Η Γλώσσα ως σύστημα «σημείων» επικοινωνίας , δηλ ως σύστημα ηχητικών αρχικά και γραπτών στη συνέχεια συμβόλων της σκέψης μας , ως «όργανο» της συνεννόησης, της επικοινωνίας και της συνεργασίας των ανθρώπων, στα πλαίσια του πρωτόγονου αρχικά κοινοτικού βίου και του ανεπτυγμένου κοινωνικού στη συνέχεια, αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις κοινωνικές κατακτήσεις στην πορεία εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Μια κοινωνική κατάκτηση που είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία του εξανθρωπισμού του είδους μας, αλλά και συνολικότερα με κάθε φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας , όπως αυτή ξεδιπλώθηκε στην ιστορική εξέλιξη, που -με τη σειρά της- διέπεται από το νόμο της μετάβασης από ένα κατώτερο κοινωνικο-οικονομικό στάδιο σε ένα ανώτερο.
Στη βάση αυτή, γίνεται κατανοητό ότι είναι αδύνατο να μελετήσουμε τη γλώσσα ως ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, χωρίς να τη συνδέσουμε με την κοινωνική φύση του ανθρώπου ή καλύτερα με την πολιτική του φύση, όπως επιτάσσει ο αριστοτελικός όρος «πολιτικό ζώον», όρος που συμπύκνωσε τον 4ο αιώνα όλες τις μέχρι τότε θεωρητικές προσπάθειες προσδιορισμού της ανθρώπινη οντότητας και απέδωσε, με τον πιο ορθό διαχρονικά τρόπο, την ανωτερότητά της, ερμηνεύοντάς την ως έκφραση του πλέγματος των σχέσεων που διαμορφώνονται στο πολιτικό σώμα της κοινωνίας.
Βέβαια η οπτική του αντικειμενικού ιδεαλισμού, την οποία παρακολουθεί η αριστοτελική θεώρηση, ανάγει τη διαμόρφωση της ανθρώπινης φύσης( με όλα τα χαρακτηριστικά της όρθιας στάσης και του ανεπτυγμένου νευρικού συστήματος) στην «εντελέχεια» που –σύμφωνα με τον Αριστοτέλη- διέπει τη φυσικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και παράλληλα παραπέμπει την οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας της «πόλης» και την εξελικτική διαδικασία της κοινωνικής ζωής στο «πρώτον κινούν», δηλ σε μια πνευματική δύναμη ανώτερη που καθορίζει την πορεία εξέλιξης του υλικού κόσμου
.Ωστόσο, η νεότερη επιστημονική έρευνα και –κυρίως- η διαλεκτική θεώρηση του διαχρονικού ζητήματος της κοινωνικής ανθρώπινης φύσης, με την οποία είναι σύμφυτη η γλώσσα, έδειξε άλλο δρόμο. Εφερε στο ιστορικό προσκήνιο και ανέδειξε τον κυρίαρχο ρόλο της εργασίας ως καθοριστικού παράγοντα διαμόρφωσης της γλώσσας και ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου, οποίος αποτελεί την πιο ανεπτυγμένη μορφή οργάνωσης της ύλης.
Η εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης -και ιδιαιτέρα η ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού το 19 αιώνα- έδωσε τις απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη είχαν απασχολήσει τους αρχαίους φιλοσόφους (από το Δημόκριτο, τον Αριστοτέλη τον Επίκουρο κλπ), αναδεικνύοντας την καθοριστική σημασία της ανθρώπινης εργασίας και ιδιαίτερα της χρήσης του χεριού στη διαμόρφωση του γλωσσικού κώδικα. Γιατί η εργασία ως διαδικασία ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, δηλ ως σκόπιμη, συνειδητή ανθρώπινη δραστηριότητα που απέβλεπε στην αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος και στη διασφάλιση των απαιτούμενων συνθηκών επιβίωσης των πρώτων ανθρώπων , απαιτούσε και προϋπόθετε αρχικά τη συμ-βίωση και τη συν-εννόηση τους, δηλ τη συμπόρευσή τους σε μια αγωνιώδη προσπάθεια κίνησης των χεριών, με βάση τον αδυσώπητο νόμο της Ανάγκης και όχι με βάση την επιταγή του ενστίκτου.
