Ο Barry Blake κι η πολύμορφη θάλασσα

( Η ιστορια ειναι μεγαλη γι αυτο το χωρο μα πινεται σαν ενα ποτηρι νερο που σε ξεδιψαει στην τελευταια γουλια κι εχει τη γλυκα ενος παραμυθιου)

Καποτε η Αλανινι, που ειχε γεννηθει τοσο κοντα στα κυματα ωστε πιστευε πως οι ποροι του δερματος της τα καλοκαιρια δεν εβγαζαν ιδρωτα αλλα θαλασσα, ρωτησε το σοφο φιλο της, που ειχε ταξιδεψει πολυ στη γη, στο νερο και στον αερα, αν ολες οι θαλασσες του κοσμου ειναι ιδιες.
Αυτος, που ετρωγε περισσοτερο θυμαρι κι απ τις μελισσες, σεβοταν τα τρενα, ηξερε να λεει ιστοριες αγαπης και μοιραζοταν με την Αλανινι τον ερωτα για τους γλαρους, της διηγηθηκε την ιστορια του Barry Blake.
Τον Απριλη του 1986, ο Barry Blake φορτωσε στο μικρο ιστιοφορο του, που το ελεγαν Ανεμο, προμηθειες ενος μεγαλου και ριψοκινδυνου ταξιδιου, τη γυναικα του Ρουθ, που η γκαστρωμενη κοιλια της ηταν ακομη επιπεδη, τον κοκκινομαλλη γιο τους, Μελ και την αποκοτια που εχουν οι νεοι θαλασσοποροι.


Ελυσε τον καβο του Ανεμου, σε καποιο απ τα δυτικα ντοκα του Νταργουιν και ανοιχτηκαν στη θαλασσα του Τιμορ.
Η θαλασσα αυτη της τροπικης ζωνης ειναι τοσο ζεστή, που λενε πως εκει που ακουμπαει μια φοινικια ή πεφτουν τα φυλλα της παπαγιας, το θαλασσινο νερο παιρνει το χρωμα του τσαγιου. Ειναι μια ρηχη θαλασσα, διασπαρτη απο υφαλους και κοραλια και εντελως ακυμαντη αφου οι στεργιανοι αερηδες σκονταφτουν πανω στην αλυσιδα των νησιων που τη στεφανωνουν σε παραταξη.
Με μια ησυχη και ακυμαντη πλευση καμποσων ημερων, περασαν στη θαλασσα της Ιαβας. Ειναι η πιο ξαλμυρισμενη θαλασσα του κοσμου γιατι δεχεται τοσα ποταμια, τον Φις, τον Ντράι, τον Κιγκ, τον Βικτορια, τον Αλιγατωρ και τον ποταμο της Πεντηκοστης, που τα νερα θολωνουν απ τη γλυκα.
Ετσι, απο τη θαλασσα του τσαγιου, στη θαλασσα της ζαχαρης, βρεθηκαν στον απεραντο Ινδικο Ωκεανο. Ειχε περασει σχεδον ενας μηνας απ το σαλπαρισμα και η προχωρημενη ανοιξη κρατουσε αποστασεις απ τους καλοκαιρινους μουσωνες των νερων και τους χειμωνιατικους των ψηλων Ασιατικων ορέων. Φυσσαγαν μονο οι εξημερωμενοι αληγείς, που ειναι πιο πολυ ανασες μωρου παιδιου οταν κοιμαται, ή αντε, βαθιοι αναστεναγμοι γυναικας που χαιρεται τον ερωτα.

Ετσι, χωρις να το καταλαβουν, περασε αλλος ενας μηνας, με το καραβι Ανεμο να φουσκωνει τα πανια του στα βουβα, μεγαλα και ακινδυνα κυματα του Ινδικου, σα να ροβολουσε σε πλαγιες χαμηλων λοφων.
Στο ημερολογιο του καταστρωματος, ο Barry Blake εγραψε Πεμπτη, 5 Ιουνιου 1986, εκεινο το ξημερωμα που μπηκαν στο Σοκακι των Πειρατων, οπως λενε ολοι οι αρμενιστες τον κολπο του Αντεν, στη μπουκα της Ερυθρας θαλασσας.
