του Γιώργου Κ. Καββαδία*

ΕΕ και εκπαιδευτική πολιτική

Όσο και να επιμένουν οι κυβερνώντες «για την ΕΕ των λαών και της αλληλεγγύης – οικοδομημένη στην αρχή της Δημοκρατίας», οι κυρίαρχες πολιτικές αποδεικνύουν στην πράξη  ότι η  οργάνωση και οι θεσμοί της ΕΕ όχι μόνο είναι αδιάβροχοι από κάθε είδους λαϊκό έλεγχο, αλλά αποτελούν τα εργαλεία προώθησης της πολιτικής του γερμανικού άξονα της Κεντρικής Τράπεζας και των πολυεθνικών, την ώρα που σε κάθε χώρα της Ευρώπης τα κοινοβούλια έχουν διακοσμητικό ρόλο. Αυτή είναι μια ιμπεριαλιστική ΕΕ που έχει ως βάση το καπιταλιστικό μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Μια αντιδημοκρατική οργάνωση σε ένα διακρατικό συνασπισμό που λειτουργεί ως ένα ιμπεριαλιστικό υπερκράτος με αντίστοιχους θεσμούς διασφαλίζοντας την κυριαρχία των ισχυρών μέσα από μηχανισμούς επιτήρησης και τιμωρίας όσων δε συμμορφώνονται με τις κυρίαρχες πολιτικές λιτότητας, αποδόμησης του «κράτους πρόνοιας» και καταπάτησης βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το πλαίσιο διεθνούς διακυβέρνησης που εγκαθιδρύθηκε με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς είναι μονοσήμαντα προσανατολισμένο στην ασύδοτη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και του κεφαλαίου.

Η εξάρτηση της χώρας αντανακλάται έντονα στην εκπαιδευτική πολιτική και τον καταιγισμό μέτρων και ρυθμίσεων των κυβερνήσεων διαχρονικά. Με δούρειο ίππο την κρίση μετά το 2010 οι κυβερνήσεις αντιγράφουν, εφαρμόζουν τα σκονάκια της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Η βασική ιδέα της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η υποταγή της στου νόμους της αγοράς και στις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ προβάλλουν ένα συνολικό  σχέδιο για την ανασυγκρότηση της δομής και των μορφών κρατικού ελέγχου της εκπαίδευσης με βάση της αρχές του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ. Με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών μείωσης των κρατικών δαπανών με παράλληλη ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει τη λειτουργία και τα αποτελέσματα, ώστε να ανταποκρίνεται η εκπαίδευση όχι μόνο στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της αγοράς, αλλά και να ενσωματώνει τις αρχές της επιχειρηματικότητας και το αγοραίου ανταγωνισμού και της μετατροπής της γνώσης από κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα σε ατομική δυνατότητα και εμπόρευμα.

Αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης με μοχλό την αξιολόγηση

Η «ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας». Για αυτό και οι ρυθμίσεις για το «Εθνικό Απολυτήριο » στοχεύουν σε ένα σχολείο πιο ανταγωνιστικό, πιο επιλεκτικό και ελιτίστικο με  τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες να οξύνονται με ολέθριες συνέπειες για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας. Η εφαρμογή μέτρων της τελευταίας δωδεκαετίας, όπως περικοπές δαπανών, μαζικές καταργήσεις σχολείων, μείωση εκπαιδευτικού προσωπικού, μηδενικοί διορισμοί, αύξηση ωραρίου, αναμόρφωση και διαφοροποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων, υποβάθμιση βασικών μαθημάτων και  προσανατολισμός σε δεξιότητες με μοχλούς την Τράπεζα Θεμάτων, την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τις Εξετάζεις τύπου PISA οξύνουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες, εντείνουν τους ταξικούς φραγμούς και τα φαινόμενα αναλφαβητισμού και ημιμάθειας.

Η «αξιολόγηση παντού», που είναι ευαγγέλιο του ΟΟΣΑ και της κυβέρνησης, εφαρμόζεται εδώ και χρόνια σε χώρες στις οποίες έχει περάσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική και έχει ήδη καταστροφικά αποτελέσματα: έχει οδηγήσει στην παράδοση δημόσιων σχολείων σε ιδιωτικές εταιρείες , στην αυξανόμενη τάση ιδιωτικοποίησης σχολείων (πχ στη Γερμανία), δένει όλο και πιο στενά το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων με τις εξετάσεις (πχ στις Σκανδιναβικές χώρες το «PISA for schools» λειτουργεί ως άλλη Τράπεζα Θεμάτων»), έχει αυξήσει τον αναλφαβητισμό (πχ στις ΗΠΑ πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι αναλφάβητο ή μόλις εγγράμματο), την εργασιακή εξουθένωση και έχει οδηγήσει σε μαζικές παραιτήσεις εκπαιδευτικών.

Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στην διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από ενοικίαση των υποδομών τους σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού) και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο. Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική. Στο όνομα του «αποτελεσματικού σχολείου» και του ανταγωνισμού με βάση τα κριτήρια της αγοράς, είναι ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας σχολείων πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρίζων μορφωτικών ζωνών στις ήδη γκρίζες κοινωνικές περιοχές.

 Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση θα συνδέει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους, με στοιχεία μάλιστα που θα έχουν αναγωγή σε επίπεδο χώρας, ώστε να συγκρίνονται σε νεοφιλελεύθερα και αμφιλεγόμενα διεθνή project αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων (PIZA).

Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών. Η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού,  που εισάγεται ως «οδηγία» στα επίσημα κείμενα,  θέλει να σπρώξει τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», από την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Από αυτή την ιστορία  όμως, ο μεγάλος χαμένος θα είναι το δημόσιο σχολείο συνολικά, γιατί θα κλείνουν η μια μετά την άλλη οι σχολικές μονάδες και τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού θα πηγαίνουν στους εμπόρους της γνώσης και στα ιδιωτικά συμφέροντα, ως ανταλλάξιμα κουπόνια-vouchers για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Φτηνό εργατικό δυναμικό

Παράλληλα  επιδιώκεται να προσαρμοστεί η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», με άλλα λόγια, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος, κλπ, αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει το σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα! Στην εποχή της ευελφάλειας αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική μόρφωση, ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του. Οικοδομούν ένα σχολείο που θα παράγει εργατικό δυναμικό φτηνό, χωρίς δικαιώματα, αλλά καταρτισμένο με εκείνες τις χρηστικές δεξιότητες που απαιτεί η αγορά και το κεφάλαιο.

Αυτές οι κατευθύνσεις αποτυπώνονται ακόμα πιο έντονα στα μέτρα για την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση με βάση τη διττή προσέγγιση, την κατεύθυνση της ΕΕ για «μάθηση με βάση την εργασία» που σημαίνει ότι ένα τμήμα της εκπαίδευσης των μαθητών αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις με διπλό όφελος: διαμορφώνουν συνειδήσεις, αυγατίζουν τα κέρδη τους από την απλήρωτη εργασία. Οι μαθητείες, οι καταρτίσεις μιας χρήσης, η απροκάλυπτη πλέον σύνδεση του συνόλου της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά και τους νόμους λειτουργίας της κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση.

Παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης

Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσιας εκπαίδευσης είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός παλλαϊκού μορφωτικού κινήματος για την υπεράσπιση,  όχι βέβαια του σημερινού σχολείου, αλλά του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων. Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η πάλη ενάντια στην εφαρμογή των πολιτικών της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης των σχολείων και εκπαιδευτικών. Ακόμα και το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο είναι «αδειανό πουκάμισο», αν δεν συνοδεύεται με τον αγώνα και τα αιτήματα για την εξάλειψη των εξεταστικών φραγμών στην εκπαίδευση, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στη γενική και τεχνική εκπαίδευση. Συνάμα, το αίτημα για την κατοχύρωση του δικαιώματος στη μόρφωση για όλους συνδέεται αρμονικά με το δικαίωμα στην εργασία για όλους. Η συλλογική δράση, ο ενιαίος και παρατεταμένος αγώνας  υπερβαίνει τον ορίζοντα της εκπαίδευσης με κέντρο τον κόσμο της εργασίας. Άλλωστε, ένα απελευθερωτικό και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να γεννηθεί από ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα ανατροπής των σημερινών κοινωνικών δομών, στην κατεύθυνση της κατάργησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της οικοδόμησης μιας κοινωνίας που να οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Αυτό προϋποθέτει τη ρήξη και την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι όρος για την Εθνική Ανεξαρτησία και συνδέεται με τον αγώνα για τη διάλυση κάθε ιμπεριαλιστικού οργανισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης»

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το