Κάθε χρόνο την 1η Αυγούστου γίνεται ο πανηγυρικός εορτασμός της εκκλησίας της Αγίας Φωτίδας, που βρίσκεται στον οικισμό Κώμη του Ρωμανού. «Το παναγύρ τς Αγιά Φουτίδας σντ Κώμ», όπως το λέγαν, έχει παραδοσιακά παλλημνιακή απήχηση και συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών από τα υπόλοιπα χωριά του νησιού, κυρίως της ανατολικής περιοχής, από τις περιφέρειες του Μούδρου και του Κοντοπουλίου. Σε παλιότερες εποχές γινόταν και γλέντι με όργανα, παρά το ό,τι τη μέρα αυτή ξεκινά η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου και τα εδέσματα είναι νηστίσιμα. Λόγω εποχής στα γεύματα κυριαρχούσαν οι ντομάτες, τα νεράγγουρα κι οι μελιτζάνες και μερικοί το λέγαν σκωπτικά: «παναγύρ της αγιαμελιτζανάρας». Γινόταν επίσης εμποροζωοπανήγυρη. Οι κάτοικοι προμηθεύονταν το γουρτζέλι (γουρουνάκι) της χρονιάς, όσοι δεν το είχαν αγοράσει έγκαιρα στο ανάλογο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου ή όσοι είχαν την ατυχία να ψοφήσει το γουρτζελούδ’ τους. Επίσης, ψώνιζαν λαγήνια κι άλλα μικροπράγματα.
Ο χώρος έχει και αρχαιολογικό ενδιαφέρον καθώς εκεί εντοπίζονται ίχνη αρχαίου τεμένους του Ηρακλή που αποτελούσε το κέντρο της αρχαίας εορτής των Οργεώνων καθώς και μεσαιωνικά σπαράγματα.
Ο οικισμός και τα αρχαία κατάλοιπα
Ο μικρός οικισμός είναι ακατοίκητος. Βρίσκεται δύο χιλιόμετρα περίπου ανατολικά του Ρωμανού, στην κοινότητα του οποίου ανήκει. Έχει 15 ως 20 μισοερειπωμένα κτίσματα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μάντρες, ορνιθώνες, αχερώνες και αποθήκες από κατοίκους του Ρωμανού. Το ταπεινό αυτό οικοχάλασμα φέρει το σαφώς αρχαιοελληνικό όνομα «Κώμη», όπως και ο γειτονικός λόφος «Κωμίτ’ς» (Κωμίτης), τα οποία προδίδουν οικιστική και πληθυσμιακή συνέχεια από την αρχαιότητα (Ρόκκος: 1994, σ. 252). Πραγματικά στην περιοχή βρέθηκαν επιγραφές από τις οποίες αποδεικνύεται ότι εκεί υπήρχε ναός του Ηρακλή καθώς και τάφοι και άλλα ευρήματα της προϊστορικής, αρχαϊκής και κλασικής εποχής (Μοσχίδης: 1902 και 1907, σ. 120).
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα διακρίνονταν τα θεμέλια εντυπωσιακού αρχαίου ναού του Ηρακλή. Το 1904 ο Γερμανός αρχαιολόγος Carl Fredrich φωτογράφισε τα ερείπια και υπολόγισε ότι ο ναός είχε διαστάσεις 15×32μ, δηλαδή κάλυπτε επιφάνεια 480 τ.μ. Στην αρχαία Λήμνο ο Ηρακλής ήταν ο προστάτης των Οργεώνων. Αυτοί ήταν ένα είδος συνεταιρισμού με κοινό ταμείο που είχαν ιδρύσει οι Αθηναίοι έποικοι της Λήμνου. Ήταν επίσημα αναγνωρισμένο σωματείο από την αθηναϊκή πολιτεία. Είχαν επιλέξει ως προστάτη, «έφορο», τον Ηρακλή. Στην εορτή του ναού θυσίαζαν ζώα, τα οποία πρόσφεραν σε κοινό συμπόσιο, αφού προηγουμένως έδιναν ένα μέρος από το σφάγιο στον ιερέα ή στην ιέρεια. Εκτός από τους «εταίρους», όπως λέγονταν τα μέλη των Οργεώνων, μετείχαν και ξένοι, οι οποίοι θυσίαζαν το ζώο τους πληρώνοντας ένα χρηματικό ποσό. Στην Κώμη βρέθηκαν δυο επιγραφές που δημοσίευσε ο ιστορικός Αργύριος Μοσχίδης στις αρχές του 20ού αιώνα, στις οποίες περιγράφεται η οργάνωση και τα οικονομικά στοιχεία των Οργεώνων στα 314/313 π.Χ. (Μοσχίδης: 1902 και 1907, σ. 119-121 και Κτιστάκη: 2002).
