωρίς ζωτική ενέργεια και πνοή.
Ποτέ άλλοτε όπως στη διάρκεια αυτών των μηνών του εγκλεισμού δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τόσο καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις –οι αληθινές, όχι οι εικονικές– γίνονται ολοένα και περισσότερο μια πολυτέλεια. Το είχε αναφέρει προφητικά ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ όταν προέβλεπε ότι «μία μόνο πολυτέλεια υπάρχει, οι ανθρώπινες σχέσεις».
Ψευδαισθήσεις
Τώρα, είμαστε όντως σε θέση να υπολογίσουμε αποτελεσματικά τη διαφορά ανάμεσα στην κανονικότητα και στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Αν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως στην πανδημία, οι βιντεοκλήσεις, το Facebook, το WhatsApp και άλλα παρόμοια εργαλεία αποτέλεσαν τη μοναδική μορφή επικοινωνίας για να διατηρήσουμε ζωντανές τις διαπροσωπικές σχέσεις μας, καθώς ήμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας, με την επιστροφή στην κανονικότητα τα ίδια αυτά εργαλεία μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες πηγές ψευδαισθήσεων.
Είναι τετριμμένη η σκέψη ότι κάνοντας κλικ σε ένα κοινωνικό προφίλ έχεις κάνει έναν νέο φίλο. Ακριβώς όπως το να κάνεις chat στο Διαδίκτυο δεν σημαίνει πως καλλιεργείς φιλίες. Μια αληθινή σχέση έχει ανάγκη από τη σωματική, τη ζωντανή επαφή. Το ίδιο ισχύει και για τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι, κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, σκέφτονται να συνάψουν σχέσεις μέσα από έναν υπολογιστή ή ένα τάμπλετ: μια συνεχής σύνδεση με τους άλλους στο τέλος καλλιεργεί μια νέα μορφή τρομακτικής μοναξιάς.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς Ιντερνετ ή χωρίς τηλέφωνα. Η τεχνολογία όμως, όπως ένα φάρμακο, μπορεί να θεραπεύσει ή να δηλητηριάσει: εξαρτάται από τις δόσεις που θα πάρεις! Στους New York Times, η Nellie Bowles αναφέρει ότι στην Αμερική η χρήση συσκευών παρουσιάζει μειωτική τάση στις πλούσιες οικογένειες και αυξητική στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη.
Οι πλούσιοι και οι άλλοι
Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία που πριμοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις αντί την τεχνολογία. Ετσι, στο μέλλον, οι γόνοι των πλουσίων οικογενειών θα κατέχουν ολοένα και περισσότερο το αγαθό της ανθρώπινης διάδρασης, ενώ η ψηφιακή πραγματικότητα θα προορίζεται για την εκπαίδευση των λιγότερο προνομιούχων. Οι λίγοι που θα μπορούν να πληρώνουν καλά έναν δάσκαλο με σάρκα και οστά και μια παιδεία υψηλού επιπέδου, φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτούς, και όλοι οι άλλοι που δεν θα έχουν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο και θα πρέπει να αρκεστούν σε εικονικά ολογράμματα, που θα παρέχουν απλώς μια τηλεματική τυποποιημένη εκπαίδευση. Θα ήθελα να θυμίσω στους υποστηρικτές των πολυεθνικών της ψηφιακής τεχνολογίας –οι οποίες επιδιώκουν εδώ και χρόνια να κατακτήσουν μια μεγάλη μερίδα της παγκόσμιας αγοράς, αποτελούμενης από εκατομμύρια εκπαιδευόμενων και καθηγητών– ότι καμία εικονική πλατφόρμα δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει τη ζωή ενός φοιτητή. Από τον Σωκράτη μέχρι και πριν από την πανδημία, μόνον οι καλοί καθηγητές μπόρεσαν να το κάνουν.
* Ο κ. Νούτσο Ορντινε είναι καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα El Pais και στην «Κ» δημοσιεύεται κατ’ αποκλειστικότητα όσον αφορά τον ελληνικό Τύπο. Τα βιβλία του καθηγητή Ορντινε κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αγρα. Τη μετάφραση του παρόντος κειμένου έκανε η Μαρία Σπυριδοπούλου.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
e-prologos.gr