γράφει ο Κώστας Καναβούρης
Δεν είναι παίξε–γέλασε υπόθεση το πένθος για να κάνουν χάζι οι πιστοί της κάθε λιτανείας που δεν ακουμπάει στο θάνατο αλλά στο θεαθήναι. Εκεί στραβώνει η δουλειά: στο θεαθήναι. Σ’ αυτό το σεργιάνι στην οδύνη, χωρίς οδύνη. Με το μάτι υγρό και την ψυχή στεγνή στην λυρική νοημοσύνη της απώλειας. «Πού έδυ σου το κάλλος»; Κανένας δεν βρήκε πού δύει το κάλλος, όταν χάνεται πίσω από τα βουνά των φόνων και των βασανισμών. Κανένας δεν βρήκε που κατοικεί το κάλος όταν φεύγει από τα φτερά των πετεινών ενώ κρώζουν φοβισμένα ακούγοντας τις ομοβροντίες των εκτελεστικών αποσπασμάτων και τα γέλια των νικητών. «Πού έδυ σου το κάλλος»; Στην Παλαιστίνη; Στην Μέση και στην Άπω Ανατολή; Στην έσω φρικώδη ερημιά των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ; Στον Αμαζόνιο; Στα ορυχεία των παιδιών της Αφρικής; «Πού», επιτέλους, «έδυ σου το κάλλος;» Στα μάτια των γυναικών όταν τις λιθοβολούν στην Ινδία, όταν δικαιώνουν τους βιαστές τους στις «πολιτισμένες» ηπείρους, όταν τις οδηγούν στη σφαγή και στην υποταγή, με οποιονδήποτε τρόπο, όπου γης; Ή μήπως το κάλλος δύει εκεί όπου κάθε Χριστός της βαθύτατης οδύνης είναι μονάχα άνδρας, και μονάχα λευκός;
Μεγάλη πράγματι η εβδομάδα, αν θέλουμε να ρωτήσουμε τα σπλάχνα μας που ποτέ δεν ησυχάζουν όπως θα έλεγε και ο Διονύσιος Σολωμός. Εκτός κι αν είναι ήσυχα τα σπλάχνα των εξηγημένων χρησμών, σπλάχνα που βολεύτηκαν και τακτοποιήθηκαν μέσα στις εξηγήσεις των ιερέων, και των εξηγητών του αγνώστου. Εκείνων που πάντοτε ξέρουν όσα οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουν. Αυτοί που πάντοτε εξηγούν αυτό που ποτέ δεν επιτρέπεται στους υπόλοιπους να μάθουν: από τι υλικό είναι καμωμένο το κεντημένο αίμα της Επιτάφιας λιτανείας. Αυτό το αιώνιο «Πού έδυ σου το κάλλος;»
Και γύρω να ουρλιάζει ο θρήνος και να ολολύζει ο θάνατος κι ο σπαραγμός: «Πού έδυ σου το κάλλος;» ουρλιάζοντας τον θρήνο σαν απάντηση. Όχι παραίτηση. Σκάβοντας με τα νύχια το χώμα της απέραντης ερήμου που είναι οι ψυχές των απομακρυσμένων. Σκάβοντας με πέτρινα δάκρυα το άνυδρο χώμα των αιώνιων δικαστηρίων όπου η ισχύς απονέμει τα δίκαια στον εαυτό της: «Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Επιβάλλοντας, έτσι, ένα πένθος χωρίς δικαίωση. Υποβιβάζοντας το πένθος σε λιτανείες ελαφρώς ασύντακτης βροχοπτώσεως μιας παιδικής ειμαρμένης επάνω κατ’ επάνω στα ειωθότα.
Ένα εύκολο πένθος που κραδαίνει λόγχη, ξύδι και ζάρια, έτοιμο πάντοτε να παίξει τον θάνατο σε μια ακόμα ζαριά. Σημαδεμένη. Καθώς από την άλλη μεριά του λόφου θα κατεβαίνουν οι μυροφόρες, κρατώντας τυλιγμένα τα λάβαρα της ελπίδας τους, σαν γεννοφάσκια μιας γης λυπημένης, κρατώντας με απέραντη τρυφερότητα τα παιδιά που σκοτώθηκαν στις διαδηλώσεις των Εσταυρωμένων. Από πάντα και για πάντα.
Και η γη πάλι και πάλι θα κρέμεται στο χάος από τα δάκρυά της. Αυτή τη μαγνητική οδύνη των επιταφίων της, που ουδέποτε εκπίπτουν. Όπως η αγάπη. Κάτι σαν επανάσταση έτσι όπως το έλεγε ο Τσε Γκεβάρα: «Οι επαναστάσεις συνδέονται πάντα με αισθήματα αγάπης». Α ναι! Έτσι το ’λεγε. Και ύστερα τον σκοτώσανε βαθιά μέσα στην γούρνα της Βολιβίας. Κανείς δεν είδε το θάνατό του παρά μονάχα οι χωροφύλακες που τον σκότωσαν. Ούτε τον Γολγοθά του είδε κανείς, εκτός από τους αντάρτες της πιο ολόκληρης απελπισίας του και ίσως εκείνος ο ταυρομάχος ο Ιγνάθιο που είχε πεθάνει πιο νωρίς μέσα στον θρήνο ενός Λόρκα. Κι όμως: ακόμα τον λιτανεύουν τον Τσε και τον Ιγνάθιο σαν Τσε, μέσα σε όλους τους θανάτους των αθώων, και δύουν διαρκώς ως άχραντος ανατολή του κόσμου.
πηγή: artinews.gr
e-prologos.gr