του Ανδρέα Κοσιάρη


Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε πως ο θεσμός του προέδρου της χώρας έχει «πλήρη ασυλία» για οποιαδήποτε πράξη μπορεί να θεωρηθεί πως γίνεται στα πλαίσια των επίσημων καθηκόντων του, ρίχνοντας πάνω από τον εκάστοτε άνθρωπο που τον κρατά ένα πέπλο ατιμωρησίας που κανένας άλλος θεσμός δεν θα μπορεί να διαπεράσει, μετατρέποντας εν μία νυκτί την αμερικανική «δημοκρατία» σε ένα πολίτευμα με απόλυτες εξουσίες ενός προσώπου.

Η υπόθεση που ήρθε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αφορούσε τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και το κατά πόσο προστατεύονταν οι φερόμενες πράξεις του κατά την 6η Ιανουαρίου 2021, όταν υπό την καθοδήγηση και προτροπή του ίδιου και πηγών πέριξ αυτού επιχειρήθηκε ένα διπλό πραξικόπημα. Ο Τραμπ μεταξύ άλλων φέρεται να πίεσε τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς να μην επικυρώσει τον κατάλογο εκλεκτόρων [οι «εκπρόσωποι» που μεταφέρουν το εκλογικό αποτέλεσμα κάθε πολιτείας εκλέγοντας τον πρόεδρο] ώστε να τοποθετηθούν ψεύτικοι εκλέκτορες που θα μετέφεραν διαφορετικό αποτέλεσμα, αλλά και να πίεσε αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης να αποφανθούν πως οι εκλογές του Νοεμβρίου 2020, στις οποίες ηττήθηκε, ήταν «στημένες».

Η δίκη του Τραμπ για τις κατηγορίες αυτές έχει αναβληθεί επ’ αόριστον, καθώς οι δικηγόροι του έπαιζαν καθυστερήσεις προσπαθώντας να πείσουν τα αμερικανικά δικαστήρια πως ο πρώην πρόεδρος απολαμβάνει «προεδρικής ασυλίας», ενός άγραφου προνομίου που με βάση δεδικασμένα του Ανώτατου Δικαστηρίου προστατεύει τον πρόεδρο από αστικές δίκες για ζητήματα που προκύπτουν κατά την άσκηση των καθηκόντων του όσο εκείνος βρίσκεται στη θέση του — οι δικηγόροι του Τραμπ ισχυρίζονταν πως η προστασία αυτή επεκτείνεται και αφού την αφήσει. Το «επιχείρημά» τους δεν έπιασε σε κανένα από τα κατώτερα δικαστήρια, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ενώπιον των ανώτατων δικαστών, τρεις εκ των οποίων διορίστηκαν από τον Τραμπ.

Η απόφαση του ΑΔ, όμως, δεν αφορά τόσο το παρελθόν του ίδιου του Τραμπ στην προεδρία, όσο το μέλλον του Τραμπ ή οποιουδήποτε άλλου σε αυτήν. Με μία απόφαση σε καθαρά ιδεολογικές γραμμές, η «συντηρητική» πλειοψηφία του Δικαστηρίου αποφάσισε με ψήφους έξι έναντι τριών πως ο εκάστοτε Αμερικανός πρόεδρος, νυν ή πρώην, απολαμβάνει «απόλυτη ασυλία από ποινική δίωξη για πράξεις που εμπίπτουν στην αδιαμφισβήτητη και αποκλειστική συνταγματική του αρμοδιότητα». Επίσης, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Δικαστηρίου, δικαστή Ρόμπερτς, που έγραψε την απόφαση της πλειοψηφίας, δικαιούται «τεκμαιρόμενη ασυλία» για άλλες «επίσημες πράξεις», αλλά «καμία ασυλία για ανεπίσημες πράξεις».

Η κατηγοριοποίηση που χρησιμοποιεί εδώ η συντηρητική πλειοψηφία του Δικαστηρίου είναι κάλπικη. Η απόφαση ουσιαστικά αποκλείει να μπορέσει να προσαχθεί σε δίκη οποιοσδήποτε πρόεδρος των ΗΠΑ για οποιαδήποτε πράξη, ακόμα και καταφανώς παράνομη, η οποία να μπορεί ευλογοφανώς να ενταχθεί στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων και εξουσιών του. Αυτά ορίζονται από το Άρθρο ΙΙ, Τμήμα 2 του αμερικανικού Συντάγματος και είναι εξαιρετικά ευρεία. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι επικεφαλής των Ένοπλων Δυνάμεων της χώρας. Σύμφωνα με την απόφαση του ΑΔ, οποιαδήποτε εντολή δώσει σε εκείνες απολαμβάνει ασυλίας καθώς είναι στο πλαίσιο των επίσημων αρμοδιοτήτων του — ακόμα και η εντολή να ανατρέψουν το πολίτευμα. Αντίστοιχα, ο πρόεδρος έχει την αρμοδιότητα να απονέμει χάρη σε καταδικασμένους. Από όσα λέει το Δικαστήριο προκύπτει πως ακόμα κι αν θεωρητικά αυτός απονείμει χάρη σε κάποιον έναντι προσωπικού ανταλλάγματος, δεν θα μπορεί να διωχθεί διότι η πράξη του ήταν «στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του».

Η ασυλία αυτή είναι «απόλυτη», όπως ρητά τονίζεται στην απόφαση — οι πράξεις που εντάσσονται στην προαναφερόμενη «κατηγορία» δεν μπορούν ούτε καν να εξεταστούν από κανέναν άλλο θεσμό, ούτε από το Κογκρέσο, ούτε από τα δικαστήρια.

Τι γίνεται όμως εάν μια προεδρική πράξη δεν μπορεί άμεσα να ενταχθεί στο πλαίσιο των επίσημων αρμοδιοτήτων του; Υπεύθυνα να εξετάσουν αν η πράξη θεωρείται «επίσημη» και άρα απολαμβάνει ασυλίας ή όχι, είναι σύμφωνα με το Δικαστήριο τα χαμηλότερα δικαστήρια. Όμως, οι όροι τους οποίους θέτει για αυτή την εξέταση είναι απίθανοι. «Κατ’ελάχιστο», λέει η συντηρητική πλειοψηφία του ΑΔ, «ο πρόεδρος θα πρέπει να απολαμβάνει ασυλία από δίωξη για μια επίσημη πράξη, παρεκτός και η Κυβέρνηση [ΣτΜ: τα δικαστήρια, οι εισαγγελείς] μπορεί να δείξει πως η εφαρμογή ποινικής απαγόρευσης σε αυτή την πράξη δεν θα έθετε κανέναν “κίνδυνo παρέμβασης στην εξουσία και τις λειτουργίες της εκτελεστικής εξουσίας”». Ο ορισμός αυτός είναι κυριολεκτικά απίστευτος: μια πράξη μπορεί να είναι ήδη παράνομη για τους κοινούς θνητούς — αλλά αν οι εξουσίες του προέδρου περιορίζονται από την απαγόρευσή της, τότε για εκείνον επιτρέπεται.

Ο παραλογισμός δεν σταματά εκεί. Στην εξέτασή τους, λέει το Ανώτατο Δικαστήριο, τα κατώτερα δικαστήρια δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα κίνητρα του προέδρου για μία πράξη, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα πρέπει να εξεταστούν όλες του οι πράξεις. Ούτε, όπως είδαμε πιο πάνω, έχει καμία σημασία αν η πράξη είναι παράνομη υπό τον αμερικανικό Ποινικό Κώδικα.

Η απόφαση δημιουργεί (εκ του μη όντος, πρέπει να σημειωθεί) δύο κατηγορίες προεδρικών πράξεων, τις «επίσημες» που προστατεύονται απόλυτα, και τις «ανεπίσημες» που δεν προστατεύονται. Και έπειτα κάνει τόσο αδύνατο τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως ανεπίσημης, που ουσιαστικά καταργεί την κατηγορία. Νομικοί και σχολιαστές με γνώσεις νομικών στις ΗΠΑ, προσπαθούν από χθες να φανταστούν κάποια πράξη η οποία να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επίσημη» βάση της απόφασης. Δυσκολεύονται πολύ.

Εκδικητική απόλυση δημοσίων υπαλλήλων επειδή «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις»; Απόλυτη ασυλία. Δωροληψία από ξένο κράτος ή κάποια εταιρεία ώστε να περάσει νομοθεσία που να το/την ευνοεί; Απόλυτη ασυλία. Εντολή στις μυστικές υπηρεσίες να εκτελέσουν πολιτικό αντίπαλο; Απόλυτη ασυλία, οι εντολές στις μυστικές υπηρεσίες είναι στις επίσημες αρμοδιότητες του προέδρου, το κίνητρό του δεν μπορεί να εξεταστεί και δεν έχει σημασία εάν ο φόνος (ή η εντολή για αυτόν) ως πράξη είναι παράνομος.

