Μπορεί η αναντικατάστατη υπεροχή της δημόσιας υγείας στα δύσκολα να αποκαλύφθηκε, με αφορμή την πανδημία, σε ακόμη μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας. Μπορεί, ακριβώς λόγω της παραπάνω διαπίστωσης, να επιστρατεύτηκαν επικοινωνιακά εργαλεία όπως τα χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια προς το μαχόμενο ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό του Εθνικού Συστήματος Υγείας. «Ατραξιόν» που ξεφούσκωσε πολύ γρήγορα μπροστά στην πραγματικότητα. Ωστόσο η κυβέρνηση, όχι μόνο δεν υλοποίησε τις μεγαλόστομες υποσχέσεις της – υπό το βάρος της πανδημίας και της κοινωνικής πίεσης – για ενίσχυση του ΕΣΥ, αλλά θα προσπαθήσει να υλοποιήσει τους αρχικούς σχεδιασμούς για «ξήλωμα» της δημόσιας υγείας. 

Τα σχέδια περί ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας επανέρχονται εμφατικά στον κυβερνητικό σχεδιασμό, όπως διαφάνηκε ξεκάθαρα από την πρώτη συνέντευξη που παραχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά την κρίση του κορονοϊού στον τηλεοπτικό σταθμό Star. Κι αυτό γιατί ο πρωθυπουργός, πέρα από τα νέα καλά λόγια που επιφύλαξε για γιατρούς και νοσηλευτές, έσπευσε να κάνει αναφορά στη δημιουργία ενός «Νέου Εθνικού Συστήματος Υγείας», στο οποίο κεντρικό ρόλο, όπως είπε θα κατέχει «η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μάλιστα θα μπορεί να «απευθύνεται για μηχανήματα» ή να «αγοράζει υπηρεσίες» από τον ιδιωτικό τομέα. Μια πτυχή αυτής της «συνεργασίας» την είδαμε και μέσα στην πανδημία, με την καταβολή διπλάσιας αποζημίωσης σε ιδιωτικές κλινικές για διάθεση ΜΕΘ ή την εξωφρενική συμφωνία με ιδιωτικά εργαστήρια για τη διεξαγωγή τεστ, όταν τα δημόσια πανεπιστήμια προσέφεραν τις ίδιες υπηρεσίες σχεδόν δωρεάν. Τους κινδύνους αυτής της σχέσης εξάρτησης τους είδαμε επίσης και πριν από περίπου ένα χρόνο όταν τα ιδιωτικά διαγνωστικά, υπό την προεδρία του Γιώργου Πατούλη, έθεσαν υπό «ομηρία» τους ασθενείς, προχωρώντας σε lockdown και εκβιάζοντας το κράτος για μεγαλύτερες αποζημιώσεις.

Μεγαλοστομίες και πραγματικότητα

Η αναγγελθείσα, από τα πρωθυπουργικά χείλη, της επέλασης των ιδιωτών στη δημόσια υγεία, «πατά» πάνω στην πραγματικότητα της συνεχιζόμενης απαξίωσής της από την κυβέρνηση, παρά την υγειονομική κρίση, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν έχει τελειώσει. Αυτή η απαξίωση τεκμαίρεται από το σημερινό ύψος των Δημόσιων Δαπανών για την δημόσια υγεία, το οποίο δεν ξεπερνά το 4,7% του ΑΕΠ, ποσοστό που οι συνδικαλιστικοί φορείς των εργαζομένων στο ΕΣΥ σημειώνουν ότι συγκρίνεται μόνο με χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως σημειώνει η ΟΕΝΓΕ, οι προσλήψεις μόλις 402 επικουρικών γιατρών, δεν αρκούν να καλύψουν παρά μόνο προσωρινά ένα μικρό μέρος των 6500 κενών οργανικών θέσεων, των ανεπαρκέστατων οργανισμών των μονάδων υγείας. Ενώ η ΠΟΕΔΗΝ εκτιμά, ότι χρειάζεται ετήσιο πρόγραμμα μόνιμων προσλήψεων 3000 – 4000 κατ’ έτος ώστε να καλύπτει τις 1500 αποχωρήσεις που γίνονται ετησίως και σταδιακά να μειώνονται οι κενές οργανικές θέσεις. Και ότι για να πάψουν να υπάρχουν λίστες αναμονής σε διασωληνωμένους ασθενείς χρειάζεται η ανάπτυξη 3.500 κλινών ΜΕΘ, όχι μόνο για την πανδημία, αλλά και για τις μεγάλες λίστες αναμονής που δημιουργούνται ετησίως με το κύμα της εποχικής γρίπης. Φυσικά, η ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό του ΕΣΥ, πρέπει να συνοδευτεί και με σταθερό εργασιακό καθεστώς, με όλα τα δικαιώματα.

Το σχέδιο

Χρειάζονται λοιπόν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που κάνει η κυβέρνηση. Ποιο είναι όμως το σχέδιό της; Ακριβώς έναν χρόνο πριν, από τον Σκάι, ο Κ. Μητσοτάκης δήλωνε ότι δεν θα είχε «καμία αντίρρηση να δοκιμάσουμε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας να διοικηθεί σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα», υποστηρίζοντας πως οι ιδιώτες γνωρίζουν καλύτερα την εξίσωση κόστους – οφέλους. «Το δημόσιο δεν είναι κατ’ ανάγκην κρατικό», είχε τονίσει. 

