του Χρίστου Σόφη, γραμματέα της ΕΛΜΕ Νότιας Αθήνας με την Αγωνιστική Παρέμβαση και μέλους του Εκπαιδευτικού Ομίλου – Αντιτετράδια της εκπαίδευσης
“Τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ συμφέρον, δημοκρατία μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς, καὶ αἱ ἄλλαι οὕτως· θέμεναι δὲ ἀπέφηναν τοῦτο δίκαιον τοῖς ἀρχομένοις εἶναι, τὸ σφίσι συμφέρον, καὶ τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντά τε καὶ ἀδικοῦντα” (Κάθε κυβέρνηση βάζει τους νόμους σύμφωνα με το συμφέρον της, η δημοκρατία δημοκρατικούς, η βασιλεία μοναρχικούς και κατά τον ίδιο τρόπο κι οι άλλες. Και αφού άπαξ τους βάλουν, ορίζουν πως αυτό είναι δίκαιο για τους υπηκόους, εκείνο δηλαδή που συμφέρει στον εαυτό τους, και όσοι τολμήσουν να το παραβούν, τους τιμωρούν ως παρανόμους και άδικους.)
Πλάτων, Πολιτεία 338e
Έτσι κάπως συνοψίζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, πριν από 2.500 χρόνια, η θέση του Θρασύμαχου για τη δικαιοσύνη ως η έκφραση της θέλησης της ισχυρότερης πολιτικής παράταξης και η δυνατότητά της να επιβάλλει στην κοινωνία την ικανοποίηση των συμφερόντων της.
Φτάνοντας στο σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, και με επίκεντρο για άλλη μια φορά την αξιολόγηση, φαίνεται να έχει ξεχαστεί η ουσία αυτής της άποψης. Όλοι οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, επιχειρούν εδώ και πολλά χρόνια να παρουσιάσουν την αξιολόγηση στην εκπαίδευση σαν μια αθώα, αναγκαία, ουδέτερη και επιστημονική διαδικασία. Πίσω από τα ιδεολογικά φτιασίδια και τις αναβαπτίσεις της (πότε λέγεται αξιολόγηση και άλλοτε αποτίμηση), κρύβεται το πραγματικό περιεχόμενο και η ουσία της αξιολόγησης. Όπως και κάθε άλλη διαδικασία και δραστηριότητα μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα (το καπιταλιστικό), η αξιολόγηση συμπυκνώνει και εκφράζει συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα: τα συμφέροντα της τάξης που έχει την πολιτική εξουσία. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, παρά τις “καλές” προθέσεις αυτών που υποτίθεται πως αγωνιούν για το “μέλλον της εκπαίδευσης”, το “καλό των παιδιών”, του “σχολείου” και της “χώρας”.Πολύ περισσότερο η αξιολόγηση ως ιδεολογικός μηχανισμός που είναι βαθιά ριζωμένος στο καπιταλιστικό σύστημα και στις ανυπέρβλητες ταξικές αντιθέσεις που αυτό γεννά και αναπαράγει, χρησιμοποιείται από την κυρίαρχη τάξη ως εργαλείο για να προσδώσει στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση μια νόμιμη έκφραση και τη διάσταση μιας φυσικής διαδικασία, να μεταμορφώσει τις ταξικές ανισότητες σε “ορθολογικούς δείκτες”. Από την άποψη αυτή είναι λανθασμένη και επιζήμια η διάκριση ανάμεσα στην “καλή” αξιολόγηση, που θα βοηθήσει δήθεν τον εκπαιδευτικό και την “κακή” που έρχεται να τον τιμωρήσει. Μια τέτοια αντίληψη δημιουργεί ρωγμές συμβιβασμού με την αξιολόγηση, εξασθενεί τις γραμμές αντίστασης ενάντια στην εφαρμογή της. Η διάκριση αυτή έρχεται από τα παλιά και έχει τις ρίζες της στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο ρεύμα της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς που εξέφραζε ο ΣΥΝ(σημερινός ΣΥΡΙΖΑ) και στο νεοφιλελεύθερο μπλοκ του ΠΑΣΟΚ του Αρσένη και της Διαμαντοπούλου μέχρι τη ΝΔ της Γιαννάκου και του Αρβανιτόπουλου.
Χτες ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ολοκληρωτική κατάρρευση όλων των μύθων γύρω από την αξιολόγηση, επιχείρησε με ξαναζεσταμένες συνταγές από το χρεοκοπημένο ιδεολογικό-πολιτικό του οπλοστάσιο, να παρουσιάσει την αξιολόγηση ως μια “εσωτερική” διαδικασία αποτίμησης εντός του σχολείου που έχει “ανώδυνα” χαρακτηριστικά και καλείται να “ανατροφοδοτήσει” τους εκπαιδευτικούς ώστε να αντιμετωπίσουν τα “κακώς κείμενα” της εκπαίδευσης. Η αλήθεια είναι πως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ πίσω από τις διακηρύξεις έκρυβε άλλες επιδιώξεις. Στόχος της πολιτικής του ήταν να διαμορφώσει την περίφημη “κουλτούρα της αξιολόγησης” σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των επιτελείων του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Με λίγα λόγια το έργο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να διαμορφώσει τους κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις ώστε την κατάλληλη ώρα να επιβληθεί ως ώριμο φρούτο ως ένα φυσικό επακόλουθο που θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Είχε προηγηθεί η βίαιη απόπειρα επιβολής της αξιολόγησης από την κυβέρνηση ΝΔ του Σαμαρά, η οποία συνάντησε την πολύ σημαντική αγωνιστική αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος.
