Οι σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας διαμορφώνονται μεν στο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο που έχουμε περιγράψει ΕΔΩ, όμως, η πορεία τους συντελείται με πυρήνα τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στις δύο χώρες. Αυτά εκφράζονται στις πολιτικές των ελληνικών και τούρκικων κυβερνήσεων, αποτυπώνονται και στον χαρακτήρα και στη μορφή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο Αιγαίο και στις αντίστοιχες θέσεις και στις πρακτικές που ακολουθούν για τα εθνικά ζητήματα στο Αιγαίο, οι οποίες δεν επηρεάζονται μόνο από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και τις πολιτικές συγκυρίες, αλλά και από το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα δύο κράτη. Για να εκτιμήσουμε, συνεπώς, την εξέλιξη της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, χρειάζεται να βλέπουμε όχι μόνο και όχι τόσο τα λόγια και τις δηλώσεις των κυβερνήσεών τους, αλλά τη δυνατότητά τους να κάνουν πράξη αυτά τα λόγια και κυρίως τα πραγματικά γεγονότα που έχουν λάβει και λαμβάνουν χώρα σε αυτή την αντιπαράθεση, τις ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί και προβαίνουν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Μετά την εισβολή στην Κύπρο όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της Τουρκίας ακολούθησαν μια πολιτική παγίωσης της κατοχής και διχοτόμησης της Κύπρου αλλά, παράλληλα, και κλιμάκωσης των διεκδικήσεών τους απέναντι στην Ελλάδα για το καθεστώς στο Αιγαίο. Και όταν λέμε καθεστώς στο Αιγαίο, εννοούμε τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τις διεθνείς αρμοδιότητες που ασκούν ή έχουν δικαίωμα να ασκήσουν η Ελλάδα και η Τουρκία στο Αιγαίο.
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο ξεκίνησαν από το τέλος της εφτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα, με ενέργειές της σε βάρος της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και διευρύνθηκαν βαθμιαία με την αμφισβήτηση του εύρους του εθνικού εναερίου χώρου της Ελλάδας (από το 1975 άρχισε μια συνεχιζόμενη πρακτική παραβιάσεών του), με την εναντίωσή της, μέσω της εκτόξευσης απειλής πολέμου (casus belli), στο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, με την ανακίνηση θέματος θαλάσσιων συνόρων Ελλάδας -Τουρκίας, με πιέσεις για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, με την αμφισβήτηση των διεθνών αρμοδιοτήτων που ασκεί η Ελλάδα εντός του FIR Αθηνών και εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης.
Οι διεκδικήσεις της πήγαν ακόμα παραπέρα τη δεκαετία του ’90, όπου με αφορμή το σοβαρό επεισόδιο στα Ίμια, τον Γενάρη του 1996, η Τουρκία ανέπτυξε τη “θεωρία των γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο. Από τότε μιλά για δεκάδες νησιά “ακαθόριστης κυριαρχίας” στο Αιγαίο, ανοίγοντας ζήτημα αμφισβήτησης και της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε μία σειρά νησιών, νησίδων και βραχονησίδων, με τις προεκτάσεις που έχει αυτό στον προσδιορισμό των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ στο Αιγαίο.
Οι τούρκικες διεκδικήσεις, σήμερα, έχουν επεκταθεί και για την ΑΟΖ της Ελλάδας στο Αιγαίο (όπως και στην Ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο το Καστελόριζο). Έχει δε κορυφωθεί όλη αυτή η βεντάλια διεκδικήσεων με την τοποθέτηση από την κυβέρνηση Ερντογάν και θέματος αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης (“επικαιροποίησης” όπως είπε και στην επίσκεψη του στην Αθήνα επίσημα το 2017). Ουσιαστικά, δηλαδή, αλλαγής των συνόρων Ελλάδας και Τουρκίας, που υπονοεί προφανώς επέκταση των συνόρων της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας.