Η επιλογή του Ηρακλή δεν ήταν τυχαία. Ας θυμηθούμε πως οι περισσότεροι άθλοι του ήρωα σχετίζονταν με την ανακούφιση της αγροτιάς. Όταν σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας, ένας βοσκός ήταν ο πρώτος που του απέδωσε θεϊκές τιμές, διότι γλίτωσαν τα ζωντανά του. Κυνήγησε τις Στυμφαλίδες όρνιθες, διότι κατέστρεφαν κοπάδια και σοδειές. Η εξόντωση της Λερναίας Ύδρας ήταν η προσπάθεια να τιθασεύσει τη λίμνη Λέρνη που πλημμύριζε τους αγρούς. Με τον έλεγχο των υδάτων σχετίζονταν τα υδραυλικά έργα στον Αλφειό και Πηνειό ώστε τα νερά τους να καθαρίσουν τους στάβλους του Αυγεία. Η αρπαγή των βοδιών του Γηρυόνη και των μήλων των Εσπερίδων συμβολίζουν την προσπάθεια να εισαχθούν νέες ράτσες ζώων και νέες ποικιλίες φυτών στον ελλαδικό χώρο.
Γίνεται αντιληπτό πως επέλεξαν να ιδρύσουν το τέμενος του Ηρακλή την Κώμη, διότι βρισκόταν στην καρδιά της εύφορης πεδιάδας της ανατολικής Λήμνου. Δεν γίνεται να μη σταθούμε στον αγροτικό χαρακτήρα που είχε ανέκαθεν η Λήμνος. Στα ομηρικά έπη αναφέρεται πως τροφοδοτούσε με κρασί το στρατόπεδο των Αχαιών πολιορκητών της Τροίας και πως η «χρυσή άμπελος» αποτελούσε το έμβλημα της γενιάς της Υψιπύλης. Στους κλασικούς χρόνους σημαντική ήταν η παραγωγή σιτηρών, μέρος της οποίας εισέπρατταν οι Αθηναίοι υπέρ του ιερού της Δήμητρας, της θεάς της γεωργίας, στην Ελευσίνα. Στην αγροτική κοινωνία του νησιού έζησε και γαλουχήθηκε, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Απολλόδωρος ο Λήμνιος, ο οποίος συνέγραψε την πραγματεία «Περί γεωργίας και ψιλής και πεφυτευμένης», την οποία συνιστούσε ο Αριστοτέλης στους επιθυμούντες να ασχοληθούν με την γεωπονία (Μοσχίδης: 1907, σσ. 57, 123, 125. Αριστοτέλους Πολιτικά 11).
Να, λοιπόν, γιατί στις αρχές Αυγούστου, αφού είχαν σοδιάσει τα σιτηρά, οι Οργεώνες τιμούσαν τον προστάτη τους Ηρακλή κι εύρισκαν την ευκαιρία να εορτάσουν και να ξεδώσουν από τις σκληρές αγροτικές δουλειές. Μια γιορτή που υιοθετήθηκε και αφομοιώθηκε αργότερα από τη χριστιανική θρησκεία.
Τον αρχαίο ναό διαδέχθηκε βυζαντινός οικισμός με εκκλησία, όπως προκύπτει από υπολείμματα τειχών και μαρμάρων που εντόπισε ο Fredrich χωμένα μέσα στα καλύβια του αγροτικού οικισμού. Δυστυχώς, πολλά από αυτά χρησίμευσαν ως έτοιμο οικοδομικό υλικό για τις γύρω μάντρες, με αποτέλεσμα το 1918 ο Άγγλος F.L.W. Sealy να μη βρει σχεδόν τίποτα από τα αρχαία κτίσματα. Κομμάτια μαρμάρινων και γρανιτένιων κιόνων εντοπίζονται μέχρι σήμερα στα γύρω εξωκλήσια. Επίσης, έχουν εντοπιστεί αρχαίοι τάφοι (Τουρπτσόγλου: 1986, σσ. 556, 559).
Ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά ανώνυμα το 1785 από τον Γάλλο λόγιο Choiseul-Gouffier. Το 1858 ο Γερμανός αρχαιολόγος Alexander Conze που πέρασε από εκεί, σημειώνει την Κώμη τόσο στο κείμενο όσο και στο χάρτη του. Αναφέρει επίσης, ότι ανάμεσα στην Κώμη και στον κόλπο του Μούδρου υπήρχε μια λιμνοθάλασσα, η Λίμνη της Κώμης, η οποία έχει αποξηρανθεί σήμερα. Πριν φτιαχτεί ο αμαξιτός δρόμος, οι παλιοί θυμούνται μια πέτρινη κολώνα που είχε μπει ως σημάδι μέσα στη λίμνη για να βρίσκουν βατό πέρασμα στα λασπόνερα. Ως τον 19ο αιώνα στην Κώμη ζούσαν μόνο Οθωμανοί. Κάθε χρόνο περίπου σαράντα «ατλήδες» (καβαλάρηδες) από την Κώμη συμμετείχαν στις αλογοδρομίες του Αγίου Γεωργίου Καλλιόπης σε ξεχωριστό, δικό τους, αγώνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, αναφέρονται και μικτοί γάμοι Οθωμανών της Κώμης με χριστιανές γυναίκες από το Ρωμανού, με συνέπεια το 1923 κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, κάποιες οικογένειες να αποχωριστούν από τον μουσουλμάνο πατέρα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Λήμνο.
Η Κώμη ουδέποτε υπήρξε σπουδαίος οικισμός. Στο κτηματολόγιο του 1874 καταγράφηκαν εκεί μόλις έξι σπίτια. Στις απογραφές του 1863 και του 1874 που έκανε η μητρόπολη Λήμνου δεν απογράφηκαν Χριστιανοί στον οικισμό, στον οποίο κατοικούσαν μόνο λίγοι Οθωμανοί γαιοκτήμονες (Μπελίτσος: 1994, σ. 82, 98, 101). Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν ακόμα λίγοι Τούρκοι ενώ άλλοι ζούσαν στη Μύρινα κι έρχονταν το καλοκαίρι με τις οικογένειές τους για παραθερισμό. Υπήρχε πηγάδι και μια πέτρινη βρύση, την οποία φωτογράφησε ο Sealy το 1918, λίγο πριν κατεδαφιστεί. (Μπουλώτης: 1994, σ. 86). Σήμερα τα ίχνη της δεν διακρίνονται. Το 1953 αντικαταστάθηκε από μια νεότερη, μεγαλύτερη μεν, αλλά όχι εξ ίσου καλαίσθητη με την παλιά.
Ως ξεχωριστός οικισμός η Κώμη δεν καταγράφηκε σε καμιά απογραφή του ελληνικού κράτους παρά το ό,τι ως την δεκ. ’70 υπήρχαν κάποιοι κάτοικοι που μένανε στις μάντρες. Το δρομάκι που διασχίζει το έρημο χωριό και οδηγεί προς την Αγ. Φωτίδα είναι κατάφυτο με χαρουπιές, γκντεριδιές στα λημνιά. Τα γκντερίδια αποτελούσαν ζωοτροφή για τους χοίρους και τις κατσίκες. Από την κατεργασία τους (άλεσμα κλπ) βγαίνει το χαρουπάλευρο και το χαρουπόμελο, αλλά δεν έχω ακούσει ότι γινόταν κάτι τέτοιο στη Λήμνο.
