Έπρεπε να περάσουν χιλιάδες χρόνια για να μπορέσει τελικά ο άνθρωπος αναπτύσσοντας τις γνωσιακές του ικανότητες να κατακτήσει σταδιακά τα μέσα που θα εξασφάλιζαν την ατομική και συλλογική του μνήμη με απώτερο σκοπό την αξιοποίηση της προϋπάρχουσας εμπειρίας στην πορεία του στο διηνεκές. Στην ουσία πρόκειται για μια ατέρμονη πάλη με το μηχανισμό της λήθης, παρόλο που η λειτουργία αυτή θεωρείται απαραίτητη για τη απαλλαγή του μυαλού από τις περιττές ή επουσιώδεις πληροφορίες οδηγώντας το έτσι σε μια σαφέστερη και ταχύτερη σκέψη. Ωστόσο, η ιστορία απέδειξε το εξής οξύμωρο. Ενώ, λοιπόν, ο όγκος των πληροφοριών που αποθηκεύονται στο μυαλό, στο χαρτί και στον υπολογιστή αποβαίνει ολοένα και μεγαλύτερος, ο άνθρωπος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί πολύ μικρό αριθμό πληροφορίας, τη δευτερεύουσα ή τη στοιχειώδη, παραγκωνίζοντας ακούσια πολλές σημαντικές πληροφορίες οι οποίες μάλλον κατά την «κρίση» του δεν τον εξυπηρετούν σε τίποτα.

Όμως, για ποια κρίση μιλάμε, όταν από τη διαδικασία της σκέψης λείπει η πληροφορία η οποία πραγματικά χρειάζεται τόσο για την έκφραση όσο και για την αποκωδικοποίηση μιας πολιτικής ή ιδεολογικής στάσης; Δυστυχώς, για καμία «κρίση», αφού στην πρώτη περίπτωση – της έκφρασης – η πληροφορία υποκρύπτεται σκοπίμως ενώ στη δεύτερη – της αποκωδικοποίησης – η πληροφορία είναι λησμονημένη ή αγνοημένη. Και επειδή πολύς λόγος έχει γίνει κατά καιρούς και εξακολουθεί να γίνεται και στις μέρες μας για τη σκόπιμη απόκρυψη και τον έλεγχο της πληροφορίας, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη δεύτερη περίπτωση, της αδυναμίας αποκωδικοποίησης των διαμορφούμενων πολιτικών, και – όχι αβασάνιστα – καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η λήθη δεν είναι και τόσο εύκολος αντίπαλος, καθώς η μνήμη αραχνιάζει σε βιβλιοθήκες και υπολογιστές η βρίσκεται απλώς σε μια εν δυνάμει (αρκετά αισιόδοξο!) κατάσταση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος. Στο ότι η ατομική και συλλογική μνήμη θα έπρεπε να υπάρχει στο μυαλό και στην ψυχή του κάθε ατόμου ξεχωριστά και του λαού συνολικά. Αντιθέτως, η λήθη είτε των προσωπικών βιωμάτων είτε της παλλαϊκής εμπειρίας στο πλαίσιο του ιστορικού γίγνεσθαι αναδύεται μεγαλοπρεπώς σε περιόδους κρίσεων (κοινωνικών, οικονομικών, υγειονομικών) αναδεικνύοντας την εικόνα ενός πλήθους αβέλτερου έως και ηλίθιου σε διάφορες εκφάνσεις της πολιτικής κυρίως καθημερινότητας. Αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει αν αυτή τη στιγμή, την ίδια στιγμή της ανάγνωσης αποφασίσει ξαφνικά να ανοίξει την τηλεόρασή του ή να περιπλανηθεί στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ποια εικόνα θα αντικρίσει; Ανθρώπους που έχουν ξεχάσει όλα όσα συνέβησαν στη χώρα τους όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Και μιλάμε γι’ αυτήν την περίοδο, γιατί, αν ανατρέξουμε σε γεγονότα του περασμένου αιώνα που είτε τα έζησαν οι άνθρωποι αυτοί είτε τα γνώρισαν από διηγήσεις παλαιοτέρων, οι ελπίδες μας να θυμούνται ή να έχουν διδαχθεί κάτι από αυτά αποβαίνουν φρούδες.

