Ο ξεκάθαρος στόχος της κυβέρνησης για δραστικές αλλαγές στο Λύκειο (Λύκειο για λίγους με Τράπεζα Θεμάτων και αύξηση των εξεταστικών δοκιμασιών), μείωση των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (βάση του 10 ή βάσεις μαθημάτων που θα θέτουν τα Τμήματα), κλείσιμο σχολών και τμημάτων και μετάλλαξη του εκπαιδευτικού συστήματος (δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση) προς τη φτηνή κατάρτιση και την υποταγή στην αγορά και τελικά πριμοδότηση των ιδιωτικών Κολεγίων, επιχειρείται να υποστηριχτεί από μια σειρά επικοινωνιακών τεχνασμάτων, προκειμένου να παρουσιαστούν με φωτοστέφανο οι παρεμβάσεις που σχεδιάζονται στην εκπαίδευση.

Ετσι πριν την «ανακάλυψη» των υποψηφίων που εισάγονται στα Πανεπιστήμια με βαθμούς κάτω από τη βάση, μια άλλη «ανακάλυψη» είχε βρει στασίδι στα πρωτοσέλιδα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Αναφερόμαστε στην έρευνα της αμαρτωλής Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), η οποία μας ενημέρωνε ότι μεγάλη μερίδα μαθητών κινδυνεύει να ολοκληρώσει το σχολείο λειτουργικά αναλφάβητη.

Η ΑΔΙΠΠΔΕ στην ετήσια έκθεσή της για το 2019 παρουσιάζει τις επιδόσεις των μαθητών της Β’ Λυκείου στα γενικά και στα επαγγελματικά λύκεια. Ενδεικτικά, στη Νεοελληνική Γλώσσα το 7,1% των μαθητών γενικού λυκείου έχει βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση κατά το σχολικό έτος 2017 – 2018. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση στη Φυσική, όπου ο ένας στους δύο (48,4%) βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση. Επίσης, άσχημη είναι η εικόνα των επιδόσεων στα Μαθηματικά: στην Αλγεβρα κάτω από τη βάση είχε το 38,9% και στη Γεωμετρία το 44,2%.

Χειρότερη είναι η εικόνα στις επιδόσεις των μαθητών της Β’ τάξης των επαγγελματικών λυκείων. Εκεί ένας στους πέντε (20,4%) πήρε κάτω από τη βάση στη Νεοελληνική Γλώσσα και πάνω από τους μισούς στα Μαθηματικά (το 52,7% στην Αλγεβρα και το 51,3% στη Γεωμετρία). Στη Φυσική και στη Χημεία, τα ποσοστά είναι μικρότερα, αλλά επίσης υψηλά (41% και 40,8%, αντίστοιχα).

Αυτά μας λέει η «επιστημονική» έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ (χωρίς βέβαια να κάνει αναφορά στις πολιτικές που οδήγησαν στο «φαινόμενο») και παράλληλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας άμεσα μέτρα. Στην έκθεση, που υπογράφεται από τον πρόεδρο της ΑΔΙΠΠΔΕ, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηλία Ματσαγγούρα, προτείνεται… αξιολόγηση και αξιολόγηση:

-Αναδιαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την αξιολόγηση των μαθητών στις διαφορετικές βαθμίδες.

-Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην αξιολόγηση των μαθητών/τριών στο πλαίσιο της διαφοροποιημένης διδασκαλίας.

Παραδόξως, η τόσο αναλυτική «Εκθεση» παραλείπει, αφενός, να αναφερθεί στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ύλη των βασικών μαθημάτων κατεύθυνσης του Λυκείου είναι ύλη των Πανεπιστημίων που έχει «κατέβει» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άρα με βάση τον ορισμό του «λειτουργικά αναλφάβητου» ως κάποιου που δεν γνωρίζει ικανοποιητική ανάγνωση και αριθμητική είναι απολύτως υπερβολικό και αμφιλεγόμενο να χαρακτηρίζονται έτσι μαθητές που συναγωνίζονται σε τέτοιο επίπεδο γνώσεων και, αφετέρου, δεν κάνει λόγο για τον μαθητή-οθόνη, κοντολογίς για το ατελείωτο σφυροκόπημα των παιδιών από κάθε είδους οθόνες (τηλεόραση, κινητό, υπολογιστής, τάμπλετ κ.λπ.).