Η σταθερή και μακρόχρονη προώθηση αυτής της πολιτικής από την Τουρκία αποδείχνει ότι δεν αποτελούν οι διεκδικήσεις της στο Αιγαίο συγκυριακές επιλογές των κυβερνήσεών της, αλλά μια στρατηγική επιδίωξη της μεγαλοαστικής τάξης στην Τουρκία, που σκοπεύει σε επέκταση κυριαρχίας και σε συγκυριαρχία στο Αιγαίο, και κατά τη δεκαπενταετή διακυβέρνηση του Ερντογάν φόρεσε και το μανδύα του “νεοθωμανικού οράματος”. Πήρε, μάλιστα, και τη θεωρητική διατύπωση που έδωσε ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του “Το στρατηγικό βάθος” (που έχει προβληθεί και σαν “δόγμα” της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας) ότι: «…Τα ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία, που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή αλληλεπίδραση… Μία Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη “Ρωμαίικη Διοίκηση της Νότιας Κύπρου” σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά… Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας … Η Τουρκία, για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ως την Αδριατική και από το Σουέζ ως την Ερυθρά Θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να ακολουθήσει μια δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο στις ανοιχτές θάλασσες…».
Τη στρατηγική επιδίωξή της “να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη” με την “αύξηση της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής στις θαλάσσιες αρτηρίες από το Αιγαίο ως την Αδριατική” προσπαθεί να την προωθήσει επίμονα, βήμα-βήμα, δημιουργώντας συνεχώς καταστάσεις και ασκώντας πιέσεις που συντείνουν στην εδραίωση μιας μόνιμης συνθήκης (όπως κάνει και στην Κύπρο με την κατοχή και τη συντήρηση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους) αμφισβήτησης ή αχρήστευσης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας (όπως είναι η διαρκής αναβολή της άσκησης του δικαιώματος επέκτασης των 12 μιλίων από την Ελλάδα). Αλλά και αξιοποιώντας “ευκαιρίες” που μπορεί να της δίνουν, σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί, αλλά και οι δυνατότητες που αντλεί από την υπεροχή στο συσχετισμό οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης απέναντι στην Ελλάδα (η Τουρκία διαθέτει το δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ, έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από αυτό της Ελλάδας και οχταπλάσιο πληθυσμό) και από προβλήματα στην πολιτική των κυβερνήσεων της Ελλάδας.
Προβλήματα που προκύπτουν, είτε από ενδοτικές κινήσεις που κάνουν μπροστά στην τουρκική πίεση είτε από την εξασθένηση που περνά σε φάσεις η Ελλάδα, όπως αυτή που έφερε η εφτάχρονη δικτατορία (τότε ξεκίνησαν να ξεδιπλώνονται οι τούρκικες διεκδικήσεις) και τώρα η 8ετία της κρίσης και των μνημονίων που την εξουθένωσαν οικονομικά (δεν είναι τυχαίο πως σ’ αυτή την περίοδο, σε συνδυασμό και με άλλες ανάγκες της διεθνούς πολιτικής της, άνοιξε το θέμα της αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάνης).
Η μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας έχει και αυτή τις βλέψεις της που τη φέρνουν σε ανταγωνισμό με την κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας, ωστόσο, βρίσκεται σε μια θέση που για να τις προωθήσει πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τις τούρκικες πιέσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Οι κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικά επιχειρούν να το κάνουν αυτό με πολιτικές που, βασικά, έχουν δυο χαρακτηριστικά: Το ένα είναι η αναζήτηση στήριξης από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το άλλο οι υποχωρήσεις απέναντι στην Τουρκία.
Όσον αφορά το πρώτο χαρακτηριστικό ισχυρές αποτυπώσεις του έχουν αποτελέσει η πολιτική του “εξευρωπαϊσμού” -όπως ονομάστηκε- της Τουρκίας, και η τωρινή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, της ανάδειξης των ΗΠΑ στον “καλύτερο στρατηγικό σύμμαχο της Ελλάδας”.
Η πολιτική του “εξευρωπαϊσμού” της Τουρκίας, της αλλαγής στάσης, δηλαδή, της Ελλάδας, από μια χρονική στιγμή και μετά, όσον αφορά την “ευρωπαϊκή πορεία” της Τουρκίας (που ως τότε η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ μπλόκαρε για να πιέζει την Τουρκία) προκρίθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη με στόχο, όπως αναλύθηκε τότε, “να αναγκαστεί να αλλάξει συμπεριφορά η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα και στην ΕΕ”. Η λογική της ήταν να εμπλακεί και να στηριχθεί η “επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών” στην πιο άμεση ανάμειξη της ΕΕ. Αλλά η προσφυγή στη “βοήθεια” του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού παράγοντα το μόνο που απέφερε ήταν την περιβόητη συμφωνία του Ελσίνκι, που νομιμοποίησε τη διεκδικητική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, 19 χρόνια μετά, είναι φανερό πως η πολιτική της αναζήτησης “υποστήριξης” από την ΕΕ και δεν έχει αποδώσει τίποτα και πρόσφερε “πόντους” στην τουρκική πλευρά με τη συμφωνία του Ελσίνκι. Και παρότι παραμένει σαν πολιτική των κυβερνήσεων της Ελλάδας, είναι φανερό ότι η κυρίαρχη τάξη της Ελλάδας ψάχνει να βρει “λύση” από την άλλη δυτική ιμπεριαλιστική πλάτη, τις ΗΠΑ, παρ’ όλο που “έχει καεί” από αυτή στο παρελθόν, ειδικά με την Κύπρο.