Η Αγιά-Φωτίδα
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η ιδιοκτησία της γης άρχισε να μεταβιβάζεται σε πλούσιους Έλληνες, πλοιοκτήτες ή μετανάστες στην Αίγυπτο και την Μικρασία. Σταδιακά οι αγροί πέρασαν στην κατοχή τους (Παντελίδης: 1876, σ. 14) και κάποιοι τους καθαγίαζαν χτίζοντας εκκλησάκια. Κάπως έτσι σκέφτηκαν και οι κάτοικοι του Ρωμανού κι αποφάσισαν να κτίσουν ναό στην Κώμη, κοντά στο πηγάδι-αγίασμα που υπάρχει εκεί, δίπλα στα χαλάσματα του αρχαίου τεμένους. Τον αφιέρωσαν στην Αγία Φωτίδα, την αδελφή της Αγίας Φωτεινής, ίσως επειδή σύμφωνα με τις Γραφές ο Ιησούς συνάντησε τη Σαμαρείτιδα δίπλα σε ένα πηγάδι:
«…έρχεται ουν ο Ιησούς εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού, ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας, εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή, ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς, δος μοι πιείν…» (κατά Ιωάννη δ΄ 5-7).
Στο αέτωμα του πρόναου, σε μαρμάρινη επιγραφή, αναγράφονται οι κτήτορες:
ΙΔΡΥΤΑΙ:
ΠΑΠΑΘΕΟΦΑΝΗΣ
ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΠΑΡΚΑΣ
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΑΙ 1964:
ΑΝΘΟΥΛΑ Ε. ΡΑΚΑΤΖΗ
‘‘ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΡΙΑ’’
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ
Από τα ονόματα των δύο ιδρυτών συμπεραίνουμε ότι ο αρχικός ναός κτίστηκε γύρω στο 1850-1860. Ο παπά-Θεοφάνης Λαμπίδης ήταν ιερεύς στο Ρωμανού πριν από το 1854. Το όνομά του αναφέρεται και μεταξύ των ανακαινιστών της κεντρικής βρύσης του χωριού το 1849. Συγκεκριμένα, στη βρύση αυτή, η οποία κοσμείται από ορισμένα σχέδια (ήλιος, σελήνη και σταυρός με τα γράμματα «ΙC XC NICA»), υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:
ΑΥΤΗ Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ Κου
ΠΑΠΑ Χ΄΄:ΙΩ. κ. ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ Κου
ΠΑΠΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥ κ. Χ΄΄ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΩΜΘ΄ 1849
Ο παπά-Θεοφάνης υπήρξε σημαντική προσωπικότητα για το Ρωμανού. Ήταν καλλιεργημένος και είχε μετατρέψει το σπίτι του σε σχολείο για δέκα χρόνια περίπου, γύρω στα 1850. Επίσης, ήταν αρχαιολάτρης. Συνέλεγε και αντέγραφε αρχαίες επιγραφές και σ’ αυτόν οφείλεται η διάσωση μιας σημαντικής επιγραφής του 2ου-3ου αιώνα π.Χ. από την Ηφαιστία την οποία αργότερα, το 1900, δημοσίευσε με σχόλια ο Αργύριος Μοσχίδης στην εφ. Νέα Ημέρα της Τεργέστης (Μοσχίδης: 1900).
Ο έτερος των ιδρυτών, ο Κατακουζηνός Πάρκας (ή Μπάρκας), υπήρξε πλούσιος πλοιοκτήτης και αναφέρεται το 1833 σε προικοσύμφωνο (Γεροντούδης: 1971, σ. 10).
Από τότε ο ναός θα ανακαινίστηκε πολλές φορές, αλλά το μέγεθός του, σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες, παρέμεινε το αρχικό, που είναι αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα του οικισμού. Μια ανακαίνιση πρέπει να έγινε το 1928, αν κρίνουμε από τη χρονολογημένη αγιογραφία που υπάρχει στη θύρα της Ωραίας Πύλης, με θέμα τον Ιησού προσευχόμενο στο όρος των Ελαιών. Την υπογράφει ο αγιογράφος Μάνος Παπαμαλής (1901-1993) από το Πορτιανού, ο οποίος από τα μέσα της δεκ. ’30 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καβάλα. Ήταν γιος του λαϊκού ζωγράφου-αγιογράφου Γρηγορίου Παπαμαλή (1871-1941) από τα Μοσχονήσια που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Πορτιανού από τις αρχές του 20ού αιώνα (Κοντέλλης: 1998, σ. 225). Της ίδιας εποχής ή παλιότερες είναι οι δώδεκα μικρές εικόνες των Αποστόλων και η εικόνα του Αγίου Κεραμίου, οι οποίες στολίζουν το τέμπλο του ναού της Αγ. Φωτίδας. Όλες αυτές είναι επιτόπιες διαπιστώσεις που έκανα στα μέσα της δεκ. ’90.