Αυτή ακριβώς η σκόπιμη προσπάθεια υπέρβασης της τυποποιημένης, ενστικτώδους σωματικής κίνησης του ζώου σηματοδοτεί την απαρχή της ευέλικτης κίνησης του χεριού, με στόχο την κατασκευή την πρώτων εργαλείων που ήταν τα αναγκαία τεχνικά μέσα για την παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον και την αξιοποίηση των φυσικών στοιχείων, για τη διασφάλιση της τροφής και την προστασία από τις πολλαπλές απειλές. Μια τέτοια όμως πρακτική δραστηριότητα παραπέμπει στη δημιουργική φύση του ανθρώπου, δηλ στο έργο του δήμου, του συνόλου που στην πράξη διαμορφώνει κανόνες γλωσσικής συνεννόησης. Αυτοί οι γλωσσικοί κανόνες υπερβαίνουν τη σημειωτική του ζώου και καταργούν το άναρθρο της κραυγής του. Έτσι, σταδιακά διαμορφώνονται τα πρώτα φωνητικά όργανα του εξελισσόμενου ανθρώπινου είδους, ο οποίος «αρθρώνει λόγο», δηλ παράγει τις πρώτες λέξεις , για να ονομάσει αρχικά τα αναγκαία αντικείμενα και στη συνέχεια να ορίσει το πλαίσιο της συνύπαρξής του με τους άλλους , αλλά και παράλληλα να προσδιορίσει τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα , στα πλαίσια της οποίας διαμορφώνεται, όντας σε μια σταθερή σχέση αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον.
Είναι βέβαια προφανές ότι η ευελιξία του χεριού που είναι όργανο εργασίας, αλλά και ταυτόχρονα παράγωγό της , συμπορεύεται με την όρθια στάση του οργανισμού και με την ανάπτυξη των φωνητικών και των αισθητηρίων οργάνων και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της παραγωγής της σκέψης , δηλ της διαμόρφωσης του λογικού, που σταδιακά αποτυπώνεται και βιολογικά στο διευρυμένο εγκέφαλο. Ετσι, η πρώτη ανθρώπινη κοινότητα- απολαμβάνοντας ήδη την ασφάλεια που παρείχε η χρήση της φωτιάς και βαδίζοντας τον τραχύ και ανηφορικό δρόμο της δημιουργίας των μέσων της επιβίωσής της- ανοίγει το κοινωνικό της κεφάλαιο, μέσα από την πρώτη πνευματική κατάκτησή της που είναι η άρθρωση των λέξεων , η απαρχή δηλ της δημιουργίας της γλώσσας ως κοινού για όλα τα μέλη του πρωτόγονου κοινοτικού σώματος κώδικα επικοινωνίας και συνεννόησης.
Η μετάβαση λοιπόν από την αγελαία κατάσταση του ζώου στην πρωτόγονη κοινοτική ζωή εδραιώνεται στη συνειδητή δραστηριότητα του ανθρώπου, στη συνε-ργασία, την κοινή πράξη, που με τη σειρά της κατοχυρώνεται μόνο μέσα από την ανάπτυξη ενός συστήματος «σημείων» επικοινωνίας, λέξεων, ηχητικών συμβόλων , το οποίο καθρεπτίζει μια νοητική κίνηση ανώτερη, υπαγορευμένη από την ανάγκη και αντίστοιχη του επιπέδου εξέλιξης των παραγωγικών δυνατοτήτων του ανθρώπου.
Πρέπει να τονίσουμε βέβαια ότι η επισήμανση ότι ο έναρθρος λόγος αποτελεί το τεκμήριο της ανωτερότητας του είδους μας, διαπιστώνεται ήδη από τους αρχαίους φιλοσόφους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πρωταγόρα ( Πρωταγόρας του Πλατωνα: « φωνήν και ονόματα ταχύ διηρθρώσατο τη τέχνη..»), ο οποίος αναφέρεται στην τέχνη, δηλ στη διαδικασία, τη δραστηριότητα που μετατρέπει τη φυσική δυνατότητα σε ικανότητα, όμως θα περάσουν πολλοί αιώνες προβληματισμού μέχρι να ερμηνευτούν οι όροι και οι συνθήκες παραγωγής των λέξεων, δηλ τα αίτια της χρήσης τους και να αποκρυσταλλωθεί η επιστημονική θέση για την πρωταρχική σημασία της πράξης των χεριών στη νοητική κίνηση του ανθρώπου και τη συνακόλουθη γλωσσική του λειτουργία. Στους αιώνες αυτούς που ακολούθησαν από την αρχαιότητα μέχρι το 19ο , καθοριστική είναι η συμβολή του Ντεκάρτ και του Καντ, ο οποίοι με τη σειρά τους θα επιβεβαιώσουν την ίδια ιστορική αλήθεια: ότι η διαφοροποίηση, δηλ η λογική φύση του ανθρώπου επιβεβαιώνεται στον αρθρωμένο λόγο του, μένοντας όμως και αυτοί στο τεκμήριο της πνευματικής ανωτερότητας που είναι η γλώσσα, χωρίς την απαιτούμενη σύνδεσή της με την ανθρώπινη δράση.
