Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των διαμερισμάτων στην πρωτεύουσα που προσφέρονται προς βραχυχρόνια μίσθωση σε τουρίστες αυξάνεται συνεχώς. Μέσα στις συνθήκες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, της κατάρρευσης των μισθών και της υψηλής ανεργίας πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα μια ευκαιρία για την εξασφάλιση ενός παράλληλου ή ακόμα και του κύριου εισοδήματός τους. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα αποκλειστικά αθηναϊκό ή ελλαδικό φαινόμενο: μέσω της συγκεκριμένης πλατφόρμας μπορεί κανείς να νοικιάσει ένα κατάλυμα σχεδόν οπουδήποτε καθώς φιλοξενεί περισσότερες από 3.000.000 καταχωρήσεις από 191 χώρες και 34.000 πόλεις, έχοντας μεσολαβήσει σε 45 εκατομμύρια κρατήσεις μόνο το καλοκαίρι του 2017.

Η επιχειρηματική ιδέα στην οποία στηρίζεται είναι ιδιαίτερα απλή. Εκμεταλλευόμενη έναν ήδη υπάρχοντα οικοδομικό όγκο στον οποίο η ίδια δεν χρειάζεται να επενδύσει, μετακυλίει όλα τα ρίσκα στον ιδιοκτήτη/επενδυτή του ακινήτου, χρεώνοντας απλώς για τη χρήση της πλατφόρμας της, τόσο στον ιδιοκτήτη όσο και στον ενοικιαστή του (ο τελευταίος καλείται να καταβάλει γύρω στα ¾ της συνολικής χρέωσης) με ένα ποσό που κυμαίνεται στο 9-15% της αξίας της συναλλαγής. Επιπλέον ωφελείται από τη δωρεάν διαφήμιση που τις κάνουν τόσο οι ιδιοκτήτες, όσο και οι ενοικιαστές, εξοικονομώντας με αυτόν τον τρόπο τεράστια ποσά. Με άλλα λόγια, η επιτυχία της βασίζεται στην εξωτερίκευση της εργασίας και των γενικών εσόδων και στην κεντρικοποίηση του χαμηλού ιδίου ρίσκου που εξασφαλίζεται από την κατοχή μιας προνομιακής θέσης στην αγορά. Επιπλέον, η εταιρεία είναι ιδιαίτερα απρόθυμη σε ό,τι αφορά την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη σε περίπτωση που οι ενοικιαστές προκαλέσουν φθορές, ακόμα και αν αυτές καλύπτονται από τους ελαστικούς όρους της ασφάλειας που η ίδια παρέχει.

Μπορεί η Airbnb να ξεκίνησε πουλώντας το μοντέλο της «συγκατοίκησης» κατά την οποία τουρίστες και ενοικιαστές θα μοιράζονταν τον ίδιο χώρο, στην πραγματικότητα όμως το ποσοστό τέτοιου είδους καταλυμάτων που μπορεί να βρει στην σελίδα της είναι ασήμαντο (για παράδειγμα στη Γερμανία αφορά μόλις το 2% του συνόλου). Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι χώροι που προσφέρονται προς ενοικίαση είναι ολόκληρα σπίτια ή διαμερίσματα, ενώ ορισμένοι από εκείνους που δραστηριοποιούνται μέσω της συγκεκριμένης πλατφόρμας έχουν στην κατοχή τους ακόμα και ολόκληρες πολυκατοικίες. Η πλατφόρμα επίσης προωθεί τον «επαγγελματισμό», εισάγοντας τις τυποποιημένες πρακτικές που συναντάμε στα ξενοδοχεία, όπως συγκεκριμένες ώρες για το check in (άλλωστε φιλοξενεί και κανονικά ξενοδοχεία). Στους ιδιοκτήτες που θέλουν να αξιοποιήσουν το ακίνητό τους προτείνονται επαγγελματίες φωτογράφοι που δραστηριοποιούνται στην περιοχή τους, ώστε μέσω των κατάλληλων πλάνων να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες. Εταιρείες-μεσάζοντες αναλαμβάνουν την προώθηση και τη διαχείριση των ακινήτων όταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν, ενώ σε περιοχές με υψηλή συγκέντρωση τέτοιων καταλυμάτων τα μαγαζιά προσαρμόζονται στις ανάγκες των τουριστών.