Ανακαίνιση έγινε και το 1964, όπως μας πληροφορεί η ως άνω κτητορική επιγραφή, από την προσκυνήτρια Ανθούλα Ε. Ρακατζή, τον Ευστράτιο Ρηγόπουλο και τη Μαριάνθη Φραγκούλη. Αλλά το ενδιαφέρον των πιστών δεν εξαντλήθηκε. Το 1976-77 έγινε νέα συντήρηση του ναού και αντικαταστάθηκαν οι παλιές μεγάλες εικόνες του τέμπλου. Η εκκλησία σοβατίστηκε και βάφτηκε, με αποτέλεσμα να μην διακρίνονται τα ίχνη της παλιάς λιθοδομής για να διαπιστώσουμε αν έχουν ενσωματωθεί σε αυτήν αρχαία μάρμαρα, κάτι που συνηθιζόταν παλιά. Μόνο ένα κομμάτι μαρμάρινου κίονα υπάρχει στον περίβολο. Το 1995, έγιναν εργασίες συντήρησης, τρίφτηκαν τα μάρμαρα του δαπέδου και γενικά η ετήσια κοσμοσυρροή συντηρεί το ενδιαφέρον των επιτρόπων της Αγ. Φωτίδας. Το 2009-2010 έγινε μια ακόμα ανακαίνιση με δαπάνη της οικογένειας του Βάιου Παφτίνου, όπως αναφέρει νεότερη επιγραφή.
Άλλα εξωκλήσια
Ο Άη Γιάννης. Η επικράτηση των Χριστιανών στις ιδιοκτησίες της περιοχής επιβεβαιώνεται και από το εξωκλήσι του Άη Γιάννη που βρίσκεται μέσα σε έναν αγρό, εκατό μέτρα δυτικά της Κώμης. Σύμφωνα με μια λιθανάγλυφη επιγραφή στο βορινό τοίχο του, κτίστηκε το 1877. Έχει μια πολύ όμορφη εικόνα του απόστολου και ευαγγελιστή Ιωάννη, η οποία παραδόξως φέρει ημερομηνία «29 Αυγούστου 1915». Το παράδοξο έγκειται στο ό,τι στις 29 Αυγούστου δεν γιορτάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αλλά ο Πρόδρομος, ο λεγόμενος Άη Γιάννης ο Παραξ’σμός ή Αποκεφαλιστής, καθώς τιμάται η ανάμνηση της Αποτομής της κεφαλής του Ιωάννη Βαπτιστή.
Το όμορφο αυτό ξωκλήσι σήμερα δεν υπάρχει στην παλιά του μορφή. Λίγα χρόνια ύστερα από το 1995 που είχα επισκεφτεί την περιοχή και έκανα μια πρώτη δημοσίευση για το θέμα στη «Φωνή του Μούδρου», «ανακαινίστηκε εκ βάθρων» τουτέστιν κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε άλλο το οποίο δεν θυμίζει τα παραδοσιακά πέτρινα ξωκλήσια του νησιού (Μπελίτσος: 1996 και 2012).