Η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα, αυτή της πειθήνιας εξυπηρέτησης των σχεδίων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, υπολογίζει στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων που έχουν εμφανισθεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας και στη συγκρότηση ενός φιλοαμερικάνικου μετώπου Ελλάδας, Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου ως αντίβαρου στις επιδιώξεις της Τουρκίας. Ωστόσο, αυτή η πολιτική, όπως ήδη φαίνεται, οδηγεί σε επικίνδυνα και τυχοδιωκτικά μονοπάτια και σε μεγαλύτερη περιπλοκή και όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική που στηρίζεται στον ιμπεριαλιστικό παράγοντα για να αντιμετωπίσει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, στον παράγοντα, δηλαδή, που είναι βασική αιτία για να μένουν ανεπίλυτα και να αναμοχλεύονται, είναι αδιέξοδη. Και το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι η Ελλάδα, με αντάλλαγμα αυτήν τη δήθεν στήριξη, να γίνεται εξάρτημα επικίνδυνων ιμπεριαλιστικών πολιτικών και να καταπατιέται σε όλο και μεγαλύτερη έκταση η κυριαρχία της .
Όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό, την υποχωρητικότητα της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην πίεση της Τουρκίας, αυτή σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη της αρχικής θέσης, που έλεγε ότι η μόνη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και την προσχώρηση στη θέση της αποδοχής “διαφορών” με τη Τουρκία και, μάλιστα, και “συνοριακών διαφορών”. Σηματοδοτείται από τη συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, με την οποία η Ελλάδα αναγνώρισε “νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα” της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως και από τη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999 στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., με την οποία αποδέχτηκε την ύπαρξη “εκκρεμών συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Σηματοδοτείται ακόμη από το γεγονός ότι, κάτω από τις απειλές της Τουρκίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, πάνω από 20 χρόνια μετά τη διακήρυξή του, δεν ασκούν το κυριαρχικό δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια, ένα δικαίωμα που έχει ασκήσει η πλειονότητα των παράκτιων χωρών του πλανήτη. Αυτή η πολιτική των ενδοτικών κινήσεων δεν έχει ούτε “χαλαρώσει” ούτε ανακόψει την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας που βλέπει με τις πιέσεις της να έχει κερδίσει έδαφος για τις διεκδικήσεις της και με κείμενα συμφωνίας που έχουν υπογράψει οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αντίθετα, την έχει ενθαρρύνει, σε βαθμό που να θέτει σήμερα και ζήτημα συνολικής αναθεώρησης, δηλαδή αλλαγής των ελληνοτουρκικών συνόρων και οριοθετήσεων.
Οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, που κινούνται μέσα σ’ ένα πλαίσιο ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων, διαποτίζονται από την υποτέλεια, τον εθνικισμό, από την καλλιέργεια εχθρότητας και αντιπαλότητας ανάμεσα στον ελληνικό και τούρκικο λαό και εκφράζουν τα αντιδραστικά και ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων αστικών τάξεων των δύο χωρών, στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην υπόθεση της ειρηνικής και φιλικής συμβίωσής τους.
Το λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στέκεται απέναντί τους με θέσεις που παλεύουν ενάντια στην ιμπεριαλιστική ανάμιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενάντια στις πολιτικές της εθνικής υποτέλειας και των αντιδραστικών εθνικισμών, ενάντια στον επεκτατισμό της αστικής τάξης της Τουρκίας και τις αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενάντια στις παραβιάσεις των συνόρων των δύο χωρών και την απειλή πολέμου από όποια πλευρά και αν γίνει, ενάντια στους τυχοδιωκτικούς φιλοαμερικάνικους “αντιτούρκικους άξονες”.
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr