γράφει ο Κώστας Μπορδόκας
Αν σκεφτούμε ότι το 1948 η επιβατική αεροπορία στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε νηπιακό στάδιο – ο πρόδρομος της Ολυμπιακής Αεροπορίας Τ.Α.Ε (Τεχνικαί Αεροπορικαί Εκμεταλλεύσεις) ιδρύεται μόλις το 1947 – τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η λέξη αεροπειρατεία είναι ακόμα άγνωστη στη χώρα, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο έχουν καταγραφεί μέχρι τότε μόνο πέντε τέτοια περιστατικά.
Την ίδια εποχή η χώρα βρίσκεται στη δίνη του εμφυλίου πολέμου με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, χωρίς εξωτερική βοήθεια, να είναι στριμωγμένος από τον, ενισχυμένο από δυτικούς Συμμάχους, Εθνικό Στρατό στις βουνοκορφές της Φλώρινας, ενώ σε πόλεις και χωριά επικρατεί η Λευκή Τρομοκρατία με ανηλεείς διώξεις εναντίον αριστερών πολιτών.
Σε αυτό το νοσηρό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, έξι νεαροί Θεσσαλονικείς ΕΠΟΝίτες βλέποντας τον αστυνομικό κλοιό να στενεύει γύρω τους, επιχειρούν να ενωθούν με τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Με προκάλυμμα τις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, φτάνουν στην Αθήνα και λίγες ημέρες μετά, την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1948, επιβιβάζονται από το αεροδρόμιο Ελληνικού σε μια Ντακότα με δεκαεπτά επιβάτες -μεταξύ των οποίων ο βουλευτής Ιωάννης Αποστόλου- και τετραμελές πλήρωμα με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Όταν η πτήση βρίσκεται πάνω από την Εύβοια ένας από τους Επονίτες απασχολεί την αεροσυνοδό, τρεις κατευθύνονται στο πιλοτήριο και δύο άλλοι, κρατώντας σπασμένα μπουκάλια και σουγιά, ζητούν από τους επιβάτες να βάλουν τα χέρια πίσω από το κεφάλι, λέγοντας πως ανήκουν στην Ασφάλεια και διεξάγουν έρευνα. Στη μάχη σώμα με σώμα που ακολουθεί στο πιλοτήριο, κυβερνήτης και ασυρματιστής τραυματίζονται, με τον δεύτερο να δένεται με τη γραβάτα του στο κάθισμα.
Όταν οι νεαροί αποκτούν τον έλεγχο του αεροσκάφους ζητούν από τον κυβερνήτη να κατευθύνει το αεροπλάνο στη Γιουγκοσλαβία.
Ο τελευταίος αρχικά προσπαθεί να τους ξεγελάσει συνεχίζοντας την πορεία προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά οι αεροπειρατές είναι ενημερωμένοι και του ζητούν πορεία προς τον βορρά ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού Αξιού. Όταν αυτό επιτυγχάνεται επιτρέπουν στον ασυρματιστή να στείλει στις 14:50 σήμα στον Ελληνικό Πύργο Ελέγχου :«Υπό απειλάς διήλθομεν σύνορα. Παρακαλούμε ενημερώσατε ποιον αεροδρόμιον Γιουγκοσλαβίας δυνάμεθα προσγειωθώμεν και ποιαν συχνότητα δια να μην μας καταρρίψουν».
Στην Αθήνα επικρατεί πανικός, με τον Γενικό Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας Χαρ. Ισμαηλάκο να διατάζει τον κυβερνήτη «… να επιστρέψει το αεροπλάνο πάση θυσία αμέσως εις Θεσσαλονίκην» χωρίς να παίρνει απάντηση, ενώ τα πολεμικά αεροσκάφη που απογειώνονται επιστρέφουν άπραγα. Τελικά, η Ντακότα προσγειώνεται σε κάποια χωράφια των Σκοπίων, οι αεροπειρατές αποβιβάζονται αφήνοντας ελεύθερους πλήρωμα και επιβάτες, ενώ το αεροσκάφος επιστρέφει ασφαλές στις 17.10 στο αεροδρόμιο της Μίκρας. Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς, αλλά η επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολη σε έχουν συμμετείχαν σε αυτήν.
Οι εφημερίδες της εποχής είναι έξαλλες όχι μόνο αναδεικνύοντας τις διώξεις των αριστερών πολιτικών, αλλά ζητώντας αυστηρότερα μέτρα :«Πώς ήρθαν ως εδώ οι έξι αεροπειραταί εκ των οποίων δύο ανήκοντες εις γνωστήν οικογένειαν συμμοριτών; Ποιος τους έδωσε άδειαν; Πώς ηδυνήθησαν να δώσουν εξετάσεις το Πολυτεχνείον, δια τας οποίας χρειάζονται ορισμένα ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ;».
Άλλες, αναπαράγουν τα πολιτικά στερεότυπα της εποχής :««Αυτοί βρε παιδιά είναι Βούλγαροι, Γιουγκοσλάβοι, Αλβανοί, Ρώσοι. Έλληνες πάντως δεν είναι. Ας πάνε λοιπόν εις τας πατρίδας τους. Εχθροί μας είναι όπου κι αν ευρίσκονται. Καλύτερα λοιπόν μακριά».
Οι έξι νεαροί αεροπειρατές καταδικάζονται ερήμην σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώ αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα από τις Γιουγκοσλαβικές αρχές. Ο 18χρονος Σπύρος Χελμιάδης σκοτώνεται τρεις μήνες μετά στη μάχη του Μπίκοβικ, ο 19χρονος Αχιλλέας Κετιμλίδης σκοτώνεται και αυτός λίγους μήνες μετά σε μάχη στο Κιλκίς, τα αδέλφια Δημήτριος και Αλέξανδρος Κουφουδάκης, 23 και 21 χρονών, επαναπατρίζονται το 1978 και 1985 αντίστοιχα, ο 17χρονος Γιώργος Κέλας επιστρέφει τη δεκαετία του 60 στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο 18χρονος Αντώνης Βογιάζος επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976 όπου εργάζεται ως σκηνοθέτης.
Εξίσου δύσκολη είναι η επόμενη μέρα για τα μέλη του πληρώματος. Ανακρίνονται, φυλακίζονται με την κατηγορία της εγκληματικής αμέλειας και τελικά απολύονται από την εργασία τους.
Η πρώτη αεροπειρατεία στον ελληνικό χώρο, αποδεικνύεται καθοριστική για το μέλλον των αερομεταφορών στην Ελλάδα, αφού αναδεικνύει ελλείψεις και παθογένειες του συστήματος, ενώ θέτει για πρώτη φορά ζητήματα ασφάλειας των πτήσεων και αναθεώρησης των όρων αεροπλοΐας. Η χαλαρότητα που επικρατεί μέχρι τότε στις πτήσεις περιγράφεται σε δημοσίευμα των ημερών :«Το ζήτημα είναι αν ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ υπάρχει και λειτουργεί ένα αποτελεσματικόν σύστημα ασφαλείας γύρω από τας εναερίους και άλλας συγκοινωνίας. Ασκείται ο κατάλληλος έλεγχος των ταξιδευόντων; Της πραγματικής των ταυτότητας; Των αποσκευών; Συχνά ακούονται επεισόδια υπερβολικής αυστηρότητος, κάποτε και βαναυσότητος, εις βάρος επιβατών, και μάλιστα ακραιφνών εθνικοφρόνων. Άλλοτε πάλιν χονδροειδείς ασυναρτησίαι. Από τας Αθήνας φερ’ ειπείν δεν χρειάζεται άδεια δια να μετακινηθείτε εις Πελοπόννησον. Όταν όμως φτάσετε εις την Πελοπόννησον, αι τοπικαί αρχαί ζητούν (εις πολλάς περιπτώσεις) άδειαν. – Μα εις τας Αθήνας μας είπαν ότι δεν χρειάζεται άδεια και δεν εκδίδουν. –Εμείς εδώ θέλουμε άδεια !».
Τέλος, το 1987 ο Κώστας Κουτσομήτης με την ταινία του «Κλοιός» μεταφέρει το ιστορικό γεγονός στις κινηματογραφικές αίθουσες.
πηγή: tvxs.gr
e-prologos.gr