Λίγα κράτη έχουν την ικανότητα (και το θράσος) να κυρρήσουν τον πόλεμο, χωρίς καμία αιτία και αφορμή, σε άλλες χώρες και, την ίδια στιγμή, να παρουσιάζονται σαν θύματα διεθνούς επιθετικότητας. Οι ΗΠΑ το κάνουν με επιτυχία, εδώ και περίπου έναν αιώνα, στον πλανήτη Γη και, όπως φαίνεται, αποφάσισαν να συνεχίσουν την παράδοση και στο διάστημα.
Καθώς, λοιπόν, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε στα μέσα Δεκεμβρίου τη δημιουργία της νέας Διαστημικής Δύναμης του Πενταγώνου, η οποία θα έχει πρωτίστως επιθετικό χαρακτήρα, ο αμερικανικός μηχανισμός προπαγάνδας προσπαθούσε να πείσει τη διεθνή κοινότητα για την απειλή που δέχονται οι ΗΠΑ στο διάστημα. Ο Τραμπ εξηγούσε με ύφος στρατηλάτη, ότι «το διάστημα είναι το νέο θέατρο επιχειρήσεων του πολέμου» και πως η αμερικανική κυριαρχία είναι ζωτικής σημασίας», αλλά τα αμερικανικά ΜΜΕ έβλεπαν τον έναστρο ουρανό να βάφεται στα χρώματα της ερυθράς απειλής.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι αρκετούς μήνες πριν από την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου, αρκετά ΜΜΕ φιλοξενούσαν εκτενή αφιερώματα στη γιγάντωση του κινεζικού διαστημικού προγράμματος. Αρκετοί δημοσιογράφοι θυμήθηκαν την ικανότητα της Κίνας να καταρρίπτει δορυφόρους (γεγονός το οποίο απέδειξε με επιτυχία το 2007 καταρρίπτοντας έναν δικό της δορυφόρο), αλλά και την επιτυχημένη προσεδάφιση των αρχών του 2019, στη λεγόμενη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης.
Παρόλα αυτά, είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν στρέψει τα διαστημικά βέλη τους προς το Πεκίνο. Από το 2016, το στρατιωτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον άσκησε δριμεία κριτική στον πρόεδρο Ομπάμα, ότι χάνει τη μάχη του διαστήματος από την Κίνα, ενώ αρμόδια υποεπιτροπή του Κογκρέσου αύξησε την πίεση, με σειρά εκθέσεων και ακροάσεων υπό τον τίτλο «Χάνουμε τη μάχη του διαστήματος με την Κίνα;». Το αποτέλεσμα αυτής της κινητοποίησης ήταν η εξασφάλιση τουλάχιστον 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη δημιουργία της Διαστημικής Δύναμης, τα οποία φυσικά καταλήγουν στα θησαυροφυλάκια των μεγαλύτερων βιομηχανιών όπλων στην Αμερική. Η νέα αμερικανική δύναμη, η οποία θα στελεχωθεί με 16.000 άτομα, θα συνυπάρχει ουσιαστικά την Διοίκηση Διαστήματος. η οποία υπάγεται στην πολεμική αεροπορία (η οποία με τη σειρά της ήταν και το τελευταίο «όπλο» που ίδρυσε το Πεντάγωνο το 1947).
Η απάντηση του Πεκίνου ήταν άμεση. Το υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασε τις ενέργειες «που παραβιάζουν κατάφορα τα διεθνώς συμφωνηθέντα για την ειρηνική χρήση του διαστήματος, υποσκάπτουν τις στρατηγικές ισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο και απειλούν ευθέως την ειρήνη και την ασφάλεια στο διάστημα».
Φυσικά. οι ΗΠΑ έχουν πραγματικούς λόγους να ανησυχούν για το διαστημικό πρόγραμμα της Κίνας. Όχι, όμως, γιατί απειλούνται από αυτό (τουλάχιστον όχι στην παρούσα φάση), αλλά, κυρίως, γιατί το Πεκίνο το χρησιμοποιεί για να απαγκιστρωθεί από την αμερικανική κυριαρχία στον τομέα της διαστημικής τεχνολογίας. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η Κίνα ανακοίνωσε ότι αναμένει να ολοκληρώσει στα μέσα του 2020 το δικό της σύστημα γεωεντοπισμού, χάρη στο οποίο δεν θα εξαρτάται πλέον από το αμερικανικό GPS, το οποίο ελέγχεται και λειτουργεί από την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Το λεγόμενο BeiDou-3 (από την κινεζική ονομασία της Μεγάλης Άρκτου) αποτελεί την τρίτη γενιά του κινεζικού συστήματος παγκόσμιου εντοπισμού θέσης και σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα, θα προσφέρει παγκόσμια κάλυψη με μεγαλύτερη ακρίβεια από οποιοδήποτε άλλο σύστημα έχει αναπτυχθεί μέχρι σήμερα σε όλο τον κόσμο. Το Beidou-3 θα μπορεί άμεσα να χρησιμοποιηθεί από το 70% των κινεζικών smart phones και θα είναι συμβατό με τα νέα δίκτυα 5G (έναν τομέα στον οποίο η αμερικανική τεχνολογία έχει ηττηθεί κατά κράτος από κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei).
Πέρα από τις αναρίθμητες εμπορικές χρήσεις, την ασφάλεια των κινεζικών τηλεπικοινωνιών και των εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η κινεζική «Μεγάλη Άρκτος» προσφέρει πλήρη ανεξαρτησία στις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να αναπτύξουν συστήματα διηπειρωτικών πυραύλων τα οποία δεν θα ελέγχονται δυνητικά από το Αμερικανικό Πεντάγωνο.
Για την νέο-αποικιοκρατική αντίληψη των ΗΠΑ όμως, αυτού του είδους η ανεξαρτησία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, ισοδυναμεί με «απειλή» για τα ζωτικά συμφέροντα του αμερικανικού κράτους. Καθώς η Αμερική χάνει, μια μετά την άλλη, τις μάχες σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο, στηρίζεται όλο και περισσότερο στην στρατιωτική της ισχύ για να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δημιουργία της νέας διαστημικής δύναμης δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια εφαρμογής της πολιτικής της κανονιοφόρου στον 21ο αιώνα.
Πηγή: Άρης Χατζηστεφάνου -sputniknews.gr
e-prologos.gr