Η θεωρητική ερμηνεία όμως που αποδεικνύει την άρρηκτη σχέση γλώσσας-εργασίας, η οποία αιτιολογεί την παραγωγή των λέξεων ως έκφραση της ανάγκης των ανθρώπινων για κοινή δράση, με στόχο τη συλλογική ωφέλεια τους , ανήκει στο θεμελιωτή και βασικότερο εκπρόσωπο του διαλεκτικού υλισμού, Engels , του οποίου η θέση αποτελεί πια παραδεδεγμένη αλήθεια στην εποχή μας . Ο Ενγκελς (στα έργα του…..) , βοηθούμενος από τις έρευνες του Μόργκαν και του Δαρβίνου, ερμηνεύει τη λογική φύση και επομένως τη γλωσσική λειτουργία του ανθρώπου , αναφερόμενος στη χρήση του χεριού στη διαδικασία της εργασίας, την οποία ορίζει ως συνειδητή και ωφέλιμη ανθρώπινη δραστηριότητα. Μάλιστα σήμερα η ιστορική αλήθεια για την κατάκτηση του λόγου- ο οποίος νοείται ως αδιάρρηκτη ενότητα σκέψης και γλώσσας- συμπυκνώνεται στη θέση ότι τα «χέρια μας είναι η βάση του λόγου μας».
Στη βάση αυτή, γίνεται προφανές ότι είναι αδύνατη η ερμηνεία της γλώσσας ως συστήματος συμβόλων επικοινωνίας που αποτυπώνει την ανθρώπινη σκέψη και δείχνει την πορεία της κοινωνικής εξέλιξής , χωρίς την αναγωγή στην αναγκαιότητα της συν-ύπαρξης και της από κοινού δράσης των πρώτων ανθρώπων, χωρίς δηλ τη θεώρηση του οργάνου του χεριού ως κινητήριας δύναμης στην πορεία εξέλιξης του πολιτισμού.
Με βάση αυτές τις παραδοχές, γίνεται προφανές ότι η γλώσσα γεννιέται, διαμορφώνεται και εξελίσσεται μόνο στα πλαίσια της κοινωνίας ως έκφραση της κινητήριας δύναμης της ανάγκης και λειτουργεί ως κοινό σύστημα επικοινωνίας και ως ζωντανός οργανισμός συλλογικής έκφρασης.Για το λόγο αυτό, είναι αδύνατη έξω από τα όριά της κοινωνικής ζωής.
Η γλώσσα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές κατακτήσεις, ένα κοινωνικό φαινόμενο που αντανακλά όχι μόνο τις εξελίξεις στο οικονομικό σύστημα και στο εποικοδόμημα της κοινωνίας μιας συγκεκριμένης εποχής , αλλά όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κάθε στάδιο ,είτε αυτή αναφέρεται στη βάση , είτε στο εποικοδόμημα. Ετσι, η γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός και εξελισσόμενο σύστημα επικοινωνίας και συνεννόησης όλων των μελών του κοινωνικού σώματος έχει τη δύναμη να παρακολουθεί και να αντανακλά την πορεία μετάβασης από την πρωτόγονη κοινότητα του γένους, της φυλής στα μεταγενέστερα και ανώτερα στάδια της δουλοχτησίας, της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού.
Η ευρύτητα του φάσματος της αναφοράς της γλώσσας σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη δυνατότητά της να αφομοιώνει δημιουργικά τα χαρακτηριστικά στοιχεία του νέου κοινωνικού περάσματος, διατηρώντας όμως στο λεξιλογικό της πλούτο και στη συνατκτικο-γραμματική δομή της τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά (δηλ τις ρίζες των λέξεων, τις συντάξεις των ρημάτων κλπ) όλων των ιστορικών σταδίων κατά τη μετατροπή της από γλώσσα γένους και φυλής σε γλώσσα λαού και έθνους, επιβεβαιώνουν ότι βασικός νόμος ανάπτυξής της είναι η αφαιρετική της λειτουργία.