Σήμερα η ΝΔ, αναβαπτισμένη και εξαγνισμένη, πατώντας πάνω στο έδαφος που έστρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ επανέρχεται με διακηρυγμένο στόχο την εφαρμογή της αξιολόγησης σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης. Από τα στελέχη της ΝΔ ως τον ίδιο τον Μητσοτάκη επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο τρόπο η αναγκαιότητα να υπάρξει “επιτέλους” αξιολόγηση στην εκπαίδευση ενώ με καθησυχαστικές παραινέσεις προσπαθούν να πείσουν πως οι εκπαιδευτικοί – ή καλύτερα οι “άριστοι” εκπαιδευτικοί – δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από την εφαρμογή της!
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας θα παίξει ένα διπλό ρόλο. Από τη μια πλευρά θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση που ξεκινούν από το μισθό και τη σύνταξη και φτάνουν ως την άρση της μονιμότητας. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τον νόμο 4024/2011 για το ενιαίο μισθολόγιο της ΝΔ, σύμφωνα με το οποίο η εφαρμογή της αξιολόγησης ήταν ο καταλύτης για τη μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών και όλων των Δημοσίων Υπαλλήλων αλλά και η κερκόπορτα για την απόλυσή τους. Στο ίδιο μοτίβο το ενιαίο μισθολόγιο του ΣΥΡΙΖΑ (ν.4354/2015) έκρυβε περίτεχνα την αξιολόγηση και τα προσόντα πίσω από την “προωθημένη μισθολογική εξέλιξη”.
Πιο τρανταχτό παράδειγμα εφαρμογής της αξιολόγησης είναι η επιβολή του διαβόητου “προσοντολογίου” του Γαβρόγλου. Η κυβέρνηση της ΝΔ εφαρμόζοντας αυτό ακριβώς το εργαλείο εξήγγειλε μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση. Το τίμημα των όποιων διορισμών θα είναι η δημιουργία μιας αρένας στην οποία οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί θα επιδίδονται – παρά τη θέλησή τους – σε ένα ανελέητο και ατέρμονο κυνήγι τίτλων, δημιουργώντας ακραίες ανταγωνιστικές συνθήκες για μια θέση στο κάδρο της εκπαίδευσης. Πολύ όμως περισσότερο δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παραπέρα ανατροπή των κατακτήσεων στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και τη μετατροπή τους σε ατομικές, ανοίγοντας το δρόμο ακόμα και σε μελλοντικές απολύσεις αν χρειαστεί διαρρηγνύοντας το “άβατο” της μονιμότητας του Δημοσίου.
Η δεύτερη όψη της αξιολόγησης συνδέεται με την περίφημη αυτονομία της σχολικής μονάδας δηλαδή με την υποχρέωση του ίδιου του σχολείου και των εκπαιδευτικών να βρίσκουν τους αναγκαίους πόρους για την λειτουργία του. Η όποια αποτυχία βαρύνει τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και ανοίγει το δρόμο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων ή ακόμα και την επιβολή λουκέτων. Την ίδια πολιτική έζησε η εκπαίδευση στα χρόνια της Διαμαντοπούλου όταν 1500 σχολεία σβήστηκαν από το σχολικό χάρτη με μια μονοκοντυλιά. Είναι άλλωστε διακαής πόθος της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεών της να αποτινάξει από πάνω της τα βαρίδια της χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους (Υγεία – Παιδεία – Πρόνοια – Ασφάλιση). Το σύνθημα του Μητσοτάκη είναι σύντομο και περιεκτικό “λιγότερο και ευέλικτο κράτος” και στέλνει σαφές μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Έχουν συμπληρωθεί περισσότερα από 20 χρόνια από την εποχή του σημιτικού εκσυγχρονισμού και τις πρώτες απόπειρες επιβολής της αξιολόγησης και είναι αλήθεια πως τα think-tanks του ΟΟΣΑ εκφράζουν δημόσια τις αγωνίες τους διότι στην ελληνική εκπαίδευση “υπάρχει κουλτούρα αντι-αξιολόγησης”. Αυτή και μόνο η διαπίστωση από τα επιτελεία του ΟΟΣΑ είναι ικανοποιητικό στοιχείο που υπογραμμίζει εμφατικά πως στην εκπαίδευση υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό δυναμικό ανθρώπων που τροφοδοτεί ακόμα με τα αναγκαία καύσιμα αντίστασης ενάντια στις απόπειρες επιβολής και εφαρμογής της. Πολύ σύντομα απ’ ότι φαίνεται το εκπαιδευτικό κίνημα και τα εκπαιδευτικά σωματεία θα έρθουν αντιμέτωπα με την κυβερνητική πολιτική και τη νέα επιχείρηση επιβολής της αξιολόγησης. Από τη μάχη αυτή δεν θα πρέπει να λείψει κανείς.
e-prologos.gr