Η Άγια Καματερή. Τετρακόσια περίπου μέτρα ανατολικά της Κώμης, στ’ αριστερά του αμαξιτού δρόμου προς το Κοντοπούλι, υπάρχει άλλος ένας ναΐσκος, στον περίβολο του οποίου είχα εντοπίσει κομμάτι μαρμάρινου κίονα στα μέσα της δεκ. ’90 που είχα επισκεφτεί το μέρος. Στις σημειώσεις μου τον είχα καταγράψει ως ναό του Αγίου Αντωνίου. Πριν από λίγα χρόνια διάβασα πως λέγεται Άγια Καματερή, σε ένα σχόλιο του Αντώνη Μπαλή, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από το Ρωμανού και ανέφερε ένα ενδιαφέρον ιστορικό σχετικά με την ανέγερση του ναού, το οποίο παραθέτω αυτούσιο:
«Πάνω από την Άγια Φωτίδα είναι η Άγια Καματερή. Φτιάχτηκε προς τιμή του αδερφού της γιαγιάς μου, που, όντας στον στρατό των ΗΠΑ, σκοτώθηκε στην Ευρώπη, στον Α΄ παγκόσμιο. Η σωρός του πήγε Αμερική και επέστρεψε στο χωριό μας σε στρατιωτικό φέρετρο με περτσίνια, που μη μπορώντας να το ανοίξουν μπήκε έτσι στον τάφο… μπορείς να το δεις από έξω στον τάφο, στην Αγία Ελένη» (Αντώνης Μπαλής: 2018).
Κάθε καλοκαίρι, την πρώτη μέρα του Αυγούστου, το μικρό και έρημο χωριουδάκι της Κώμης ζωντανεύει από τους προσκυνητές και τους πραματευτάδες. Οι ψαλμωδίες από την εκκλησία, οι φωνές των παιδιών γύρω από τους πάγκους με τα παιγνίδια και το σκούξιμο των γουρτζελιών που αλλάζουν ιδιοκτήτη, θυμίζουν παλιότερες εποχές, χαμένες ίσως για πάντα στη λήθη του χρόνου, όταν ακουγόταν ακόμα η λημνιά συντυχιά:
«Πάμι αγορούδιμ στην Αγιά Φουτίδα, σντ Κώμ, να πάρωμ γουρτζελούδ, θέλ η μάνασ δυο κμάρια απ τς λαηνάδες κι άμαν έχ κατσίβελοι, θέλου και μια σκαλίδα. Παραγύστερα θα σι τρατάρω ένα σαμσά ή κανά λουκούμ και γαζόζα. Να πιώ κι εγώ κανέ ρακί με κομμάτ μελτζανούδις, ντοματούδια και τίποτις φούλια και τσάγαλα, και σα τζιτζνίσνε οι λυριστήδες, παίξι λυρούδαμ παίξι! Θα χορέψουμι το μπαλαρτό να φραθούμε κομμάτ».
Καλό μήνα!
Θοδωρής Μπελίτσος, 31.7.2022
Πηγές:
Γεροντούδης Λεωνίδας, «Η νήσος Λήμνος», Αθήναι 1971. Κοντέλλης Κώστας Χ., «Το Πορτιανού της Λήμνου», 1998. Κτιστάκη-Τραγάρα Ευτυχία, «Οι Οργεώνες της Λήμνου», Η Φωνή της Ατσικής 10 (Μάιος-Ιούλιος 2002). Μοσχίδης Αργύριος, «Επιγραφαί του ιερού του Ηρακλέους από την Κώμη Λήμνου», Αμάλθεια Σμύρνης φ. 7.339 (Ιανουάριος 1902). Μοσχίδης Αργύριος, «Η Λήμνος», Αλεξάνδρεια 1907. Μοσχίδης Αργύριος, «Λημνιακαί επιγραφαί», Νέα Ημέρα Τεργέστης 1349/2337 (7/20-10-1900). Μπελίτσος Θ., «Η Λήμνος και τα χωριά της», 1994. Μπελίτσος Θ., «Η Αγία Φωτίδα της Κώμης», Η Φωνή του Μούδρου 123 (Ιανουάριος 1996) και Λημνιακά 2012, σελ. 211-213. Μπελίτσος Θ., «Κώμη» στο «Λήμνος. Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά», εκδ. Γ. Κωνσταντέλης 2010, σελ. 280-281. Μπουλώτης Χρήστος, «Παραδοσιακές κρήνες της Λήμνου», Αρχαιολογία 50 (1994), σελ. 79-86. Παντελίδης Γεώργιος, «Ιστορία της νήσου Λήμνου», Αλεξάνδρεια 1876. Ρόκκος Μανόλης, «Η ιστορία της Λήμνου και τα σημερινά της τοπωνύμια», Ονόματα 14 (1994), σελ. 247-255. Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», εκδ. Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1986.
πηγή: belitsosquarks.blogspot.com
e-prologos.gr