Αυτή η αφαιρετική της λειτουργία της επιτρέπει να κρατεί γερά τις ρίζες στο παρελθόν, ενώ η εξελικτική της δύναμη της επιτρέπει να αφομοιώνει δημιουργικά τα νέα στοιχεία του ανώτερου κοινωνικού σταδίου, όπως διαμορφώνονται στο επίπεδο της οικονομικής βάσης. Γιατί η γλώσσα αντανακλά απευθείας ως ευαίσθητος δέκτης κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Παράλληλα, αποτυπώνει κάθε κίνηση και αλλαγή στο χώρο των ιδεών, αγκαλιάζοντας όλα το φάσμα της πνευματικής δημιουργίας που συνιστά το εποικοδόμημα κάθε εποχής, είτε αυτό αναφέρεται στην επιστήμη, την ιδεολογία, τις επικρατούσες αντιλήψεις, πεποιθήσεις, είτε αφορά τους αντίστοιχους θεσμούς. Με αυτήν την έννοια, η γλώσσα ως αντανάκλση όλου του φάσματος της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κάθε ιστορικό στάδιο και ως κοινό εργαλείο συνεννόησης και επικοινωνίας των μελών του κοινωνικού σώματος, είναι αδιάψευστο τεκμήριο του επιπέδου της οικονομικο-κοινωνικής και πνευματικής εξέλιξης κάθε εποχής, δηλ της ιστορικής αλήθειας που διαμορφώνεται σε κάθε στάδιο .Ως τέτοιο κοινωνικό φαινόμενο η γλώσσα αποτελεί ξεχωριστό επιστημονικό αντικείμενο, που πρέπει να διδάσκεται στην εκπαίδευση, με τους απαιτούμενους όρους του σεβασμού των νόμων της ανάπτυξής της.
Ωστόσο, η σύγχρονη εκπαιδευτική διαδικασία επιβεβαιώνει το αντίθετο. Αρνείται την επιστημονική αλήθεια για το χαρακτήρα της γλώσσας ως ζωντανού μηχανισμού επικοινωνίας, που παρακολουθεί και αφομοιώνει δημιουργικά τα χαρακτηριστικά των ιστορικών σταδίων εξέλιξης ενός λαού και καθρεπτίζει τα γνωρίσματα του κάθε νέου περάσματος με τρόπο ευθύ και άμεσο. Αρνείται να ερμηνεύσει τη γλώσσα ως κοινωνικό φαινόμενο , με ιστορικές καταβολές και εξελικτική δύναμη, όπως πεισματικά αρνείται να διδάξει στο νέο, αναπτυσσόμενο άνθρωπο τους βασικούς νόμους της μορφολογίας, της σύνταξης και της σημασιολογίας που αποτελούν τα θεμέλια της κατανόησης της γλώσσας.
Συγκεκριμένα, η γλωσσική διδασκαλία, είτε αφορά το Γυμνάσιο, είτε το Λύκειο, είτε αναφέρεται στην αρχαία , είτε στη νέα ελληνική, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αποσπασματικής και ασύνδετης πληροφορίας, που στέκει μετέωρη, καταναγκαστική και εν τέλει μη αφομοιώσιμη. Γιατί, ο μαθητής/τρια εξαναγκάζεται να μαθαίνει π.χ τύπους της μορφολογίας(πνεύματα, τονισμούς, καταλήξεις κλπ), χωρίς ποτέ να του εξηγηθεί πώς και γιατί παίρνουν πνεύματα οι λέξεις, ποια σύμφωνα και γιατί αποδόθηκαν συμβολικά με τα πνεύματα ή ποια απουσία συμφώνων αποτυπώθηκε με αυτά. Δε γνωρίζει ποιους ήχους καθρεπτίζει η οπτική εικόνα των γραμμάτων, ποια η σύνδεση της οξείας με τον τρόπο και το χρόνο εκφοράς της συλλαβής και ποια της περισπωμένης κλπ. Απουσιάζουν δηλ τα θεμελιώδη μαθήματα κατανόησης των λεκτικών συμβόλων, ηχητικών και γραπτών, που θα επιτρέψουν αρχικά την πρόσβαση στον τύπο και στη συνέχεια στον κανόνα οργάνωσης και στο νόημα των λέξεων του αρχαίου σταδίου της γλωσσικής έκφρασης. Γι’ αυτό , η διδασκαλία των αρχαίων, ενώ εντάσσεται στο πρόγραμμα του Γυμνασίου και ,λογικά ,θα έπρεπε να διευκολύνει την κατανόηση των αρχαίων, ιστορικών , φιλοσοφικών και ρητορικών κειμένων που διδάσκονται στο Λύκειο( από το Ξενοφώντα, το Θουκυδίδη, τον Πλατωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ισοκράτη και το Λυσία κλπ) , στην πραγματικότητα, δημιουργεί ένα αρνητικό δεδομένο αποστροφής στον αρχαίο λόγο και απόρριψής του ως ακατάληπτου, δυσνόητου .