Επιπλέον το όλο εγχείρημα χαρακτηρίζεται από τάσεις γρήγορης συγκεντροποίησης καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός ακινήτων περνά στον έλεγχο μιας μικρής μειοψηφίας. Το σύστημα είναι έτσι στημένο που κάποιος που έχει στην κατοχή του πολλά ακίνητα προσελκύει αναλογικά και περισσότερους πελάτες, κάτι που συνεπάγεται ότι τα καταλύματά του έχουν μεγαλύτερη πληρότητα και ο ίδιος απολαμβάνει μεγαλύτερη κερδοφορία αυξάνοντας τις πιθανότητες η επένδυσή του να αποδειχτεί επιτυχημένη. Στην πραγματικότητα δηλαδή το Airbnb αποτελεί έναν (αν και ίσως ιδιότυπο) ξενοδοχειακό όμιλο πλανητικού μεγέθους, ο οποίος στηρίζεται στην προβολή και την εμπορευματοποίηση του «τοπικού», του «διαφορετικού» και του «ιδιαίτερου», που μεταξύ άλλων ρομαντικοποιεί τη φτώχεια και προωθεί τον «ταξικό τουρισμό», για τον οποίο τόσο εύσχημα τραγουδούσαν οι Pulp.

Το Airbnb αποτελεί κομμάτι της λεγόμενης οικονομίας διαμοιρασμού (sharing economy), η οποία προάγει ότι ιδέες, προϊόντα και υπηρεσίες, όπως αυτοκίνητα, ποδήλατα ή στην περίπτωσή μας διαμερίσματα μπορούν με την καταβολή κάποιου αντιτίμου να «μοιράζονται μέσω του διαδικτύου». Ο στόχος που προβάλλεται είναι η μείωση του κόστους των υπηρεσιών αλλά και η απόκτηση νέων «εμπειριών», ενώ ορισμένοι πάνε ένα βήμα παραπέρα κάνοντας λόγο για ένα «κοινωνικό κίνημα», το οποίο στοχεύει στον «εκδημοκρατισμό» του καπιταλισμού. Επιπλέον από τη στιγμή που μπορείς να «μοιράζεσαι» χρειάζεσαι και λιγότερα, κάτι που είναι καλό για την κοινωνική συνοχή, το περιβάλλον και την παγκόσμια ειρήνη, κάτι «ιδιαίτερο» το οποίο καθιστά και τα υποκείμενα που προβαίνουν στις συγκεκριμένες ενέργειες «ιδιαίτερα».

Οι νέες οικονομικές πρακτικές δηλαδή συνοδεύονται και από την (απαραίτητη) ιδεολογία, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σκληρά νεοφιλελεύθερο αφήγημα, το οποίο κηρύττει ότι οι απαντήσεις στα οξυμένα προβλήματα της εποχής δεν μπορούν να δοθούν από τις εκάστοτε πολιτικές αρχές, κατά συνέπεια από τις ίδιες της κοινωνίες, αλλά μόνο από την αυτορρυθμιζόμενη αγορά, στις απαιτήσεις της οποίας κανείς δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποταχτεί. Καθώς η αύξηση των μισθών και των κοινωνικών παροχών είναι εξαρχής εκτός συζήτησης, οι άνθρωποι θα πρέπει στηριζόμενοι στις ατομικές δυνάμεις να αναζητήσουν άλλες λύσεις αν θέλουν να βελτιώσουν τη θέση τους. Το πρόβλημα των χαμηλών μισθών και της εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας που βιώνουν σήμερα μεγάλα κομμάτια της εργαζόμενης πλειονότητας εξατομικεύεται, με τον καθένα να καλείται να αναζητήσει περισσότερες πηγές εισοδήματος.

