Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ
[…] Ξημερώματα. Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 1944. Δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα.
-Ξύπνα! Οι Γερμανοί φεύγουνε. Κατέβα στην εφημερίδα!
Κοιταχτήκαμε στο μισοσκόταδο. Σιωπηλοί. Τα βλέμματά μας; Δεν λέγανε τίποτα. Αυθόρμητα, ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μείναμε έτσι μερικά δευτερόλεπτα. Κλαίγαμε; Γελούσαμε; Τι ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες στη μεγάλη στιγμή!
Έκλεινε ένα κεφάλαιο κι άρχιζε ένα άλλο. Τέρμα η παρανομία. Το αντάμωμα στα κλεφτά για την ανταλλαγή πληροφοριών, οι τυχαίες δήθεν συναντήσεις σε γραφεία, τα ύποπτα σημειώματα καταχωνιασμένα σε κάποια φόδρα ή και φανερά στην τσέπη, τα συνθηματικά τηλεφωνήματα, οι κρυμμένοι ασύρματοι και τα ραδιόφωνα. Κι έπειτα δεν θα ακούγαμε τα βράδια τα χωνιά, ούτε θα βλέπαμε πρωί πρωί συνθήματα γραμμένα στους τοίχους. Δεν θα είχαμε πια τον φόβο από τους κατακτητές και η πείνα, η τρομερή πείνα, θα ανήκε στο παρελθόν. Όλα θα ήτανε ελεύθερα! Θα φωνάζαμε, θα τραγουδούσαμε! […]
[…] Φεύγοντας από το σπίτι, άρπαξα τη φωτογραφική μου μηχανή…θα φωτογράφιζα τη χαρά, το τραγούδι, την ευτυχία, τη Λευτεριά!…
Άρχισε να χαράζει. Κει στο βάθος, πίσω από τα βουνά. Τάχυνα το βήμα μου. Με κυνηγούσαν βρικόλακες. Θύμησες, όλο θύμησες. Σ’ αυτή τη γωνιά, το μαύρο χειμώνα του ’41, κείτονταν στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ένας συνάνθρωπός μας. Το κουφάρι του δηλαδή. Είχε πεθάνει από την πείνα. Σκελετωμένος. Ξιπόλητος. Δεν του είχανε αρπάξει τα παπούτσια. Ξιπόλητος πέθανε, γιατί τα πόδια του ήτανε πρησμένα. […]
[…] Ήμαστε ελεύθεροι! Έπρεπε να σκεπτόμαστε ελεύθερα! Μα πάντα ελεύθερα σκεπτόμασταν, να ξαναχτίσουμε την γκρεμισμένη πατρίδα. Ας αφήσουμε το παρελθόν. Ξανοίγεται μπροστά μας το μέλλον. Λαμπρό και ελπιδοφόρο. Οι σύμμαχοι αναγνωρίζουνε τις θυσίες μας. Θα μας βοηθήσουνε. Αυτά πιστεύαμε τότε, μέσα στον άκρατο ενθουσιασμό μας.
Καλώς ήλθατε γενναίοι μας Σύμμαχοι…
Μια γάτα πετάχτηκε μπροστά μου. Πώς τα κατάφερε και γλύτωσε από τους Ιταλούς! […] […]Ποιος θα στήσει μνημεία σ’ όσους πεθάνανε από την πείνα; […] […] Δίπλα στις ελληνικές σημαίες, κυματίζουνε οι συμμαχικές. Εγγλέζικες, Αμερικάνικες, Ρωσικές. Ποιος ξέρει από τι σεντούκια είχανε βγει, περιμένοντας χρόνια τη μεγάλη μέρα. […]
[…] Αύριο τα παιδιά θα παίζουν στους δρόμους. Το παιδομάνι θα ζωντανέψει τη γειτονιά…Ας βρούμε Θεέ μου πάλι τη γαλήνη, την απλότητα, το γέλιο, την ειρήνη, στην ταραγμένη μας ζωή. Τι φταίξαμε και περάσαμε μια τέτοια δοκιμασία;
Ακούω στον δρόμο πάλι το τραγούδι. Είναι τα νιάτα που μιλάνε για την αγάπη και τον έρωτα. […] […] Ο λαός νικητής, μα σακατεμένος, κουρελιασμένος, καταματωμένος. Στον ενήλικο πληθυσμό 34 – 40% ήταν φυματικοί, το 18 – 20% χωρίς ελπίδα γιατρειάς. Από τα παιδιά μόνο το 10% είναι υγιή (75% φυματικά ή προφυματικά).Το 15% πάσχει από διάφορες άλλες αρρώστιες και μόνο το 10% είναι γερά.[…]
Κόσμος πάει κι έρχεται. Χαρά και ενθουσιασμός
Ο Γ.Παπανδρέου στην Ακρόπολη, με τον στρατηγό Σκόμπυ και Έλληνες και Αμερικανούς αξιωματικούς.
Λίγο πριν η ελληνική σημαία είχε υψωθεί στον Ιερό Βράχο.
Σε λιγότερο από δύο μήνες αργότερα η Αθήνα έζησε την αιματηρή επέμβαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών του Δεκέμβρη 1944.
Πηγές: Κώστας Παράσχος. Η απελευθέρωση. Ερμής, 1983.
Οι Ανατολικές Συνοικίες το Δεκέμβρη του 1944. Εκδοση της 6ης Αχτίδας της ΚΟΑ. Αθήνα 1945. Σύγχρονη Εποχή 2014.
Ο Κώστας Παράσχος γεννήθηκε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) Μ Ασίας το 1912 και
πέθανε στην Αθήνα στις 3/12/2000.Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές και
Οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1973 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «Η Κατοχή» με φωτογραφίες του.
(Παρουσίαση, Επιλογή αποσπασμάτων και εικόνων: Αναστασία).
e-prologos.gr