Εντύπωση, λοιπόν, προκαλεί η πειθήνια στάση και η ευκολία με την οποία ένας μεσήλικας, που γαλουχήθηκε με το αγωνιστικό πνεύμα και τον καλώς νοούμενο πολιτικό τσαμπουκά της δεκαετίας του ‘80, αποδέχεται τις πατερναλιστικού τύπου και, πολλές φορές, χωρίς κανένα επιστημονικό έρεισμα οδηγίες – κατευθύνσεις ανθρώπων οι οποίοι απλώς επιβάλλουν την πολιτική τους, μια πολιτική που οι ίδιοι άνθρωποι είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως κομπάρσοι επέβαλαν πριν από 11 χρόνια και οδήγησαν τους ίδιους μεσήλικες και τις οικογένειές τους στην οικονομική εξαθλίωση και την ψυχική καταρράκωση. Πού πήγε, λοιπόν, αυτή η διάθεση για αγώνα; Πώς εξηγείται αυτός ο ιδιότυπος ιδεολογικοπολιτικός νενεκισμός; Πολλοί και διάφοροι είναι οι λόγοι που οδήγησαν στην εν λόγω αφασία με τη λήθη να αποτελεί την κυριότερη αιτία. Η λήθη των πολιτικών και άλλων γεγονότων τόσο του «αρχαϊκού» για τους νεότερους ΄80 όσο και της πολύ κοντινής σε όλους μας τελευταίας δεκαετίας αποτελεί τη ρίζα του κακού. Και, πράγματι, είναι πολύ αποκαρδιωτική η διαπίστωση ότι οι άνθρωποι αυτής της γενιάς έχουν ξεχάσει με πόσο θάρρος αντιμετώπισαν πριν από 34 χρόνια το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ και τις επιπτώσεις του ραδιενεργού νέφους οι οποίες δεν ήταν μόνο υγειονομικές και οικολογικές, αλλά οικονομικές και πολιτικές. Οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα άγονται και φέρονται από διατακτικούς λόγους αυτόκλητων ή εντεταλμένων σωτήρων τη στιγμή που θα έπρεπε να ακολουθούν απλώς οδηγίες επιστημόνων, γεγονός που μας παραπέμπει στην εικόνα μιας κοινωνίας άβουλων και παρατημένων πολιτών, μιας κοινωνίας σύγχρονων λωτοφάγων.

Φυσικά, η λήθη δεν αφορά μόνον τους μεγαλύτερους, αλλά και τους νεότερους. Τους ανθρώπους που η παιδική και η νεανική τους ηλικία σημαδεύτηκε και εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις επιπτώσεις μιας κρίσης οικονομικής, της οποίας οι αιτίες δεν οφείλονται απλώς σε μια άτυχη χρηματοπιστωτική συγκυρία, όπως αυτή αποκαλείται από τον καλολαδωμένο μηχανισμό του κεφαλαίου κάθε φορά που μας ζητούν να πληρώσουμε δανεικά και αγύριστα άλλων, αλλά ενυπάρχουν στο καθαυτό σύστημα του καπιταλισμού, δηλαδή στην ίδια του την αδηφάγο και κυρίως «ανθρωποφάγο» φύση. Είναι παράλογο και αφύσικο για έναν νέο να δέχεται αγόγγυστα τη μεθοδευμένη προσπάθεια υλοποίησης πολιτικών βγαλμένων από την κατάψυξη του συντηρητισμού και την ιντερνετική και μιντιακή φορμόλη του νεοφιλελευθερισμού λησμονώντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό των μνημονιακών χρόνων που ποτέ δεν αρκούσε για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης της οικογένειας, τον άνεργο πατέρα και τις υπερωρίες της μητέρας που σπάνια πληρωνόντουσαν, τα επιδόματα της κοροϊδίας, την έξαρση του ρατσισμού, την αναβίωση του ναζισμού και την νομιμοποίηση της κρατικής βίας. Όμως, αυτό δε φαίνεται καθόλου αφύσικο, αν αναλογιστούμε τη συστηματική προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης που καλλιεργούν στον πολίτη το αίσθημα του αναπόφευκτου και του μοιραίου και κυρίως της διαμόρφωσης ενός νέου τύπου ανθρώπου, του αμνήμονα.

Η λήθη, λοιπόν, του λαού σε μια εποχή υγειονομικής, οικονομικής και οσονούπω κοινωνικής κρίσης για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται υπερόπλο στα χέρια της εξουσίας και, έτσι, της παρέχεται η ευκαιρία να λαϊκίζει και να παίζει το παιχνίδι με δικούς της όρους και κανόνες σ’ ένα γήπεδο όπου ο αντίπαλος υπό το φόβο του «ακήρυχτου πολέμου» και των «ασυμπτωματικών» έχει ανέβει στην κερκίδα μεταλλαγμένος σε ένα πλήθος που χειροκροτεί τους «άξιους» νικητές του αγώνα, δίνοντας το δικαίωμα στην επόμενη γενιά να μιλά στα παιδιά της δικαιολογημένα για ένα «πλήθος ηλιθίων».

Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το