Τα τελευταία χρόνια με τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχουν συμβεί πολλές καιρικές και περιβαλλοντικές καταστροφές. Όχι ότι δε συνέβαιναν και με προηγούμενες κυβερνήσεις (π.χ. Σύριζα-Μάτι) αλλά τα τελευταία χρόνια το κακό έχει παραγίνει.
Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την κακοκαιρία «Ιανός» με την πλημμύρα που ακολούθησε και έφερε καταστροφές σε πολλούς δήμους με αποκορύφωμα την πτώση από χείμαρρο του κέντρου υγείας Μουζακίου Καρδίτσας, τις πυρκαγιές του καλοκαιριού με την ανείπωτη φυσική καταστροφή στην Εύβοια και σε άλλες περιοχές, τους σεισμούς σε Λάρισα (Ελασσόνα) και Κρήτη (Αρκαλοχώρι) και τις χιονοπτώσεις της κακοκαιρίας «Ελπίς» με την παράλυση της κυκλοφορίας στο λεκανοπέδιο.
Ο κόσμος χάριν αστεϊσμού τα αποδίδει όλα αυτά στη λεγόμενη «γκαντεμιά» του Κυρ. Μητσοτάκη. Τα επίσημα κυβερνητικά χείλη, από την άλλη, μιλούν για την κλιματική αλλαγή και την ανημποριά του «μικρού» ανθρώπου μπροστά στα φυσικά φαινόμενα.
Τελικά όμως τι ισχύει; Είναι το επιτελικό κράτος, που με τόση έπαρση διατυμπάνιζαν οι κυβερνώντες και τα παπαγαλάκια τους, τόσο ανήμπορο μπροστά στη δύναμη της φύσης ή είναι τόσο άτυχο που συνέβησαν όλες αυτές οι καταστροφές έτσι ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει κανείς; Και είναι όντως φυσικές οι καταστροφές ή αποτελούν προϊόν εγκληματικής αμέλειας ή ακόμη χειρότερα, σχεδιασμένου πολιτικού χειρισμού από την κυβέρνηση;
Αν δούμε με απλή λογική την όλη κατάσταση, δεν είναι ούτε θέμα τύχης ούτε θέμα φυσικών δυνάμεων. Είναι θέμα ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού και αποτελεσματικότητας του «επιτελικού» κράτους απέναντι σε κάθε αναμενόμενη ή όχι φυσική καταστροφή.
Πόσο, όμως, έτοιμος ήταν ο κρατικός μηχανισμός όταν τα επιστημονικά πορίσματα για τα ποτάμια στην Καρδίτσα προειδοποιούσαν για καταστροφές αν δεν γινόντουσαν τα αντιπλημμυρικά έργα που δεν έγιναν ποτέ, όταν η κυβέρνηση έδινε και δίνει στην πυροσβεστική το 10% των απαραίτητων χρηματικών αναγκών της με αποτέλεσμα την τρομερή υπολειτουργία μιας υπηρεσίας που είναι η πλέον αρμόδια για την προστασία των πολιτών από καταστροφές, όπως είναι οι πυρκαγιές. Όταν οι άνθρωποι που έμειναν χωρίς σπίτι μετά τους σεισμούς ακόμα περιμένουν σε κοντέινερ και σκηνές μια πενιχρή αποζημίωση. Όταν αγνοούνται οι σαφείς προειδοποιήσεις των ειδικών και αφήνεται στο έλεος του χιονιά σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας γιατί τελικά χιόνισε μέρα μεσημέρι.
Κι αν σύμφωνα με τα παραπάνω αυτό που φαίνεται είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης, η εγκληματική αμέλεια που τη συνοδεύει και ότι τα περί επιτελικού κράτους έχουν πάει περίπατο, η πραγματικότητα βρίσκεται ένα βήμα πιο πέρα και βρίσκεται στην ίδια την ιδεολογική ρίζα της κυβέρνησης η οποία προφανώς είναι «αλλεργική» σε κάθε τι δημόσιο. Δεν είναι, λοιπόν, απλά ότι δεν μπορούν αλλά δε θέλουν. Και όχι μόνο δε θέλουν να δώσουν την παραμικρή βοήθεια σε καμία δημόσια δομή, αλλά προσπαθούν επιπλέον, να την αχρηστέψουν, να την ακυρώσουν δηλαδή στα μάτια του κόσμου ώστε να μπορούν μετά πολύ πιο εύκολα, χωρίς αντιδράσεις, να την κλείσουν ή να την πουλήσουν. Είναι φανερό αυτό όταν μετά από ένα καλοκαίρι πυρκαγιών συνεχίζουν να μην εξοπλίζουν με πυροσβεστικά τη χώρα αλλά να εξοπλίζουν με αύρες την αστυνομία. Όταν μέσα στην πανδημία μειώνουν κατά εκατοντάδες εκατομμύρια τα έξοδα για το ΕΣΥ και απολύουν χιλιάδες υγειονομικούς με πρόσχημα το εμβόλιο. Όταν τεράστιες δαπάνες γίνονται για πολεμικά αεροσκάφη και Νατοϊκούς εξοπλισμούς την ίδια ώρα που ζουν ξεσπιτωμένοι σεισμόπληκτοι άνθρωποι μέσα στο χειμώνα, που δεν υπάρχουν εκχιονιστικά και προσωπικό να τα δουλέψει και επιπλέον η ακρίβεια στην καθημερινή ζωή έχει πάρει δυσθεώρητα ύψη.
Οι κοινωνικές παροχές είναι βάρος για την κυβέρνηση και θα κάνει ό,τι μπορεί για να τις διαλύσει. Αυτό το επιχειρεί με ακόμα πιο σοκαριστικό τρόπο τα δύο τελευταία χρόνια αξιοποιώντας την πανδημία και την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος που βρίσκεται σε ύφεση.
Εδώ βρίσκεται και η απάντηση, που πρέπει να δώσουμε απέναντι σ’ αυτή την πολιτική της διάλυσης όλων των δημόσιων και προνοιακών δομών. Είναι ανάγκη, μεγαλύτερη παρά ποτέ, να ξαναδυναμώσουμε το συνδικαλιστικό κίνημα, να συσπειρώσουμε κόσμο στα σωματεία μας και από κοινού με άλλα, να αντιδράσουμε και να διεκδικήσουμε την επαναφορά, αλλά και ακόμα παραπάνω, την επιπλέον ενίσχυση όλων των δημόσιων δομών πρόνοιας και προστασίας του λαού. Μόνο μέσα από ένα δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα, όπως το ίδιο απέδειξε όταν κατακτούσε αυτά τα ίδια που τώρα έχουμε χάσει, μπορούμε να ξανακερδίσουμε όσα μας πήρανε όλα αυτά τα χρόνια και να αγωνιστούμε για μια κοινωνία που πραγματικά θα εργάζεται προς όφελος του λαού.
Βάιος Κ.
Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία
e-prologos.gr