Η Ρουθ, που ειχε πια το φουσκωμα φανερης γονιμοτητας, ειχε μιλησει στο μικρο κοκκινομαλλη Μελ, απ την προηγουμενη νυχτα και του ειχε πει να μην τρομαξει οταν το πρωι δει την κοκκινη θαλασσα.
Δεν ειναι το αιμα των δελφινιων που χτυπιουνται με τους καρχαριες, του ειπε, μα χιλιαδες επιπλεοντα κοκκινοχρωμα πλασματα, που ειναι λιγο φυτα και λιγο λιλιπουτεια ζωα, κατι σαν αμετρητα ζωντανα κοκκινα νουφαρα που δινουν χρωμα και ονομα στη θαλασσα.
Ο Barry Blake δεν φοβοταν τους Σομαλους πειρατες της κοκκινης θαλασσας γιατι ηξερε οτι ηταν θαλασσοκλεφτες απο πεινα και δεν ακουμπουσαν μικρα σκαφακια με πανια, που τα μονα πλουτια τους ηταν η τρελα των αρμενιστων τους.
Ετσι, με ξεγνοιασια, καθως ανηφοριζαν τη στενη Θαλασσα των Καλαμιων, χαζευαν τις οχθες της, να δουν αν ακομα οι καμηλες εσερναν καραβια. Ειχε βεβαια το νου του στους αντιμαχομενους αερηδες του Στενου που εκαναν τους Αραβες να πλεουν παροχθια με δεμενες τις πλωρες σε καραβανια, για να γλιτωσουν τη μανητα των αερικων.
Δεν μπορεσαν ν’ αντισταθουν στον πειρασμο να αγκυροβολησουν καμποσες φορες και ν’ αγορασουν, απ τους καμηλιερηδες, μαυρους χουρμαδες της ερημου, που η σαρκα τους εχει γευση πιο πλανευτρα απ τους λωτους της Ζερμπα, που τρελαναν τους ναυτες του Οδυσσεα.
Τρωγοντας χουρμαδες και χαζευοντας στις οχθες τους καλαμιωνες και τους ερειπιωνες μιας παλιοτερης κι απο το χρονο εποχης, που οι χαρες κι οι λυπες της γραφτηκαν σε δωδεκαμετρες περγαμημες, εφτασαν διχως να το καταλαβουν στη σχισμη της γης που τωρα τη λενε Σουεζ και πριν καιρο πολυ τη λεγανε διωρυγα των Χαλιφών.
Εκει, το στενο γλωσσιδι της θαλασσας, τους εφτυσε στη Μεσογειο κι ηταν πια Ιουλιος.
Η Ρουθ ειχε στρογγυλεψει για τα καλα κι οποτε φορουσε το πορτοκαλι της φορεμα, ο Barry την εβλεπε ποτε σαν πυρινο ηλιο στη δυση του και ποτε σαν τη μεγαλη σημαδουρα της ζωης του. Ανηφορισαν παρακτια περνωντας απο τη Γαζα, τη γαζα ονομα και πραγμα, που τυλιγε τη χρονια βαθια πληγη ενος λαου διωγμενου, περασαν το Ισραηλ, το Λιβανο και τη Συρια και μπηκαν απο τη μεσα μερια της Κυπρου για να συνεχισουν γιαλο-γιαλο το ανεβασμα του Αιγαιου.
Ο κυματισμος ειχε αλλαξει.
Οι χαμηλοι λοφοι του νερου στον Ινδικο ηταν πια μονο αναμνηση, καθως εδω το πελαγος ηταν νευρικο κι εκανε σπασμωδικες κινησεις.
Η Ρουθ ανακατευοταν, η αμνιακη της θαλασσα εκανε τους δικους της κυματισμους, η ζωη εντος της κολυμπουσε ατσαλα στο μητρικο της θόλο και η κακομοιρα η Ρουθ περασε το Αιγαιο σκυμμενη στην κουπαστη, ξερνοβολωντας την περιπετεια και περιμενοντας εξαντλημενη τη γεννα σε λιγοτερο απο ενα μηνα.
Ηταν πια Αυγουστος οταν εριξαν αγκυρα στο Αϊβαλι και ο Barry σκεφτηκε να αραξουν στον κλειστο ορμο που τον προστατευαν τα Μοσχονησια και να περιμενουν, διχως ταρακουνηματα και νευρικους κλυδωνισμους, το τεταρτο μελος του πληρωματος.
Κατα κει που δυει ο ηλιος ομως υψωνοταν ο λιμανισιος μιναρες και το νησι των ποιητων. Οταν ο ουρανος καραμελλωνε τα δειλινα και ο ιμαμης εψαλλε την τελευταια προσευχη της μερας, ο ποντοπορος Barry λαχταρουσε να πατησει στον τοπο του Ομηρου.
Ηταν λιγο πριν της Παναγιας, σαν αποφασισε να διαπλευσει τα τελευταια 9 μιλια των νευρικων κυματισμων ως τη Λεσβο.
Ως φαινεται, ο πορθμος αναμεσα στη Μικρασια και το νησι που εχει το σχημα πλατανοφυλλου, ηταν στις μεγαλες μανητες του.
Τα μελτεμια ειναι ανεμοι σαλιγκαροι. Ο ενας στροβιλιζεται στη μεση της Τουρκιας και ξαμολιεται δυτικα, να ξεθυμανει στο Αιγαιο. Ο αλλος κανει τη σπειρα του στην καρδια των Βαλκανιων κι επειτα εφορμα να φτασει ως την Κρητη.
Καταπως φαινεται, το μικρο ιστιοφορο επεσε εκει που συναντηθηκαν οι σπειρες των μελτεμιων και η θαλασσα εγινε μια λυσσασμενη σκυλα. Αφριζε και χτυπιοταν. Πετουσε γλωσσες, ξερνουσε αφρους, χτυπουσε με τη μανια αφινιασμενου αλογου πανω στο μικρο πλεουμενο. Πηρε μορφες και σχηματα που ο Barry, ο μακρινος αρμενιστης, δεν ειχε ματαδει απ το Τιμορ ως τη δεστρα της λιμανιου της Μυτιληνης, ουτε και ειχε ποτε του φανταστει στους πιο τρομακτικους του εφιαλτες.
Ο ιστιοφορος Ανεμος, που στα χιλιαδες μιλια της πορειας του σε ωκεανους και βαθια πελαγη ειχε σταθει λεβεντικα, τωρα μουσκεψε σα χαρτινο καραβι, συρρικνωθηκε σα μια φτυσια αφρου και καταποντιζοταν στα κυματα, τοσο παραδομενος, που ο Barry Blake ενοιωσε πως απ’ αυτη τη στενη λωριδα της θαλασσας θα περνουσαν, αρμενιζοντας, την πυλη της κολασης.
Εβγαλε ενα βραχνο ουρλιαχτο απογνωσης.
Στο ντοκο που βρεχοταν απ τη νεροποντη της μανιασμενης θαλασσας, ετυχε να βρεθει ο αφηγητης της ιστοριας, ακουσε το ουρλιαχτο, ειδε τον αλαφιασμενο ποντοπορο, τη διπλωμενη Ρουθ με τον κοκκινομαλη Μελ σωριασμενους στο σπιραγιο, αρπαξε τον καβο του Ανεμου που του πεταχτηκε και τον κατσικωσε στη δεστρα.
Ηταν παραμονη της Παναγιας του 1986.
Ο Barry, o μακρινος αρμενιστης, ξεμπαρκαρε σα μεθυσμενος. Στο προσωπο του νεου αντρα, μαινοταν ολη η θαλασσοταραχη. Εσταζε απ’ τα βρεγμενα του μαλια και χυνοταν απ τα διεσταλμενα ματια.
Παραπατωντας γονατισε, ακουμπησε το μετωπο στο ντοκο και φιλησε το τσιμεντο..
Οσοι περνουσαν νομισαν πως το ειχε ταμα στην Παναγια ή πως γυρνουσε απο τη ξενιτεια βαλαντωμενος.
Μονο εκεινος ηξερε τι μορφη ειχε παρει η θαλασσα στο σμιξιμο των μελτεμιων και πώς τη γλιτωσε ο ιστιοφορος Ανεμος απο τις γλωσσες των φιδιων που εβγαλαν τα κυματα.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το