Όπως τονίζουν στις διαφωνίες τους οι τρεις Δικαστές της μειοψηφίας, οι «Εθνοπατέρες» που συνέγραψαν το αμερικανικό Σύνταγμα και τους οποίους ειδικά οι Συντηρητικοί επικαλούνται συχνά, δεν φαντάζονταν καμία τέτοια ασυλία για τον επικεφαλής της κυβέρνησης. Εξ ου και δεν την περιέγραψαν, όπως έκαναν για παράδειγμα για τους νομοθέτες στις ΗΠΑ, που απολαμβάνουν πολύ συγκεκριμένη συνταγματική ασυλία.

Εκ της αποφάσεως του ΑΔ προκύπτει πως μοναδικός θεσμός που μπορεί να ελέγξει τον πρόεδρο είναι το Κογκρέσο, μέσω της διαδικασίας του impeachment, της «προεδρικής παραπομπής». Εκεί, απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων στην τελική φάση της εκδίκασης από τη Γερουσία, για να υπάρξει καταδίκη, που αφαιρεί από τον πρόεδρο την εξουσία. Όπως γίνεται κατανοητό, είναι από απίθανο έως αδύνατο να υπάρξει μια τέτοια πλειοψηφία, που θα απαιτούσε σημαντικός αριθμός Γερουσιαστών από το κόμμα του προέδρου να αψηφήσουν την κομματική γραμμή.

Επί του πρακτέου, για τον Ντόναλντ Τραμπ σημαίνει πως μεγάλο τμήμα των κατηγοριών που τον βάρυναν για τις πράξεις του την 6η Ιανουαρίου 2021 αφαιρείται. Για κάποιες από τις φερόμενες πράξεις του, το κατώτερο δικαστήριο θα αποφασίσει εάν θεωρούνται επίσημες ή όχι — και αυτό μονάχα διότι σε παρελθόντα χρόνο, οι δικηγόροι του Τραμπ λανθασμένα αποδέχτηκαν ότι κάποιες από τις πράξεις μπορεί να μην εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό. Όμως η απόφαση αυτή δεν πρόκειται να ληφθεί πριν τις εκλογές, αφήνοντας τον Τραμπ να διεκδικήσει ανενόχλητος την προεδρία. Και, εάν εκλεγεί, θα μπορεί να διατάξει τον εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση να πάψει τις διώξεις εναντίον του — εάν εκείνος αρνηθεί θα μπορεί να τον απολύσει και να διορίσει κάποιον υπάκουο. Και τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είναι παράνομο.

Για να πούμε την αλήθεια, σε ό,τι αφορά το παρελθόν της αμερικανικής πολιτικής, ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα. Κανένας Αμερικανός πρόεδρος, ούτε καν ο Νίξον, δεν έχει διωχθεί ποτέ για παράνομες πράξεις επί της προεδρίας του — και ως επίσημη θέση, το κράτος των ΗΠΑ αρνείται πως οι πρόεδροί του μπορούν να λογοδοτήσουν για διεθνή εγκλήματα.

Όμως, όπως είδαμε πιο πάνω, η απόφαση δεν έχει σημασία τόσο για το παρελθόν ή το παρόν, όσο για το μέλλον. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, η πλειοψηφία του οποίου κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «Συντηρητική», ενώ είναι επί της ουσίας Πρωτοφασιστική με έντονα στοιχεία Αποκαλυπτικού Χριστιανισμού, απλά λειαίνει το έδαφος για τον δικτάτορα των ονείρων της. Έναν «ελέω Θεού» και με εξουσίες θεού Αυτοκράτορα που θα κρίνει τους πάντες, θα καθορίζει τα πάντα και δεν θα κρίνεται από κανέναν. Θα μπορεί να κάνει τα πάντα διότι, όπως ρητά δηλώνουν οι Δικαστές, το να μην απολαμβάνει πλήρους ασυλίας θα τον εμπόδιζε να λαμβάνει «τολμηρή και χωρίς δισταγμό δράση». Ο πρόεδρος θέλει τόλμη και αποφασιστικότητα — ηθική; ε, αυτό είναι άλλο θέμα, ποιος νοιάζεται για την ηθική.

πηγή: info-war.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το