Η ύπαρξη όμως παράλληλων ως προς τον μισθό εσόδων οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση του ποσοστού του εισοδήματος που προέρχεται από τον ίδιο τον μισθό, οδηγώντας τελικά στη μείωσή του ενώ έχει ως συνέπεια και την επέκταση της εργάσιμης ημέρας. Αυτό που μας λένε είναι απλό: Αντί να παλέψεις για την αύξηση των μισθών, βρες ένα (προσοδοφόρο) παράλληλο εισόδημα, αντί να διεκδικήσεις την επέκταση του δικτύου των μέσων μαζικής μεταφοράς, μοιράσου ένα αυτοκίνητο, αντί να υπερασπιστείς το δικαίωμα στην κατοικία μοιράσου το σπίτι σου, μπας και καταφέρεις να το γλιτώσεις από την τράπεζα. Αν θέλεις να πας διακοπές, βρες μια φτηνή πτήση και με σχετικά λίγα λεφτά επισκέψου μια ξένη χώρα, με τον χαμηλό μισθό σου όμως θα πρέπει να συμβιβαστείς.

Καθώς τα πάντα λογίζονται για εμπόρευμα, ολόκληρη η πόλη μετατρέπεται σε ένα τεράστιο προϊόν που πρέπει να λανσαριστεί κατάλληλα ώστε να μπορέσει να γίνει «ελκυστικό». Επιδιώκοντας να γεμίσουν τα ταμεία τους οι δήμοι προχωρούν στην εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων, ενώ αυξάνεται και η κερδοσκοπία γύρω από τους τόπους κατοικίας. Οι (όποιες) δημόσιες επενδύσεις δεν πραγματοποιούνται εκεί που τις χρειάζονται οι κάτοικοι αλλά με κριτήριο την εξυπηρέτηση των τουριστών. Οι πρώτοι καλούνται επιπλέον να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά και την προσωπικότητα τους, καθώς άμα δεν είναι ευγενικοί και δεν χαμογελούν, άμα δεν είναι «αυθεντικοί» και «γνήσιοι» και δεν προσφέρουν στους επισκέπτες «εμπειρίες» ή άμα παραπονούνται για τον θόρυβο και την πολυκοσμία, οι τουρίστες θα πάνε αλλού.

Αυτές οι πολιτικές οδηγούν σε τρομερή επιβάρυνση των υποδομών των πόλεων καθώς δεν είναι σε θέση να «σηκώσουν» τόσο μεγάλους αριθμούς επισκεπτών, που κατά μέσο όρο καταναλώνουν πολύ περισσότερους πόρους από ό,τι ένας μόνιμος κάτοικος. Κυρίως όμως η απαίτηση της συγκεκριμένης βιομηχανίας να διαμορφώσει τον χώρο σύμφωνα με τις ανάγκες της κερδοφορίας της καταστρέφει τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών. Καθώς τα διαμερίσματα των γειτονιών μετατρέπονται σε μικρά ξενοδοχεία οι παλιοί τους κάτοικοι αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν, ενώ τη θέση των συνοικιακών καταστημάτων παίρνουν μαγαζιά με σουβενίρ και χίπικα φαγάδικα. Το γεγονός ότι αυτή η μονόπλευρη ανάπτυξη καταρρέει μόλις ο συγκεκριμένος προορισμός σταματήσει να είναι «ιν» λίγο φαίνεται να απασχολεί. Όπως λίγο απασχολεί το γεγονός ότι δημιουργείται μια κατάσταση όπου η οικονομία των τουριστικών προορισμών ελέγχεται από μια χούφτα εταιρείες, σε κλίμακα που αποτελεί οιωνό ενός δυστοπικού μέλλοντος. Σε ένα μέλλον όπου την ίδια ώρα που οι αρχές των πόλεων θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση των τουριστικών ροών όλο και περισσότεροι κάτοικοί τους θα δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Όσοι από αυτούς δεν καταλήξουν να είναι άστεγοι (σε όλες τις δυτικές μητροπόλεις ο αριθμός τους αυξάνεται σταθερά) θα εκτοπιστούν στα περίχωρα, ξοδεύοντας τον (όποιο) ελεύθερο χρόνο τους προκειμένου να φτάσουν στην εργασία τους. Όσοι πάλι καταφέρουν να παραμείνουν στο κέντρο θα έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με ένα πλήθος ενθουσιασμένων τουριστών, οι οποίοι θα φωτογραφίζουν τα πάντα και θα παρτάρουν μέχρι τελικής εξάντλησης.

Σε κάποιες πόλεις αυτή η δυστοπία έχει γίνει ήδη πραγματικότητα. Στη Βαρκελώνη οι μόνιμοι κάτοικοι του ιστορικού κέντρου μειώθηκαν κατά 11% τα τελευταία 8 χρόνια, ενώ η Βενετία βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει όλους τους μόνιμους κατοίκους της μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Στη Σαντορίνη και τη Μύκονο το φθινόπωρο που μας πέρασε οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί βρέθηκαν να κοιμούνται στις παραλίες, με το τοπικό αλλά και το κεντρικό κράτος να αδυνατεί να τους παρέχει μόνιμη λύση.[1] Οι ιστορικές συνοικίες του κέντρου της πρωτεύουσας βρίσκονται αντιμέτωπες με μια βίαιη τουριστικοποίηση ενώ στις γειτονιές που προτιμούν οι φοιτητές τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 10-20%. Καθώς η ενοικίαση μέσω Airbnb μπορεί να αποφέρει στους ιδιοκτήτες τρεις φορές περισσότερα χρήματα από την παραδοσιακή μίσθωση, ο αριθμός των εξώσεων σε βάρος των παλιών ενοικιαστών έχει το τελευταίο διάστημα εκτιναχτεί, ενώ η εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών αναμένεται να οξύνει ακόμα περισσότερο το στεγαστικό πρόβλημα.[2]

Όπως όμως και από τους παλιούς χρυσοθήρες ελάχιστοι ήταν εκείνοι που κατάφεραν να κάνουν περιουσία και αυτοί που στην πραγματικότητα πλούτισαν ήταν οι έμποροι που τους πουλούσαν τον εξοπλισμό τους, έτσι και με το Airbnb λίγοι θα είναι εκείνοι που τελικά θα βγουν κερδισμένοι ενώ ο μεγάλος χαμένος θα είναι οι ίδιες οι κοινωνίες. Παρά την προπαγάνδα περί αύξησης των θέσεων εργασίας, κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται καθώς δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πλήττει έντονα πολλούς κλάδους, κάτι που συνεπάγεται απολύσεις. Οι εργασιακές σχέσεις όσων απασχολούνται σε εταιρείες που εμπλέκονται με τη διαχείριση διαμερισμάτων τύπου Airbnb είναι είναι πολύ χειρότερες από εκείνες στις οποίες υπάγονται οι εργαζόμενοι των ξενοδοχείων, που συνήθως καλύπτονται από κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας ενώ η λειτουργία τους απαιτεί και πολύ λιγότερο προσωπικό. Την ίδια ώρα οι προδιαγραφές ασφαλείας (όπως η ύπαρξη πυρασφάλειας) και υγιεινής τους παρακάμπτονται ή αγνοούνται με μεγαλύτερη ευκολία, κάτι που μειώνει τα έξοδα του επιχειρηματία, δημιουργεί όμως κινδύνους για τη γειτονιά. Επιπλέον ένας τουρίστας δεν θα δείξει ποτέ τον ίδιο σεβασμό για τον χώρο στον οποίο κινείται, ούτε θα ανησυχήσει αν ο ηλικιωμένος γείτονάς του έχει μέρες να φανεί.

Τελικά αυτό που συντελείται μέσω της «οικονομίας διαμοιρασμού» είναι η ενίσχυση της εξουσίας του κεφαλαίου. Πανίσχυρα λόμπι φτάνουν να ελέγχουν ολόκληρες γειτονιές, επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους στις τοπικές αρχές την ώρα που παρακάμπτουν και υπερβαίνουν τον κρατικό έλεγχο. Αν και βρισκόμαστε πλέον σε ένα σημείο όπου πολλές κυβερνήσεις επιβάλλουν κανόνες σε τέτοιες υπηρεσίες αυτό περισσότερο μοιάζει με ήττα παρά με νίκη. Κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί να ρυθμίσει τις δραστηριότητες της Αirbnb στην πραγματικότητα ενισχύει τη δύναμή της και την καθιστά μια όλο και σταθερότερη επένδυση καθώς δραστηριότητες που ήταν παράνομες (ή κινούνταν στην «γκρίζα ζώνη») πλέον νομιμοποιούνται. Επιπλέον έχει αποδειχτεί ότι για τις τοπικές αρχές είναι πολύ δύσκολο να ελέγξουν και να διασφαλίσουν ότι οι περιορισμοί όντως τηρούνται ή ότι όλοι όσοι προσφέρουν τα ακίνητά τους το έχουν δηλώσει. Εξάλλου όσοι γνωρίζουν στοιχειωδώς τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ξέρουν πολύ καλά ότι οι τρόποι να παρακαμφθούν με νόμιμο τρόπο τέτοιες απαγορεύσεις είναι πολλοί.

Σήμερα που ο αστικός χώρος αποκτά μια αναβαθμισμένη σημασία για το κεφάλαιο θα πρέπει να σταματήσουμε να τον αντιμετωπίζουμε απλώς ως μια «δευτερεύουσα αντίθεση» και να προσπαθήσουμε να τον αντιληφθούμε ως «όλον». Πέρα από την υπεράσπιση της λαϊκής κατοικίας και τη διεκδίκηση να σταματήσει η στέγη να αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας αλλά να παρέχεται στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του, θα πρέπει να υπερασπιστούμε και τους χώρους έξω από το σπίτι. Άλλωστε η κοινωνική ζωή κυρίως σε αυτούς λαμβάνει χώρα, χώροι που και αυτοί έχουν παραχθεί με εργασία και υπό αυτή την έννοια ανήκουν στους εργαζομένους. Θα πρέπει να διατρανώσουμε ότι θα ζήσουμε από «κανονικούς μισθούς» δουλεύοντας σε «κανονικές» δουλειές, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να αναζητάμε παράλληλα εισοδήματα προκειμένου να επιβιώσουμε. Θα πρέπει να ανασυστήσουμε ξανά τον κοινωνικό ιστό στις γειτονιές, γνωρίζοντας ξανά τους γείτονες μας, να διεκδικήσουμε ξανά τον χώρο της πόλης ως έναν καθολικά δημόσιο αστικό χώρο στον οποίο θα έχουν όλοι πρόσβαση χωρίς να υφίστανται γραπτούς ή άγραφους αποκλεισμούς.


[1] Ο αριθμός των σπιτιών που έχουν «ανέβει» στις διάφορες πλατφόρμες ξεπερνά τις 87.000, με τις περιοχές στις οποίες προσφέρονται τα περισσότερα καταλύματα να είναι η Αθήνα, η Κρήτη, με τα Χανιά ο αριθμός των προσφερόμενων σπιτιών να έχει εκτιναχθεί από 80 το 2014 σε πάνω από 2.400 (και 5.000 σε επίπεδο νομού), η Κέρκυρα, η Χαλκιδική, με 3.400 καταχωρήσεις, αλλά και η Σαντορίνη και η Μύκονος (από 2.600 στο κάθε νησί).

[2] Στην πρωτεύουσα οι καταχωρήσεις ξεπερνούν τις 8.500-9.000, με το 85% εξ αυτών να αφορά ολόκληρα διαμερίσματα. Τα περισσότερα από αυτά μπορεί να τα βρει κανείς κατά μήκος του δικτύου του μετρό, στην Πλάκα, στο Θησείο, στα Άνω Πετράλωνα, στο Κουκάκι, στου Μακρυγιάννη, στου Ψυρρή, στα Εξάρχεια αλλά και στα Σπάτα (ελέω αεροδρομίου). Η ανάπτυξη του φαινομένου στην πρωτεύουσα φαίνεται από το γεγονός ότι μέχρι τον Μάιο του 2017 ο αριθμός των σπιτιών που φιλοξενούνταν στην πλατφόρμα είχε αυξηθεί κατά 500% σε σχέση με το τέλος της προηγούμενης χρονιάς. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι οι κλίνες σε καταλύματα Airbnb είναι πλέον σε αναλογία 1:1 με τις κλίνες των ξενοδοχείων, όταν το 2016 η συγκεκριμένη αναλογία ήταν 3:4. Στο Κουκάκι μεσίτης που δραστηριοποιείται στην περιοχή υπολογίζει ότι από τα 1.000 ακίνητα που προσφέρονται προς ενοικίαση το 30-40% είναι βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Πηγή: Άλεξ Κάντζιας-Ρόντε – ektosgrammis.gr

Δείτε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το