Η «Εκθεση», όπως ήταν φυσικό, συνοδεύτηκε στα δημοσιεύματα των προθύμων και καλοταϊσμένων ΜΜΕ από την πρόθεση του υπουργείου να επαναφέρει τη βάση του 10 για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, υποστηρίζοντας πως αυτό θα «αναβαθμίσει» το επίπεδο των μαθητών.

Είναι αλήθεια ότι οι μαθητές στο Λύκειο «οικοδομούν» τη γνώση τους στο τρίγωνο «σχολείο – φροντιστήριο – ιδιαίτερο», «ροκανίζουν» την εφηβεία τους με «γερμανικά ωράρια» ασκήσεων και εξετάσεων, μπαζώνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό με φροντιστηριακά έξοδα της τάξης των 3.000 ευρώ τον χρόνο, κι όμως δεν μαθαίνουν.

Ωστόσο, η κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά μόνο μόνο σχολικά αίτια έχει. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το καταλάβει όταν αναλογιστεί ποια είναι τα πρότυπά που, στην «κοινωνία της γνώσης» και «των δικτύων», προβάλλονται στους νέους ανθρώπους: ο ατομισμός, οι αξίες της ιδιωτικότητας, η απόρριψη της συλλογικής δράσης, η απαξίωση της συμμετοχής στα κοινά, ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός, η λογική «ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός για όλους», ο χρησιμοθηρικός χαρακτήρας της γνώσης. Ολα αυτά και άλλα πολλά αποτελούν από μόνα τους τις «έξυπνες βόμβες» στα δίκτυα της μάθησης.

Η κρατούσα αντίληψη για την παιδεία προσπαθεί να πείσει ότι η μόνιμη και σταθερή απασχόληση ανήκει στο παρελθόν και καλεί σε συμφιλίωση με την απασχολησιμότητα. Η αντίληψη αυτή επιβαρύνεται με την πρόσδοση ενός εργαλειακού χαρακτήρα στη γνώση, καθώς ταυτίζει τις έννοιες «μόρφωση» και «επανεκπαίδευση» με την παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων χρηστικού χαρακτήρα, δηλαδή άμεσα εφαρμοσμένων στην αγορά εργασίας.

Να η ιδέα που «ξύνει» τη γνώση ως συλλογικό εργαλείο ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου και τη μεταλλάσσει σε γνώση ως στενή εφαρμογή για την επίτευξη του ατομικού στόχου που στοιχίζεται με τις έννοιες «κόστος»-«κέρδος». Εδώ η γνώση έχει εφαρμοσμένη και μόνο διάσταση και μετατρέπεται σε «δεξιότητα», ενώ η σχολική ύλη είναι εξαρχής προορισμένη για τον «σκουπιδοτενεκέ» της μνήμης την επομένη των εξετάσεων.

Ας έρθουμε όμως και στον χώρο της εκπαίδευσης και ας ρίξουμε μια ματιά μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της σχολικής αίθουσας. Στο σημερινό σχολείο είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένη η επιλεκτική λειτουργία εις βάρος της μορφωτικής. Η εντατικοποίηση των σπουδών μέσα από την εξετασιομανία, που διαπερνά όλο το σχολικό πρόγραμμα, δεν αποτελεί παρά τη νεκρολογία της επαφής του μαθητή με την ουσία της γνώσης.

Γιατί, βέβαια, αν εξετάσει κανείς τη σχέση του περιεχομένου των μαθημάτων (τι), της μεθόδου (πώς) και των πρακτικών ελέγχου (εξεταστικές δοκιμασίες), θα διαπιστώσει εύκολα ότι η σύνθεσή τους, την ίδια στιγμή που μεταλλάσσει τη μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να αναστείλει ακόμα και μορφές προσαρμοστικότητας στη μάθηση.

