Η ΓΡΑΜΜΗ, ανάμεσα στα φρύδια, γράφτηκε απ’ όσα δεν κατάλαβε ποτέ. Γιατί δε σώνονται οι κόποι, γιατί δε φτάνουν τα λεφτά, γιατί ο παπάς λέει πως αμαρτάνει άμα βαρυγκομά.
Καθώς περνούσανε τα χρόνια, αυγαταίναν τα γιατί και η γραμμή βάθυνε, ώσπου ‘γινε μια χαρακιά. Σαν το βαθύ το ρέμα, της φαινόταν, κάθε που σφούγγιζε τον ιδρώτα και σκάλωνε στις όχθες του. Κι όπως το χώμα ρούφαγε τη νιότη της κι ο ήλιος τους χυμούς της, το μέτωπο της σκάφτηκε με δυο βαθιές ρυτίδες, να κρέμουνται, μετέωρες, πάνω απ΄τη χαρακιά. Σαν τις σειρές του παιδικού τετράδιου, που δεν απόσωσε ποτέ με γράμματα και συλλαβές.
Σαν τις γραμμές του τρένου, που όταν περνά έξω από τα σταροχώραφα, έπιανε να το χαιρετά κι ας μην ταξίδεψε ποτέ. Σαν τα καλώδια που πάνω τους αράζουν και ξαποσταίνουν τα διαβατάρικα πουλιά. Και κύρτωσαν οι χαρακιές, με τις φουρτούνες της ζωής κι έγιναν κύματα κι αυτό ήταν όλο, όσο κατείχε από θάλασσα. Οι φουρτούνες της και δυο μεγάλα κύματα στο μέτωπο.
Σαν ήθελε να ξαλλεγράρει, οι δυο γραμμές, της έμοιαζαν με τις χορδές ξεκούρδιστου λαούτου, που δεν κοτάει να παίξει πανηγυριώτικούς χορούς, μα εκείνη πάνω τους κούρντιζε τη φωνή της. «Μια αυγούλα θε’ να σηκωθώ να μπω σε περιβόλι να κόψω μήλο απ’ τη μηλιά, κυδώνι της αγάπης».
Και όλο ζάρωνε τα μάτια στο φέγγος του ήλιου και στον άνεμο που σβαρνούσε στα χωράφια και μίκραινε το βλέμμα της, ώσπου ζωγράφισε ένα γύρο, γραμμές βαθιές σαν τα φτερά της νυχτερίδας.
Βαθιά γινήκαν και τ΄αυλάκια στα ξεραμένα μάγουλα και πότιζε το στόμα, με το νερό που έτρεχαν τα ζαρωμένα μάτια της. Αυτή τη γεύση του αλατιού, της είπανε, πως έχει και η θάλασσα. Λίγο τα δυο της κύματα, λίγο τα δάκρυά της, πήρε να τη φαντάζεται.
– Τι τη θες τη φωτογραφία, κυρά Λένη;
– Να τα ‘χω όλα έτοιμα όταν θα ταξιδέψω. Λέω να πάω, τζάνε μου, προς τη μεριά της θάλασσας.
Κι ούτε που χαμογέλασε, μη και τρομάξει το παιδί, το άδοντό της στόμα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr