Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, γαλήνια ή φουρτουνιασμένη, αμαρτωλή ή ‘αγιασμένη’. Ερχόμαστε απ’ τη θάλασσα. Θάλασσα ήταν το σπίτι μας πριν ξεστρατίσουμε στη στεριά. Κάναμε τα πρώτα βήματα με πτερύγια και αναπνεύσαμε τον πρώτο αέρα με βράγχια. Θάλασσα η αμνιακή λίμνη της μάνας μας, θάλασσα ο ιδρώτας και θάλασσα τα δάκρυα. Αυτή γεννά τα σύννεφα κι αυτή πάλι τα καταπίνει.
Από τη θάλασσα βγαίνουν οι γλυκές βροχές και γίνονται χερσαία νερά στις λίμνες και στους ποταμούς, στα πηγάδια και στις στέρνες, για να ποτίσουν τις σοδειές και τις δίψες των ανθρώπων και πάλι στη θάλασσα ξαναγυρνάνε για να βρουν τη νοστιμιά των αλατιών. Θάλασσα στις φλέβες της γης, θάλασσα και στις δικές μας φλέβες. Ποιος να ‘αγιάσει’ τη μυροβόλο Άγια Θάλασσα; Να την εκλιπαρούμε μόνο, ναι, για ακύμαντα ταξίδια και ασφαλή λιμάνια. Μόλις γεννήθηκε ο Δίας τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο και γι αυτό μετά, τον είπαν Λούσιο.
Για να προσκυνούν τη θάλασσα, οι προπάτορες είχαν τη Ακταία, θεά των καθαρών ακτών, την Αλκίππη, φύλακα των θαλάσσιων βυθών και την Ασίνηα, προστάτιδα των καραβιών. Υπεράνω, ο Ποσειδώνας με την τρίαινα. Ο μέγας ψαράς, ο βασιλιάς των θαλασσών, ο Πελάγιος και Πελαγαίος, ο Σεισίχθονας και ο Μολευτήρας, που διέταζε τα ψάρια και κυβερνούσε τα κύματα. Όταν τα Επιφάνεια της αρχαιότητας έγιναν Θεοφάνεια των χριστιανών, ο Λούσιος έγινε Ιορδάνης και ο Ποσειδώνας, Άη Νικόλας.
Στα Επιφάνεια των αρχαίων, τέσσερις νέοι βουτούσαν κι ανέσυραν απ’ το βυθό μια πέτρα. Αν η πρώτη πέτρα είχε πάνω της κολλημένα θαλασσόχορτα, οι θάλασσες θα ήταν ελεημονούσες και καλοπλεύσιμες. Τώρα, σ’ αυτή τη φουρτούνα, λιανοπωλητές μεταφυσικής παρηγοριάς και αχυράνθρωποι της εξουσίας παίζουν κουτοπόνηρα με αγιασμούς της θάλασσας. Τη θάλασσα μπορεί κανείς να την ταξιδέψει στον αφρό, να την περπατήσει στο βυθό, να την αφήσει να δροσίσει την κάψα του, να την ατενίζει ώσπου να μην πηγαίνουν πιο πέρα τα μάτια. ‘Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;’
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr