του Θανάση Σκαμνάκη
Είναι καινούργιος χρόνος. Το καινούργιο έχει το προνόμιο του άγνωστου, αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να το αναπλάσεις, άρα και της αισιοδοξίας. Η σύμβαση που έχουμε αποδεχθεί, να μετράμε το χρόνο κατά ημέρες, μήνες, χρόνια κ.λπ., μας δίνει το δικαίωμα να φανταζόμαστε πως κάθε πρώτη του Γενάρη είμαστε σε θέση να κάνουμε μια επανεκκίνηση. Κι επειδή ό,τι φανταζόμαστε γίνεται μέρος της πραγματικότητας, μπορούμε να διεκδικούμε κάθε φορά την αισιοδοξία της επανέναρξης. Οπότε να θεωρούμε πως ο χρόνος που αρχίζει θα είναι καλύτερος από εκείνον που αφήνουμε πίσω μας (και μ’ ένα 2020 τόσων καταστροφών, γίνεται εύκολο έργο), πως θα μπορέσουμε να κάνουμε πράξη σχέδια που δεν ευοδώθηκαν ή δεν αποπειραθήκαμε, να διεκδικήσουμε εκείνα που δεν διεκδικήσαμε και ούτω καθεξής.
Οπότε, έχουμε κάθε λόγο να βεβαιώνουμε πως η ζωή δεν είναι ένα λιβάδι δακρύων, όπως δίδασκε ο χριστιανισμός, και με ιδιαίτερη έμφαση ο δυτικός χριστιανισμός, κυρίως ο προτεσταντισμός, αλλά μια διαδρομή πολλαπλών και συχνά εναλλασσόμενων συναισθημάτων, όπου η ομορφιά έχει κυρίαρχη θέση, όπως δίδαξε ο Μπενίνι στην ταινία του. Πως οι άνθρωποι έχουν κάνει σπουδαία πράγματα (χωρίς να αγνοήσουμε ή να ξεχάσουμε όλες τις μικρότητες, αλλά και τις συμφορές που προκάλεσαν). Πως παρά τους κατακερματισμούς και τις μεταμοντέρνες εξατομικεύσεις, παρά την ομογενοποίηση των πολιτισμών και την εξουθένωση των καλλιτεχνικών και δημιουργικών παραδόσεων, το πνεύμα της αντίστασης και της διεκδίκησης της ενότητας, του κόσμου, παραμένει παρόν, ζωντανό και αισιόδοξο. Στο κάτω-κάτω η βαρβαρότητα συνυπήρχε πάντα στην Ιστορία με τις φωτεινές εξάρσεις, και τις περισσότερες φορές και τον περισσότερο χρόνο, ως κυρίαρχη. Αυτό δεν εμπόδισε, μπορεί μάλιστα και να συνεισέφερε με το δικό του τρόπο, στην δημιουργική αναζήτηση, στις υπερβάσεις.
Την Παρασκευή πρώτη του μήνα η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, υπό την διεύθυνση του Ρικάρντο Μούτι, έδωσε την καθιερωμένη συναυλία για την υποδοχή του νέου χρόνου. Η διαφορά από άλλες χρονιές ήταν πως η περίλαμπρη και στολισμένη αίθουσα δεν είχε κοινό. Οι μουσικοί σηκώνονταν από τη θέση τους, υποκλίνονταν σε ένα αόρατο κοινό, χειροκροτούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους και συνέχιζαν. Υπό αυτή την έννοια η συναυλία ήταν λειψή. Πολύ περισσότερο, όταν το τελευταίο ανκόρ, που κάθε χρόνο αποτελείται από το εμβατήριο του Ρατζέσκυ, έργο του Ρίχαρντ Στράους πατρός, δεν περιείχε το μέρος των χειροκροτημάτων, τότε που στο εξαιρετικά ρυθμικό μέρος του έργου ο μαέστρος στρέφεται προς τη σάλα και διευθύνει το κοινό το οποίο ακολουθεί το ρυθμό των οργάνων με το χειροκρότημά του. Εκεί, μέσω της έλλειψης, καταλάβαινες τι σημαίνει ζωντανή συναυλία, δηλ. παρόν κοινό.
Όμως υπάρχει και η άλλη όψη. Στην τηλεοπτική οθόνη εμφανίζονταν μικρά παράθυρα με ακροατές-θεατές από όλο τον κόσμο. Χιλιάδες άνθρωποι που ενώνονταν και χειροκροτούσαν μέσω δορυφορικής σύνδεσης από όλα τα μήκη του πλανήτη. Ένας κόσμος που ενωνόταν σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο της τέχνης, αισθανόταν την ευφορία της και επευφημούσε το ωραίο, ενωνόταν σε κοινό συναίσθημα και κοινή επιθυμία. Αυτή είναι μια παγκοσμιότητα του αισθήματος και όχι μια παγκοσμιοποίηση του εμπορίου. Ένας παγκόσμιος δεσμός που αποθεώνει το ιδιαίτερο και όχι μια παγκοσμιοποίηση όπου ισοπεδώνονται οι πολιτισμοί και τα αισθήματα.
Δεν αφορά την τυποποίηση της παγκόσμιας κουλτούρας την οποία πολλαπλασιάζουν οι μικρές οθόνες του πλανήτη, εκδιώκοντας τις τοπικές κουλτούρες – η καρδιά του παγκοσμιοποιημένου κόσμου – ή κολακεύοντας ως τοπικό και ιδιαίτερο εκείνο που μιμείται ή ενσωματώνει το παγκοσμιοποιημένο, απλώς με τοπική γλώσσα και ύφος.
Εδώ είναι μια αναμέτρηση εξέχουσας σημασίας, ίδια ή και πιο πολύτιμη από τις πολιτικές και “εθνικές” αντιστάσεις. Είναι η αναμέτρηση στην καρδιά του συναισθήματος και της σκέψης. Πάνω σ’ αυτό μπορούν να οικοδομηθούν οι ποικίλες άλλες αντιστάσεις και να παραμείνουν ζωντανές οι επιδιώξεις να γίνει ο κόσμος ενιαίος και ωραιότερος.
Είναι μια άρνηση της νέκρωσης και μια κατάφαση για ζωή!
Η ζωή είναι ωραία όταν αντιστέκεσαι!
πηγή: kommon.gr
e-prologos.gr