Ο πρόεδρος της ΝΔ ανέφερε ακόμη πως δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, θα μπορούν να εργάζονται για λογαριασμό της ιδιωτικής εταιρείας, η οποία θα παρέχει τις υπηρεσίες της στο Δημόσιο και θα δίνει στους εργαζόμενους μπόνους αν είναι ικανοποιημένοι με την απόδοσή τους. Ως παράδειγμα έφερε ένα ακτινοδιαγνωστικό κέντρο. «Το κράτος δεν θα αγοράζει πλέον τον αξονικό τομογράφο αλλά υπηρεσίες», είπε.

Κι αν αυτό ισχύει σε κάποιο βαθμό και σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναπτύσσοντας το σχέδιό του φρόντισε να κάνει ξεκάθαρες τις διαφορές, καθώς όπως είπε οι δημόσιοι υπάλληλοι θα εργάζονται στο ιδιωτικό κέντρο. «Τι μας ενοχλεί, αντί να αγοράζουμε ως κράτος τομογράφους, να αγοράζουμε τις υπηρεσίες. Σε αυτή τη δομή, θα εργάζονται δημόσιοι υπάλληλοι και αν κάνουν καλά τη δουλειά τους, η ιδιωτική εταιρεία να τους δίνει και ένα μπόνους», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΝΔ. Δηλαδή το κράτος θα κάνει μια σύμβαση με ένα ιδιωτικό κέντρο για ιατρικές εξετάσεις και θα στέλνει να δουλεύουν εκεί οι δημόσιοι υπάλληλοι. Άρα οι ιδιώτες θα προσφέρουν μόνο τα μηχανήματα και τον χώρο. 

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ουσιαστικά, η ΝΔ έχει στόχο να ιδιωτικοποιήσει την ίδια την εργασία του προσωπικού στο δημόσιο σύστημα υγείας, μετατρέποντάς το σε προσωπικό ιδιωτικών εταιριών μέσα στα δημόσια νοσοκομεία  και προσεγγίζοντας την ιατρική πράξη με όρους κόστους.

Από την «αριστεία» στους κουμπάρους

Ως κυβέρνηση η ΝΔ έδωσε τα διαπίστευτήριά της για το πώς εννοεί τη διαχείριση του δημόσιου συστήματος υγείας, ξεκινώντας από τους διορισμούς των διοικητικών των νοσοκομείων, προκαλώντας σάλο και κλαυσίγελο. Έτσι, στη θέση της «αριστείας», δημιουργήθηκε μια ουρά  κουμπάρων τοπικών βουλευτών, αποστράτων, απόφοιτων ΤΕΙ, συζύγων μεγαλοδημοσιογράφων, τα προηγούμενα χρόνια.

Εκτός των αντιδράσεων σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας οι διορισμοί εκείνοι προκάλεσαν και μεγάλη απογοήτευση και σε πολλά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραίτηση της προέδρου της τοπικής οργάνωσης της ΝΔ Κυθήρων Αδαμαντίας Κορώνη, αλλά και επιστολή διαμαρτυρίας του «γαλάζιου» δημάρχου του νησιού στον υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια.

Ωστόσο, εκείνη η επιστολή αλλά και γενικά τα παράπονα και οι διαμαρτυρίες, μάλλον λάθος αποδέκτη είχαν, αφού, όλες οι ενδείξεις έδειχναν ότι οι διορισμοί εκπορεύονταν απευθείας από το Μαξίμου. Πέρα από τα δημοσιεύματα περί συνεχόμενων συσκέψεων στενών συνεργατών του πρωθυπουργικού επιτελείου για την οριστικοποίηση των ονομάτων, διάσημη έγινε η παραδοχή του παραιτηθέντος, μετά τον σάλο, διοικητή του νοσοκομείου Καρδίτσας, του 80χρονου, Κωνσταντίνου Πατέρα, ότι ο διορισμός του ήταν ουσιαστικά προϊόν συναλλαγής.

Ειδικότερα, τρεις ημέρες μετά τις εκλογές, στις 10 Ιουλίου 2019, ο Γ. Πατέρας είχε βγει στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και είχε δηλώσει δημοσίως την πρόθεσή του να αναλάβει διοικητής νοσοκομείου. «Εμένα όταν με κάλεσε ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ζήτησε να βοηθήσω τη ΝΔ, εγώ του ζήτησα για μετά τις εκλογές δυο συγκεκριμένα πράγματα, δυο συγκεκριμένες θέσεις και πιστεύω ότι τη μια από τις δυο θα μου τις δώσει. Η μια είναι η θέση του Διοικητή του Νοσοκομείου Τρικάλων, και η δεύτερη είναι εξίσου σημαντική, ίσως και ανώτερη. Ελπίζω πως γρήγορα θα μάθω αν αξιοποιούμαι και πού» είχε δηλώσει στην Ραδιοφωνική Λέσχη 97,6 σε συνέντευξη ο Κώστας Πατέρας.

Λόγω προφανώς των αντιδράσεων σε τοπικό επίπεδο ο Κ. Πατέρας αντί να βρεθεί στην διοίκηση του νοσοκομείου των Τρικάλων βρέθηκε με υπόσχεση να αναλάβει την διοίκηση του νοσοκομείου Καρδίτσας. Το είχε αποκαλύψει στα μέσα Σεπτέμβρη σε άλλη συνέντευξή του στα τοπικά μέσα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να αποκαλύψω ακριβώς τι συμβαίνει, όμως είναι αληθές αυτό που ακούστηκε για να αναλάβω τη θέση στο νοσοκομείο Καρδίτσας….. Εμένα ο ίδιος ο πρόεδρος μου ζήτησε να συμμετέχω και να βοηθήσω το κόμμα. …».

πηγή: tvxs

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το