Μένουν δηλ αναπάντητα τα θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν στους κανόνες της μορφολογίας της γλώσσας, στη σύνδεση των λέξεων για την παραγωγή νοημάτων. Επομένως, δε διδάσκονται οι θεμελιώδεις νόμοι διαμόρφωσης και οργάνωσης του λόγου, όπως διαλεκτικά πρέπει να εξετάζονται από τους αντίστοιχους κλάδους της ιστορικής, συγκριτικής γλωσσολογίας, της φωνολογία και της σημασιολογίας. Και είναι προφανές ότι αναφερόμαστε στην εκλαϊκευση των βασικών επιστημονικών νόμων .Γιατί η Β/θμια εκπαίδευση υπηρετεί ακριβώς αυτό το σκοπό : να μυήσει το νέο στις βασικές επιστημονικές κατακτήσεις και να τον εξοπλίσει με ένα βασικό κεφάλαιο γνώσεων, ώστε να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τις θεμελιώδεις κατακτήσεις κάθε εποχής και να έχει συνείδηση της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας ως την εποχή του
Παρά ταύτα, απουσιάζει εντελώς από το μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ των γλωσσικών σταδίων, δηλ η μετάβαση από τη γλώσσα των γεωμετρικών χρόνων, στην κλασσική , την ελληνιστική, τη βυζαντινή, τη ρωμέϊκη της οθωμανικής κατοχής. Δε διδάσκεται επίσης η γλωσσική διαμάχη κατά την προεπαναστατική περίοδο του 21(την επονομαζόμενη και περίοδο Νεοελληνικού Διαφωτισμού), δε θίγεται το δημοκρατικό κίνημα του δημοτικισμού και η διαπάλη του με τους γλωσσαμύντορες της αρχαϊκής και της καθαρεύουσας, δε διδάσκεται δηλ μια ιστορική περίοδος που σηματοδότησε την έναρξη του νεότερου εθνικού βίου και έφτασε μέχρι τη μεταπολίτευση, γιατί στόχος είναι η απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας ότι η γλώσσα είναι ζωντανός όργανο επικοινωνίας, διαμορφώνεται από το λαό και αντανακλά τις κατακτήσεις τους σε όλο το φάσμα της δράσης του και ως τέτοιο όργανο δεν κατασκευάζεται, δεν τυποποιείται, δεν επιβάλλεται .
Η διδασκαλία δηλ του γραπτού λόγου, στην ιστορική του εξέλιξη ως αδιάψευστου τεκμηρίου της έκφρασης του λαού στα στάδια της ιστορικής του διαδρομής-διδασκαλία που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την κατανόηση αρχικά του μηχανισμού της γλώσσας ως ζωντανού οργάνου έκφρασης του κοινωνικού σώματος που αποτυπώνει όλη τη σφαίρα της κοινωνικής δημιουργίας σε μια συγκεκριμένη φάση -απουσιάζει από το πρόγραμμα σπουδών. Ετσι, αποσπασματικά και ασύνδετα οι μαθητές έρχονται σε επαφή με τους γλωσσικούς τύπους της κλασικής αρχαιότητας, των ελληνιστικών χρόνων και των πατερικών κειμένων στο Γυμνάσιο, όντας μέσα σε ένα πέλαγος ακατάληπτων πληροφοριών, με αποτέλεσμα να εξωθούνται στην αποστήθιση και την παπαγαλία ή την απόρριψη όχι μόνο του μοντέλου της διδασκαλίας, αλλά και της αξίας συνολικά της μελέτης του λόγου στα παλιότερα στάδια.
Και είναι προφανές ότι αυτό πρόγραμμα σπουδών της γλώσσας, στην ουσία ,στοχεύει στην καλλιέργεια ενός τέτοιου αισθήματος αποστροφής στους μαθητές, αφού οι ιθύνοντες του ΥΠΕΠθ γνωρίζουν καλά ότι η έλλειψη ιστορικού πλαισίου διδασκαλίας του γραπτού λόγου αναγκαστικά οδηγεί στην αποσύνδεση της γλώσσας από την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα και επομένως στην απουσία των αναγκαίων κινήτρων κίνησης του ενδιαφέροντος των μαθητών/τριών , μάθησης και δημιουργικής αφομοίωσης της ιστορίας του πολιτισμού τους. Γιατί πρέπει να τονιστεί ότι η μελέτη της εξέλιξης της γλώσσας ενός λαού αναγκαστικά συμπορεύεται και με τη μελέτη της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης, δηλ με τη γνώση των σταδίων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του χαρακτήρα των συνακόλουθων παραγωγικών σχέσεων , πάνω στο τοπίο των οποίων διαμορφώθηκαν ιστορικά τα κοινωνικά συστήματα και πρόκειται να διαμορφωθούν στο μέλλον.