Η ίδια η έμφαση στην αντικειμενικοποίηση της βαθμολογίας, η «ανάγκη» δημιουργίας ερωτήσεων -στα tests και τα διαγωνίσματα- των οποίων οι απαντήσεις θα «χωράνε» βαθμολογία «χωρίς αέρα», επιβάλλει τη σχηματοποίηση στις πρακτικές αξιολόγησης, η οποία διαχέεται με τη σειρά της στο ίδιο το διδακτικό έργο. Οι δήθεν εκσυγχρονιστικές μορφές αξιολόγησης των μαθητών με την κατάταξη των ερωτήσεων σε κατηγορίες διδακτικών στόχων αντιβαίνουν την αρχή της ολότητας και υπονομεύουν βασικές αρχές ανάλυσης και δομικής προσέγγισης του κειμένου.

Με άλλα λόγια, η ανάλυση – κατάτμηση μετατρέπει το κείμενο σε «σφάγιο» που περιμένει τον ανατόμο του. Θραύσματα γνώσεων και επιλεκτικής μνήμης, που δεν είναι παρά μια από τις μορφές που παίρνει η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών, η οποία δρομολογείται στα ίδια ίχνη της αποστήθισης που υποτίθεται ότι έρχεται να αναιρέσει.

Η διδασκαλία και η επικοινωνία μέσα στην τάξη υποτάσσεται στον νέο «θεό»: στο μέτρημα με δήθεν αντικειμενικό και έγκυρο τρόπο του τελικού αποτελέσματος μιας τυποποιημένης και μηχανιστικής μαθησιακής διαδικασίας, που θα ασκείται ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη. Δημιουργούνται έτσι ασφυκτικές συνθήκες, συνθήκες διδακτικού ολοκληρωτισμού, με αποτέλεσμα τον αφανισμό της διδασκαλίας, το καλούπωμα των εκπαιδευτικών σε «διδακτικά φέρετρα» και τη χειραγώγηση – αλλοτρίωση των μαθητών. Με αυτόν τον τρόπο απονεκρώνεται κάθε διαδικασία εμβάθυνσης, κατανόησης, αμφιβολίας, αμφισβήτησης, εξαφανίζεται το γιατί και το διότι, καταστρέφεται κάθε δυνατότητα για συλλογική αφήγηση, συνολική εικόνα της φύσης, της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο εκπαιδευτικός σπρώχνεται να μετατραπεί, όχι στον δάσκαλο εμψυχωτή που μαζί με τους μαθητές του δημιουργεί και παράγει πολιτισμό, αλλά στον «δάσκαλο» – τεχνικό, ο οποίος την ίδια ώρα που μεταδίδει έτοιμες γνώσεις, την ίδια στιγμή που «μοιράζει τις μπουκιές της ημέρας» στο κεφάλι – δοχείο του μαθητή, έρχεται ως μικρόψυχος ελεγκτής να αξιολογήσει τις επιδόσεις. Ο ρόλος που του ανατίθεται, σε μια ατμόσφαιρα απρόσωπης σχέσης, είναι αυτός του επιτηρητή της «τάξης», του σχεδιαστή tests, του διανομέα φωτοτυπιών, του διορθωτή, του συμβολαιογράφου επιδόσεων.

Τα παραπάνω φανερώνουν ότι η ένταση του λειτουργικού αναλφαβητισμού όχι μόνο δεν ανατρέπεται με τη θεραπευτική αγωγή που προτείνεται από την «πρόθυμη» ΑΔΙΠΠΔΕ, ούτε φυσικά από τις αλλαγές που ετοιμάζεται να επιβάλει το υπουργείο Παιδείας, καθώς είναι σαφές ότι είναι αυτή ακριβώς η «γραμμή» που πριμοδοτεί το «κράτος της αμάθειας», τον λειτουργικό αναλφαβητισμό, την ίδια ώρα που λιπαίνει την ένταση των ταξικών φραγμών.

Χρήστος Κάτσικας

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το