Η επιλογή, από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, του στρατηγού ε.α. Λόιντ Τζ. Ώστιν Γ’ για τη θέση του υπουργού Άμυνας, χαιρετίστηκε με διθυράμβους από τα αμερικανικά ΜΜΕ. Όμως, ο «πρώτος μαύρος υπουργός Άμυνας» στην ιστορία των ΗΠΑ, ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με άλλες επιλογές του νέου Προέδρου, αλλά και με αυτές του παλιού: είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το αμερικανικό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα παραγωγής πολέμων.
Ως επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης του αμερικανικού Στρατού, ο Ώστιν επιθυμούσε να «αναστήσει» ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα προγράμματα του Πενταγώνου, το αποτυχημένο σχέδιο εξοπλισμού των «ανταρτών» στη Συρία, στην πρώτη μαζική δοκιμή του οποίου επί Ομπάμα, μεγάλο μέρος του οπλισμού είχε καταλήξει στις τάξεις της Αλ Κάιντα και του ISIS.
Το 2014, ο ενεργός ακόμα στρατηγός Ώστιν είχε υποστηρίξει την αμνήστευση των Αμερικανών στρατιωτών που αντιμετώπιζαν κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου από την κυβέρνηση του Αφγανιστάν, ενώ στο βιογραφικό του δηλώνεται πως «ήταν επικεφαλής της εισβολής στο Ιράκ το 2003».
Πιο σημαντική όμως από την καριέρα του στο στράτευμα, είναι μάλλον η πορεία του αφού αποστρατεύτηκε. Ο Ώστιν εμφανίζεται ως μέλος της ίδιας επενδυτικής εταιρείας με την έτερη επιλογή του Τζο Μπάιντεν, τον Άντονι Μπλίνκεν, που έχει τοποθετηθεί στο υπουργείο Εξωτερικών. Πρόκειται για την «Pine Island Acquisition Corp.», που συμπτωματικά έχει την έδρα της στην πολιτεία του Ντέλαγουερ, την οποία εκπροσωπούσε ο Μπάιντεν ως γερουσιαστής και την οποία βοήθησε να γίνει ένας φορολογικός παράδεισος για τις αμερικανικές εταιρείες. Η Pine Island είναι μία εταιρεία που επενδύει σε εταιρείες της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ και υπερηφανεύεται για «την πρόσβαση, το δίκτυο και την εμπειρία» των μελών της, που είναι ένα πλεονέκτημα στην απόκτηση κρατικών συμβολαίων.
Πέρα όμως από αυτό, ο Ώστιν βρίσκεται (ή βρισκόταν) και στο διοικητικό συμβούλιο της Raytheon Technologies, μιας από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές στον χώρο της αεροναυπηγικής και αμυντικής τεχνολογίας. Μέλος της Raytheon ήταν στο παρελθόν και ο τελευταίος εκλεκτός του Ντόναλντ Τραμπ για το υπουργείο Άμυνας, ο Μαρκ Έσπερ.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί έκπληξη. Η Raytheon ήδη ξοδεύει εκατομμύρια δολάρια σε πιέσεις προς την αμερικανική κυβέρνηση για την εφαρμογή πολιτικών που τη συμφέρουν. Χρήματα που λαμβάνει πίσω στο πολλαπλάσιο μέσω κρατικών συμβολαίων, αλλά και μέσω πωλήσεων όπλων σε συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Σαουδική Αραβία. Το λογικό επόμενο βήμα είναι οι υπουργοί Άμυνας να είναι άνθρωποι «της εταιρείας», που θα σιγουρέψει έτσι την κερδοφορία της εις βάρος αθώων ανθρώπων στην Υεμένη, τη Λιβύη, τη Συρία και αλλού.
πηγή: infowar
e-prologos.gr