Με αυτήν την έννοια, η γνώση της ιστορικής εξέλιξης της γλώσσας δεν αφορά μόνο τους ειδικούς επιστήμονες, γλωσσολόγους και φιλολόγους και δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των γλωσσικών μαθημάτων. Γιατί μια τέτοια γνώση παρέχει τα εφόδια για την αφομοίωση όλου του φάσματος της κοινωνικής δημιουργίας από την πρωτόγονη μέχρι τη σύγχρονη κοινωνία, είτε αυτή αφορά την υλική παραγωγή και την τεχνική ανάπτυξη, είτε τη φιλοσοφική σκέψη και τον επιστημονικό λογισμό, είτε την ιδεολογία και την καλλιτεχνική δημιουργία σε κάθε έκφρασή της. Το μέσο, το διαβατήριο για την κατανόηση κάθε εποχής και του πολιτισμού της είναι οι γραπτές πηγές, δηλ τα φιλοσοφικά, ποιητικά, ιστορικά, επιστημονικά κείμενα , των οποίων τα νοήματα κατανοούνται μόνο μέσω της γνώσης του εργαλείου της έκφρασής του, δηλ της γλώσσας τους. Συνεπώς, η γνώση του λεκτικού πλούτου της γλώσσας, των μορφο-συντακτικών της κανόνων, της σηματοδότησης των λέξεων και του εμπλουτισμού των σημασιών τους ή της αλλαγής της σημασίας τους, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, ανάγει το μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας σε κινητήρια δύναμη παιδείας, έτσι ώστε να μας υποχρεώνει να συνδέουμε το μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας με όλο το φάσμα των μορφωτικών αξιώσεων της νεολαίας. Για το λόγο αυτό, το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας της γλώσσας δε συνιστά τοπίο προνομιακής ενασχόλησης αποκλειστικά των φιλολόγων, αλλά αντιθέτως αφορά και πρέπει να αφορά όλες τις ειδικότητες στην εκπαίδευση , αφού η γνώση της γλώσσας και η συναφής καλλιέργεια του γλωσσικού οργάνου είναι το μέσο για την κατανόηση και αφομοίωση όλων των θεωρητικών , επιστημονικών και τεχνολογικών κατακτήσεων στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ωστόσο, αυτή την επιστημονική και ιστορική αλήθεια δε θέλει να παρακολουθήσει η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική, που εστιάζει στη φορμαλιστική και την αποσπασματική διδασκαλία της γλώσσας, επιλέγοντας φιλοσοφικά , ποιητικά και ιστορικά κείμενα, ασύνδετα με το κοινωνικό τους πλαίσιο, με τις ιστορικές συνθήκες παραγωγής τους. Στη βάση αυτή, η επιλογή π.χ κάποιων κεφαλαίων της Πλατωνικής Πολιτείας, χωρίς την αντίστοιχη και δεδομένη αντιπαράθεση με τη φιλοσοφική οπτική των Σοφιστών στο επίπεδο της γνωσιοθεωρίας, χωρίς την αναγκαία αναφορά στην αναίρεση της θεωρίας «του κόσμου των ιδεών» από τον Αριστοτέλη, όχι μόνο δεν ευνοεί τους μαθητές να αντιληφθούν τα νοήματα και τις θέσεις των φιλοσόφων, αλλά επιπλέον τους αποκρύπτει ιστορικές αλήθειες σχετικά με τη σύγκρουση των φιλοσοφικών σχολών στο θέμα της ερμηνείας της ίδιας της γλώσσας και ιδιαιτέρα στον τρόπο παραγωγής των αφηρημένων εννοιών. Ετσι, μια τέτοια διδασκαλία απέχει πολύ από το νόημα που εκφράζει η λέξη, αφού αποκόπτει τα κείμενα από το ευρύτερο φιλοσοφικό και κοινωνικό πλαίσιο που τα ορίζει, έτσι ώστε όχι μόνο να φαντάζουν δυσνόητα και ακατάληπτα, αλλά επιπλέον να πολλαπλασιάζουν το άγχος .Γιατί οι μαθητές μας καλούνται ακριβώς πάνω σε αυτό το αποσπασματικό υλικό της φιλοσοφικής σκέψης να εξεταστούν για την εισαγωγή στην Γ/θμια, ‘όντας μέσα σε έναν κυκεώνα πληροφοριών ασύνδετων .
Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε θετική παρένθεση τη διδασκαλία της τραγωδίας στη Β του Λυκείου, αν βέβαια υπήρχαν οι προϋποθέσεις κατανόησης των λέξεων και αφομοίωσης των νοημάτων και αν συνοδευόταν η διδασκαλία με το απαιτούμενο θεατρικό μάθημα θεατρικής αγωγής.Λείπουν όμως όλες αυτές οι προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα και αυτό το γλωσσικό μάθημα εν πολλοίς να τυποποιείται, αφού ο χρόνος και η ένταση της διδασκαλίας δεν επιτρέπει την ανάδειξη της ιστορικότητας της γλώσσας(με την ενδελεχή μελέτη του λεξιλογίου του έργου που δείχνει τη ρίζα αρκετών λέξεων της νεοελληνικής) , αλλά και τη συγκριτική μελέτη των χαρακτηριστικών των ιστορικών σταδίων, του δουλοκτητικού και σύγχρονου.
Παράλληλα, το μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας της Νεοελληνικής γλώσσας ορθώνει απαιτήσεις πύκνωσης νοημάτων και απόδοσης αφηρημένων εννοιών, ιδιαίτερα στη Γ Λυκείου, που δε μπορούν να θεμελιωθούν στην παρεχόμενη γνώση, έτσι ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα που απογυμνώνει το μαθητή από τη θεωρητική γνώση και γλωσσική παιδεία να γίνεται στη συνέχεια ο τιμητής του(!), αξιολογώντας τον με τα αυστηρά κριτήρια του επιστημονικού λόγου που δε δίδαξε και της θεωρητικής παιδείας που δεν παρείχε. Πρόκειται δηλ για μια εκπαιδευτική πολιτική που συνειδητά επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της συνείδησης των νέων, με το ασύνδετο των παρεχόμενων πληροφοριών, έτσι ώστε το σχολείο ως ιδεολογικός μηχανισμός να υπηρετεί πιστά τα αιτήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας που με τη σειρά της εστιάζει στην αφομοίωση της ιδεαλιστικής οπτικής και στην αποσύνδεση της ανθρώπινης, δηλ κοινωνικής πράξης από το λόγο. Με αυτόν τον τρόπο, χειραγωγείται εύκολα ο νέος και διαμορφώνονται συνολικότερα στην κοινωνία οι συνθήκες εύκολης και άκριτης αποδοχής όλων των αντιεπιστημονικών και αντιδραστικών θεωριών που κυριαρχούν στις μέρες μας.
Σε γενικές γραμμές, με τη σημερινή γλωσσική διδασκαλία διασπάται η άρρηκτη εσωτερική ενότητα σκέψης-γλώσσας, αναιρείται η επιστημονικά θεμελιωμένη αρχή ότι ο άνθρωπος σκέπτεται με τις λέξεις, ότι δηλ οι έναρθροι ήχοι είναι νοήματα που αποτυπώνουν μια σύνθετη νοητική λειτουργία και καθρεπτίζουν ένα συγκεκριμένο ιστορικό στάδιο της ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης. Καλλιεργείται δηλαδή τεχνηέντως και μεθοδικά, μέσω των προγραμμάτων της γλωσσικής διδασκαλίας, το αίσθημα της αποξένωσης του νέου από την ίδια τη γλώσσα του, την οποία αντιμετωπίζει ως «δοσμένο σύστημα λέξεων» έξω από τις ανάγκες και τα αιτήματά του, έξω από τις ίδιες τις δυνατότητές του για διεκδίκηση, κατανόηση και ερμηνεία του κόσμου
Συνολικά, το μάθημα της γλωσσικής αγωγής στο σημερινό σχολείο αποτρέπει τους νέους από την κατάκτηση εκείνου του εποικοδομητικού χαρακτήρα της σκέψης, ο οποίος οδηγεί στη σφαιρική αντιμετώπιση και ουσιαστική ερμηνεία όλων των ζητημάτων που αφορούν στο φυσικό και κοινωνικό κόσμο, στα φαινόμενα, τους νόμους και τις νομοτέλειές τους. Με αυτήν την έννοια, οι συνέπειες του αποπροσανατολιστικού χαρακτήρα της επιβαλλόμενης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις γλωσσικής διδασκαλίας δεν περιορίζονται μόνο σε όσα, πολύ συνοπτικά και αφαιρετικά, για λόγους οικονομίας, αποτυπώνουμε σε αυτήν την τοποθέτηση.
Απεναντίας, οι συνέπειες αυτές αφορούν το συνολικότερο τοπίο της σκέψης, της γλωσσικής και πολιτιστικής έκφρασης, της κοινωνικής δράσης και της αναζήτησης των νέων. Γιατί η διδασκαλία του λόγου είναι, ουσιαστικά, η διδασκαλία του παραγωγικού και εποικοδομητικού τρόπου σκέψης, ο οποίος μαθαίνει το νέο να ερευνά τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, να θέτει ερωτήματα για τη φύση και τη λειτουργία τους, να αναζητεί τις εσωτερικές τους σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους στη διαδικασία της αδιάλειπτης κίνησης που διέπει το φυσικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι η διδασκαλία που τον μαθαίνει να γίνεται πραγματικό υποκείμενο της γνώσης, να αρνείται και να αποστρέφεται την τυποποιημένη και αποσπασματική πληροφορία. Είναι αυτή που τον μαθαίνει να διεκδικεί εκείνη τη νοητική κατάκτηση, η οποία του επιτρέπει να κατανοεί τους γενικούς νόμους της κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να οριοθετείται στο ιστορικο- κοινωνικό πλαίσιο που ζει, να ανακαλύπτει και να ερμηνεύει τον αντιθετικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων της εποχής του. Είναι πάλι εκείνη που τον εξοπλίζει με τα αναγκαία νοητικά εργαλεία, τα οποία του δίδουν τη δυνατότητα να κατανοεί τις αντιφάσεις του κοινωνικού συστήματος και παράλληλα να δρα ως κοινωνικός άνθρωπος που έχει συνείδηση του ιστορικού φορτίου του πολιτισμού του και των κοινωνικών αναγκαιοτήτων της εποχής του.
Αυτό το εκπαιδευτικό μοντέλο της κατακερματισμένης και ασύνδετης πληροφορίας, της αποσπασματικής γνώσης , της επιφανειακής προσέγγισης όλων των φαινομένων, είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές κατακτήσεις, που παρακολουθεί και αντανακλά τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά αντιθέτως επιβάλλει τη γλωσσική διδασκαλία της αποστήθισης που υπνωτίζει το νου και την ψυχή του νέου και επιτάσσει την αποσύνδεση από τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα, της οποίας καλός και ευαίσθητος δέκτης είναι πάντα ο γεμάτος ανησυχίες νέος άνθρωπος.
Το αρνητικό αυτό μοντέλο διδασκαλίας των γλωσσικών μαθημάτων , που κατακερματίζει αντί να ενώνει σε ένα σώμα τις επιμέρους μορφωτικές κατακτήσεις, που συσκοτίζει αντί φωτίζει το δρόμο για τη γνώση της αντικειμενικής αλήθειας, οφείλουμε όλοι οι δάσκαλοι – που θέλουμε να υπηρετούμε την επιστημονική γνώση και το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης , απαρέγκλιτα και αταλάντευτα να αντιστρατευόμαστε. Γιατί αποστολή του δασκάλου και παιδαγωγού που αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της διδασκαλίας της γλώσσας είναι πρώτα και κύρια να καταστήσει τους νέους ικανούς να ακούν και να βλέπουν τις λέξεις ως ηχητικές και οπτικές εικόνες των σκέψεων, ως αγωγούς νοημάτων που παράγονται μέσα από την αδιάλειπτη συλλογική προσπάθεια κατάκτησης της κρυμμένης πίσω από τα φαινόμενα αλήθειας .Να αντιμετωπίζουν τον λόγο ως ενότητα σκέψης και πράξης , ως έκφραση της συλλογικής πείρας της κοινωνίας που κατακτήθηκε ιστορικά , αλλά και να μελετούν, να ζουν και , να χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως ζωντανό οργανισμό που εξελίσσεται διαρκώς, ανανεώνοντας το βασικό γλωσσικό του κεφάλαιο, ανασηματοδοτώντας το παλιό με νέες σημασίες ή και παράγοντας νέες λέξεις, για να εκφράσει τη νέα οικονομικο-κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα.
Αυτήν την αποστολή θέλουμε να προασπιστούμε, αυτό το εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο επιθυμούμε να ασκούμε και γι΄αυτό ,πρώτα και κύρια, διαλέγουμε το χώρο του διαλόγου και του κοινού προβληματισμού.
Αρετή Σπαχή, φιλόλογος, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
—————–Διαβάστε και αυτό:
e-prologos.gr