Η Μόρια είναι Μακρόνησος και Νταχάου, Σπιναλόγκα και Γκουαντάμο. Είναι η κατάντια μας, η ξεφτίλα μας και το αποτύπωμά μας στην Ιστορία. Παιδιά που αυτοκτονούν, που κοιμούνται στη λάσπη, κορίτσια που βιάζονται, λεχώνες που πυρπολούνται, χιλιάδες άνθρωποι που περιμένουν στην ουρά μέχρι και 12 ώρες για ένα πιάτο νερόβραστες φακές.
Ντροπή! Μια ροχάλα στα μούτρα μας. Στα δήθεν μούτρα μας που προσποιούνται πολλά και δεν είναι τίποτα,
Η “Γέφυρα της Μόρια” είναι βασισμένη πάνω στο ποίημα του Μαγιακόφσκι ” η Γέφυρα του Μπρούκλιν”
Θα μπορούσε, ξεκινώντας
απ’ αυτή τη γέφυρα
των αιώνων ο γεωλόγος.
απαρχής να συναρμόσει πάλι
τους σημερινούς καιρούς.
Θα μπορούσε να πει.
Νά, τούτο δω που βλέπετε
το ξύλινο ρημάδι
από τη μια στην άλλη άκρη
σμίγει τη φρίκη με τη φρίκη.
Τη λάσπη με τη λάσπη
και το κρύο πάλι με το κρύο
Από εκείνη εκεί την όχθη
έρχεται ό,τι έμεινε
απ’ των πολέμων το θανατικό
και της μαύρης φτώχειας την ερήμωση.
Κι αφού χαμένα πια τα σπίτια και τα όνειρα και ζώα και χωράφια
και των αγαπημένων τα βλέμματα,
αφού άλλα κλείστηκαν για πάντα μες τη γη
κι άλλα αλαφιασμένα πιάνονται
στα δίχτυα των συνόρων,
να, ό,τι έμεινε φυτεύεται εδώ μέσα
στο κρύο και τη λάσπη,
Αν ήταν ορυζώνας, ίσως κάρπιζε
μέσα σ’ αυτό το βούρκο.
Μα όταν φυτεύονται παιδιά
μέσα στη λάσπη,
σαπίζουν πριν η γλώσσα τους,
βγάλει από το κλάμα λέξεις.
Από εδώ περνούν οι άνθρωποι
που δεν έχουν πια έκφραση στο βλέμμα.
Από τέτοια μάτια, τρέμοντας,
φεύγει ακόμη και ο φόβος
και μένουν άδεια. Έρημα.
Περνώντας πάνω από την άθλια γέφυρα,
ονειρεύτηκαν πολλές φορές,
μ’ αυτό το άδειο βλέμμα ,
ένα βαθύ ποτάμι να βουίζει
κάτω απ’ τα πόδια τους.
Να τους σκεπάζει και να τους σέρνει.
Κατά τη θάλασσα.
Όμως αυτή η κοίτη είναι παράξενη.
Γεμάτη ξερατά, κάτουρα και σκουπίδια.
Μήτε να πνίξει δεν μπορεί.
Κι έτσι πια ψάχνουν αλλού
τον αυτοσχέδιο θάνατο.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr