ΔΟΕ – ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
doeintrel@gmail.com
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ (4): Σε αυτό το ενημερωτικό περιλαμβάνεται η μετάφραση από τα αγγλικά της έκθεσης του ΟΟΣΑ “Education at a Glance, 2018” – Η Εκπαίδευση με μια ματιά, 2018- όσον αφορά στην Ελλάδα.
Η εκπαίδευση στην Ελλάδα μέσα από την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ «Η εκπαίδευση με μια ματιά, 2018-Δείκτες ΟΟΣΑ»
Στατιστικά, εκπαιδευτική κινητικότητα
Στην Ελλάδα το 32 % των ενηλίκων έχει ως ανώτερο επίπεδο μόρφωσης τη δευτεροβάθμια (λυκείου) εκπαίδευση. Το 31% έχει απολυτήριο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι πλέον συνήθεις σπουδές στην τριτοβάθμια είναι οι προπτυχιακές με ποσοστό 26%, ενώ ένα 3% έχει μεταπτυχιακές ή ισότιμες των μεταπτυχιακών σπουδές.
Η απόκτηση ενός τίτλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ των μικρών σε ηλικία ενηλίκων αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας από 28% το 2007 σε 42% το 2017 που αποτελεί και μια αναλογία πολύ κοντά σε αυτή του ΟΟΣΑ. Επίσης η εκπαιδευτική κινητικότητα έχει αυξηθεί καθώς το 60% ενηλίκων ηλικίας 18-24 με γονείς δίχως τριτοβάθμιο επίπεδο μόρφωσης έχουν εισέλθει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε προπτυχιακές ή ισότιμες αυτών σπουδές. Ο μέσος όρος στις χώρες ΟΟΣΑ είναι 47%. Υπολογίζοντας ωστόσο με βάση τον όλο ενήλικο πληθυσμό (25-64 έτη) μόλις το 18% αυτών των οποίων οι γονείς δεν έχουν επίπεδο μόρφωσης λυκείου έχουν σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Πρόσφυγες στην εκπαίδευση, ένταξη, επαγγελματικές ευκαιρίες
Ως μια χώρα πρώτης εισόδου προσφύγων και αιτούντων άσυλο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ιδιαίτερες προκλήσεις στο θέμα ένταξης αυτών. Η χώρα δέχεται ένα από τους μεγαλύτερους αριθμούς αιτούντων άσυλο προσφύγων ανά εκατομμύριο κατοίκων σε σύγκριση με χώρες του ΟΟΣΑ. Οι γεννημένοι στην αλλοδαπή ενήλικες που καταφθάνουν στην Ελλάδα κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν χαμηλό επίπεδο μόρφωσης σε σύγκριση με άλλες χώρες. Το 39% εξ’ αυτών δεν θα έχει τελειώσει λύκειο. Το αντίστοιχο ποσοστό στον ΟΟΣΑ είναι 22%. Το 2015 οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς αποτελούσαν το 19% της ηλικιακής ομάδας 18-24 ετών. Ωστόσο αποτελούσαν το 9% όσων εισήχθησαν στην τριτοβάθμια (προπτυχιακές σπουδές ή ισότιμες αυτών).
Άτομα που στερούνται σπουδών λυκείου ή εφάμιλλων σπουδών κινδυνεύουν περισσότερο από τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανεργία και έχουν λιγότερες πιθανότητες να μεταναστεύσουν για καλύτερες προοπτικές επαγγελματικής απασχόλησης σε σχέση με τους συνομήλικους τους με τριτοβάθμια μόρφωση. Τα έτη 2007 και 2017 η απασχόληση στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες για τους ενήλικες τριτοβάθμιας, μόρφωσης, 14 μονάδες για αυτούς με λυκειακή (ή ισότιμη) ή μεταλυκειακή μη τριτοβάθμια μόρφωση και 17 μονάδες γι αυτούς με υποχρεωτική εκπαίδευση. Αν και οι ανώτερες σπουδές μπορούν να αμβλύνουν τον κίνδυνο ανεργίας μεταξύ των γεννημένων στην Ελλάδα ενηλίκων, το ακριβώς αντίθετο παρατηρείται μεταξύ των γεννημένων στην αλλοδαπή ενηλίκων που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την ηλικία των 16 ετών: μόλις το 52% αυτών με τριτοβάθμια μόρφωση έχουν εργασία, με άλλα λόγια 20 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από τους γεννημένους στην Ελλάδα ή εκείνων που ήρθαν στην Ελλάδα σε ηλικία 15 ετών με παρόμοια επίπεδα μόρφωσης- και ακόμη λιγότερο από το ποσοστό ανεργίας των γεννημένων στην αλλοδαπή ενηλίκων με μορφωτικό επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Μορφωτικό επίπεδο και αποδοχές. Συμμετοχή αντρών και γυναικών στις βαθμίδες εκπαίδευσης και επιλογή τομέων στην επαγγελματική εκπαίδευση
Η διαφορά στις αποδοχές για αυτούς με ανώτερες σπουδές είναι 40% πάνω από εκείνων με λυκειακές σπουδές (στον ΟΟΣΑ είναι 55%). Ωστόσο η διαφορά στις αποδοχές για τους κατόχους απολυτηρίων συντομότερης διάρκειας κύκλου σπουδών τρίτης βαθμίδας (short- cycle tertiary degree) είναι 45%- περισσότερο από έναν κάτοχο προπτυχιακών σπουδών (33%). Στην Ελλάδα πλέον δεν υφίστανται τέτοιοι κύκλοι σπουδών.
Το μερίδιο των γυναικών με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι 50% σε σχέση με αυτό των ανδρών που είναι 35%, μια κάπως μεγαλύτερη διαφορά από το μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Παρά όμως τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το ποσοστό απασχόλησης στους άντρες είναι μεγαλύτερο (75%) σε σύγκριση με αυτό των γυναικών (63%). Οι γυναίκες έχουν επίσης λιγότερες αποδοχές κατά 20 έως 30% σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους σε όλα τα μορφωτικά επίπεδα. Η μικρότερη διαφορά παρατηρείται μεταξύ κατόχων απολυτηρίων λυκειακών (ή εφάμιλλων) και μεταλυκειακών μη τριτοβάθμιων σπουδών.
Μολονότι η εκπαίδευση λυκειακού επιπέδου δεν εντάσσεται στην υποχρεωτική οι κάτοχοι πτυχίου αποτελούν το 94% (μέσος όρος χωρών ΟΟΣΑ 87%) με την πολύ μεγάλη πλειοψηφία να είναι κάτω των 25 ετών. Η αναλογία αυτή ήταν 96% το 2005, έπεσε στο 89% το 2010 και ανάκαμψε στο 94% το 2016.
Η επανάληψη τάξης στο γυμνάσιο είναι περισσότερο συνηθισμένη στην Ελλάδα από ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα ποσοστά είναι 4% και 2% αντίστοιχα. Ωστόσο σε λυκειακό επίπεδο η τάση είναι αντίστροφη με την Ελλάδα στο 1% έναντι του 4%, μέσου όρου χωρών ΟΟΣΑ.
Οι περισσότεροι απόφοιτοι είναι γενικής παιδείας παρά επαγγελματικής. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 71% έναντι 22%. Το 2016 το 49% των αποφοίτων επαγγελματικής εκπαίδευσης είχαν φοιτήσει στους τομείς μηχανικής, παραγωγής και κατασκευών. Αυτό αποτελεί ένα από τα πλέον ψηλά ποσοστά μεταξύ των χωρών ΟΟΣΑ. Οι άλλοι τομείς φοίτησης, με ποσοστό 20%, είναι η διοίκηση επιχειρήσεων και τα νομικά. Μια πολύ περιορισμένη αναλογία αποφοίτησε από τον τομέα υπηρεσιών (5%) και υγείας και πρόνοιας (1%). Η αντίστοιχη αναλογία κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ είναι 17% και 12%.
Υπάρχει ωστόσο μια πολύ μεγάλη ανισοκατανομή μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επιλογή τομέων σπουδών. Το 2016, το 93% των αποφοίτων επαγγελματικής εκπαίδευσης από την κατεύθυνση υγείας και πρόνοιας το αποτελούσαν γυναίκες. Ο αντίστοιχος μέσος όρος χωρών ΟΟΣΑ είναι 77%. Από την άλλη πλευρά, σε σπουδές μηχανικής, παραγωγής και κατασκευών το μερίδιο των γυναικών ήταν 14% και δεν αποκλίνει από τις άλλες χώρες ΟΟΣΑ.
Ώρες διδασκαλίας και η κατανομή τους
Οι μαθητές της υποχρεωτικής εκπαίδευσης έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες σε σχέση με τον μέσο όρο ΟΟΣΑ. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το άθροισμα των ωρών είναι 752 ώρες. Ο μέσος όρος ΟΟΣΑ είναι 793 ώρες. Στο γυμνάσιο η αντιστοιχία είναι 791 για την Ελλάδα και 910 ώρες κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Ωστόσο η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό μη υποχρεωτικό αριθμό ωρών διδασκαλίας. Πρόκειται για κατά μέσο όρο 398 ώρες κατ’ έτος στην πρωτοβάθμια και 253 ώρες στο γυμνάσιο.
Στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τις υποχρεωτικές ώρες διδασκαλίας το 27% είναι για ανάγνωση, γραφή και λογοτεχνία, το 14% για μαθηματικά, 12% φυσικές επιστήμες και 6% κοινωνικές σπουδές. Οι αντίστοιχες αναλογίες στις χώρες ΟΟΣΑ κατά μέσο όρο είναι 25%, 17%, 7% και 6%). Στις τάξεις γυμνασίου το 25% των ωρών διδασκαλίας είναι για ανάγνωση, γραφή και λογοτεχνία. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο ΟΟΣΑ (14%). Οι ώρες όμως της υποχρεωτικής διδασκαλίας για τα μαθηματικά (12%), τις φυσικές επιστήμες (13%) και τις κοινωνικές σπουδές (8%) δείχνουν μια παρόμοια κατανομή συγκρινόμενες με άλλες χώρες ΟΟΣΑ.
Οι ώρες διδασκαλίας στο γυμνάσιο αυξήθηκαν κατά 183 ώρες κατ’ έτος μεταξύ των ετών 2000 και 2017. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των χωρών ΟΟΣΑ. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί γυμνασίου, με 609 ώρες διδασκαλίας κατ’ έτος, διδάσκουν 84 ώρες λιγότερο κατά μέσο όρο από τις χώρες ΟΟΣΑ. Επίσης και σε πρωτοβάθμιο επίπεδο οι ώρες διδασκαλίας έχουν κάπως αυξηθεί. Το 2017 οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας δίδαξαν 660 ώρες. Το αντίστοιχο σύνολο στις χώρες ΟΟΣΑ είναι κατά μέσο όρο 771 ώρες.
Αποδοχές εκπαιδευτικών
Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας δεν οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση των μισθών. Από το 2005 οι μισθοί των εκπαιδευτικών πρώτης και δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης έχουν μειωθεί κατά 28% σε αντίθεση με μία κατά μέσο όρο 5- 8% αύξηση στις χώρες ΟΟΣΑ.
Στο σύνολό τους οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα σε κάθε περίπτωση έχουν λιγότερες αποδοχές από τους συναδέλφους τους στον ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, ενώ στην Ελλάδα οι ετήσιες αποδοχές ενός νεοεισερχόμενου εκπαιδευτικού σε πραγματικές ώρες διδασκαλίας είναι 19.374$ (16.840 ευρώ ) στις χώρες ΟΟΣΑ είναι κατά μέσο όρο 33.126$ (28.793 ευρώ).
Επίσης ενώ στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών ΟΟΣΑ οι αποδοχές των εκπαιδευτικών αυξάνουν ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης, στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί αμείβονται με βάση τα χρόνια υπηρεσίας τους και η μισθολογική τους εξέλιξη είναι αργή. Ένας έλληνας εκπαιδευτικός με 15 χρόνια υπηρεσίας μπορεί να προσβλέπει σε μια ετήσια αύξηση μισθού ύψους 6624$ (5758 ευρώ) σε σχέση με τον αρχικό μισθό. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό, κατά μέσο όρο, της αύξησης που ισχύει στις χώρες ΟΟΣΑ.
****
Παρατηρήσεις: 1) Οι ενδιάμεσοι τίτλοι τέθηκαν εμβόλιμα σαν ένας υποτυπώδης θεματικός διαχωρισμός. 2) Η μετάφραση είναι του Γραφείου. 3) Η έκθεση όσον αφορά στην Ελλάδα μαζί με σχετικούς πίνακες στην πρωτότυπη αγγλική μορφή στη διεύθυνση
https://www.oecd-ilibrary.org/education/education-at-a-glance-2018_eag-2018-en κυλίστε τη σελίδα μέχρι τα country notes και επιλέξτε Greece.
(Γρ. Δ. Σχ. 22.10.2018)
e-prologos.gr