Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται καθοριστικά από τα συμφέροντα και τις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τον ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο πάνω στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, που έχει προσλάβει οξύτερη μορφή λόγω της διαμάχης που ξέσπασε για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου, τους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου και τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών.

Η Τουρκία, όπως έμπρακτα αμφισβήτησε τη Συνθήκη της Λοζάνης που ρυθμίζει τα σύνορα της περιοχής, με την εξαπόλυση στρατιωτικών επιθέσεων και την απόσπαση εδαφών από τη Συρία και το Ιράκ, όπως καταπάτησε και συνεχίζει να καταπατά την κυπριακή ΑΟΖ πραγματοποιώντας γεωτρήσεις με την παρουσία τουρκικών πολεμικών πλοίων και θέτοντας για πρώτη φορά επίσημα τη «λύση» δυο χωριστών κρατών, έτσι το περασμένο καλοκαίρι, σε μια επίδειξη δύναμης, ενεργοποιώντας το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, πραγματοποίησε επί ένα μήνα σεισμικές έρευνες στη θαλάσσια περιοχή νότια του Καστελόριζου, με σκοπό να επιβάλει τις επεκτατικές βλέψεις της πάνω στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα μετά την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ, οι προκλήσεις και οι επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας βρίσκονται σε σχετική υποχώρηση και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από την επικίνδυνη όξυνση και τον κίνδυνο ανάφλεξης του περσινού καλοκαιριού πέρασαν σε μια φάση σχετικής ηρεμίας με την έναρξη των «διερευνητικών επαφών» και τις συνομιλίες των κυβερνητικών αξιωματούχων των δυο χωρών. Σύντομα, θα φανεί αν πρόκειται να οδηγηθούν τα πράγματα, κάτω από την πίεση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα, σε παζάρια για μοίρασμα και «συνεκμετάλλευση» του υποθαλάσσιου πλούτου ή θα αποδειχθεί η σημερινή νηνεμία μια προσωρινή ανάπαυλα για να επανέλθει η ένταση και να οδηγηθούν οι σχέσεις των δυο χωρών σε νέα όξυνση και στρατιωτικές περιπέτειες.

Ανεξάρτητα αν προσωρινά παρατηρούνται κινήσεις εκτόνωσης, όλες οι εξελίξεις -σε μία ευρύτερη περιοχή που ξεσπούν με σφοδρότητα οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών και συνωστίζονται οι πολεμικές αρμάδες τους στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική- ωθούν σε κλιμάκωση της έντασης και δημιουργούν ένα εύφλεκτο έδαφος που απειλεί να πυροδοτήσει επικίνδυνες τυχοδιωκτικές περιπέτειες και πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή μας. Η τελευταία δολοφονική επίθεση του Ισραήλ σε βάρος του αδούλωτου παλαιστινιακού λαού δείχνει πόσο εύθραυστη και επικίνδυνη είναι η κατάσταση στη Μ. Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η ελληνική ολιγαρχία και οι κυβερνήσεις της εναποθέτουν τη «διευθέτηση» της ελληνοτουρκικής κρίσης στην «υψηλή εποπτεία» των αμερικανονατοϊκών συμμάχων τους και έχουν μετατρέψει τη χώρα σε μια απέραντη στρατιωτική βάση- ορμητήριο, όπως επιβεβαιώνουν η παράδοση στους αμερικανο-νατοϊκούς όλων των υποδομών, των αεροδρομίων, των λιμανιών που χρειάζονται για τους στρατηγικούς σχεδιασμούς τους στην ευρύτερη περιοχή και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ασκήσεις τους στη χώρα μας. Αυτό δηλώνουν οι δηλώσεις Μπάιντεν για «γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας».

Εκτός από τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προστρέχει για «προστασία» και στη Γαλλία, πληρώνοντας βαρύ τίμημα υποτέλειας σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και χαλκεύοντας νέα πολιτικο-στρατιωτικά δεσμά.

Σε μια τέτοια περίοδο, όπου οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ανεβάζουν την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η ΝΔ και τα άλλα αστικά κόμματα εμπλέκουν τη χώρα μας στην αιχμή των στρατιωτικών προετοιμασιών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για την προώθηση των γενικότερων επεμβατικών τους σχεδίων στην περιοχή. Στην πραγματικότητα, η χώρα μας αξιοποιείται σαν ένα πιόνι στα χέρια των ΗΠΑ, στη γεωστρατηγική σκακιέρα της περιοχής, για την άσκηση πιέσεων και εκβιασμών στην Άγκυρα, προκειμένου να μπει φρένο στην προσέγγισή της με τη Ρωσία και την Κίνα και να επανέλθει άνευ όρων στο νατοϊκό μαντρί. Αυτόν το ρόλο, του αμερικανικού πιονιού ή «μεντεσέ» κατά τον Πάιατ, τον έχει αναλάβει πανηγυρίζοντας η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πιστεύοντας ότι θα αναβαθμίσει τη θέση της και θα εξασφαλίσει ουσιαστικότερο ρόλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην περιοχή για λογαριασμό της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση βαδίζει στις ράγες της αμερικανόπνευστης «στρατηγικής συμμαχίας» με το δολοφονικό κράτος του Ισραήλ και το φασιστικό καθεστώς της Αιγύπτου, εμπλέκοντας με τυχοδιωκτικό τρόπο τη χώρα μας στη φιλοπόλεμη πολιτική των ΗΠΑ και του ισραηλινού σιωνισμού και θέτοντας σε μεγάλους κινδύνους το λαό μας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ευθυγραμμιζόμενη με τα ξένα αφεντικά της, προσφέρει τη στήριξή της στην αιματοβαμμένη κυβέρνηση Νετανιάχου και γίνεται συνεργός στο έγκλημα που συντελείται σε βάρος του πολύπαθου λαού της Παλαιστίνης.

Η πολιτική ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι η μόνη που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των δυο λαών, αλλά είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτω από τον έλεγχο και την κηδεμονία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και δεν μπορεί να έχει σχέση με τα παζάρια και την «τακτοποίηση» των διαφορών ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα κάτω από την ιμπεριαλιστική ομπρέλα. Υπάρχει μόνο καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, διαρκής απειλή πολέμου και καταστροφή.

Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν. Δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από την ένταση και τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων τάξεων, από τον αντιδραστικό εθνικισμό και σοβινισμό που δηλητηριάζει τις σχέσεις των λαών. Η ελληνοτουρκική φιλία, όμως, δεν οικοδομείται με τον κατευνασμό και την υποχωρητικότητα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και, πολύ περισσότερο, με την πειθήνια υπακοή στα ιμπεριαλιστικά προστάγματα.

Καταδικάζουμε κάθε παραβίαση και αλλαγή των συνόρων των δύο χωρών, υπερασπίζοντας την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας σε περίπτωση επίθεσης από την πλευρά της Τουρκίας και καταγγέλλοντας κάθε τυχοδιωκτική επίθεση που μπορεί να εκδηλωθεί από την πλευρά της Ελλάδας σε βάρος της κυριαρχίας της Τουρκίας.

Μόνο ο κοινός αγώνας των λαών Ελλάδας και Τουρκίας ενάντια στους κοινούς εχθρούς, τον ιμπεριαλισμό και τις ντόπιες ολιγαρχίες, ενάντια στην πολιτική της υποτέλειας και της υποταγής, ενάντια στη σοβινιστική και εθνικιστική υστερία των κυρίαρχων τάξεων είναι σε θέση να οδηγήσει σε μία φιλειρηνική επίλυση των προβλημάτων και να συμβάλει στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, για την απαλλαγή από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά.

Από την Απόφαση της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το