«Η Λογοτεχνία και η Τέχνη στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς»
Οι ομιλίες της Ζέτας Καρέλα και του Πέτρου Κουφοβασίλη στη βιβλιοπαρουσίαση
που πραγματοποιήθηκε στις 15/03/25 στο ΣΗΜΑ

Όπως αναφερόταν και στην πρόσκληση από την πλευρά του ΣΗΜΑτος για την εκδήλωση – βιβλιοπαρουσίαση «Η Λογοτεχνία και η Τέχνη στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς» του Ζαν Φρεβίλ, η μεταφράστρια του βιβλίου, Ζέτα Καρέλα, και ο ζωγράφος Πέτρος Κουφοβασίλης, μας έδειξαν το φιλοσοφικό δίδυμο των Μαρξ και Ένγκελς υπό μια οπτική την οποία πράγματι οι περισσότεροι δεν είχαμε γνωρίσει.
Η πολιτιστική βραδιά πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 15 Μαρτίου -συμπίπτοντας σχεδόν με την επέτειο θανάτου του Καρλ Μαρξ, στις 14 Μαρτίου (1883)- με τις πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις εκ μέρους των δύο ομιλητών να δίνουν αφορμές για βροχή ερωτημάτων στη συζήτηση που ακολούθησε σχετικών με την τέχνη, την αισθητική, τη λογοκρισία, τον πολιτισμό.
Παραθέτουμε τις πλήρεις εισηγήσεις των ομιλητών:
Η παρουσίαση της Ζέτας Καρέλα

Καταρχήν να ευχαριστήσω το Σήμα που φιλοξενεί και παρουσιάζει το βιβλίο, τις εκδόσεις Red n Noir καθώς και τον Π. Μανιάτη που μου εμπιστεύτηκε τη μετάφραση.
Η μετάφραση ενός έργου αποτελεί μία γέφυρα από έναν γλωσσικό πολιτισμό σε έναν άλλον. Ένα κείμενο αποτελεί έναν ζωντανό κόσμο και έχει μία νευρώδη συνάφεια. Στις θετικές επιστήμες η ακρίβεια και η πιστότητα είναι ζητούμενα, ενώ στην περίπτωση ενός φιλοσοφικού ή φιλολογικού ιστορικού textus, όπως η μελέτη του Ζαν Φρεβίλ που παρουσιάζουμε απόψε είναι η πιστότητα στο πρωτογενές πεδίο αλλά και η ταυτόχρονη απόδοση της γλαφυρότητας και της διαδραστικότητας του κειμένου με τον αναγνώστη. Ενδεχομένως και άλλα που μπορούν να εκθέσουν οι επαγγελματίες μεταφραστές· εγώ δε διεκδικώ τέτοιον τίτλο.
Ωστόσο, η μετάφραση του έργου του Ζαν Φρεβιλ για τη λογοτεχνία και την τέχνη στο έργο των Μαρξ-Ένγκελς ήταν μια ευχάριστη πρόκληση (γνωστός ο Φρεβίλ ίσως σε ορισμένους από το βιβλίο του Γυναίκα και Κομμουνισμός). Ευχάριστη πρόκληση αφενός γιατί έφερνε στο ελληνικό κοινό μια άγνωστη πτυχή της γαλλικής αριστερής κριτικής, αφετέρου γιατί έδινε την ευκαιρία, σε όσους ασχοληθήκαμε με το πόνημα, να εξερευνήσουμε τις απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς σε ένα πεδίο απαιτητικό αλλά και ελκυστικό, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Ο Ζαν Φρεβίλ με τη μελέτη και χρήση ευρείας βιβλιογραφίας και σημειώσεων μας ανάγκασε να είμαστε σχολαστικοί. Στο πεδίο αυτό, δηλαδή της βιβλιογραφίας, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά γίνεται τον συγγραφέα, αν και χρειάστηκε να μεταφραστούν ορισμένα χωρία έργων τα οποία δεν έχουν έως τώρα εκδοθεί και μεταφραστεί στα ελληνικά και για άλλα να γίνει η ανεύρεση ήδη μεταφρασμένων αλλά εξαντλημένων και δυσεύρετων βιβλίων. Σύμμαχοί μου σε αυτή την προσπάθεια υπήρξαν η καθηγήτρια Κέλλυ Τίγκα και η επιμελήτρια Άννα Περώνη, τις οποίες ευχαριστώ θερμά και μοιράζομαι το παρόν βιβλίο.
Ο Ζαν Φρεβίλ υποστηρίζει ότι σε μία κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις οι αισθητικές απόψεις αντανακλούν τις πολιτικές ηθικές και τις ιδέες μιας συγκεκριμένης τάξης. Χρησιμοποιεί την προσέγγιση των Μαρξ και Ένγκελς, δηλαδή ότι «Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής διαθέτει ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής» (Γερμανική ιδεολογία, Τόμος Α).
Μέσα στον καπιταλισμό ένα έργο μετριέται από το μέγεθος των πωλήσεων. Κανένα έργο δε ξεφεύγει από τις κοινωνικές επιρροές, είναι προφανές, και μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα ο καλλιτέχνης και το έργο του υποτάσσονται στους μηχανισμούς της εμπορευματοποίησης.
Όποιος πιστεύει στην απολυτότητα της ελευθερίας του καλλιτέχνη σφάλλει, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Οφείλουμε να δούμε την ιστορία των γραμμάτων και των τεχνών συνδεδεμένη με την πάλη των τάξεων.
Γράφει ο Φρεβίλ:
«Πολύ πριν οι παριζιάνοι χειρώνακτες καταλάβουν τη Βαστίλλη, οι αστοί συγγραφείς είχαν αποδομήσει τις φεουδαρχικές ιδέες. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα διεξάγουν ανοιχτό και υπόγειο πόλεμο ενάντια στη Βαστίλλη και την εξουσία»…
«Η μία τάξη διαδέχεται την άλλη· έτσι η επαναστατική λογοτεχνία φοράει τη μπότα του προλεταριάτου».
Ο Ζαν Φρεβίλ είναι αρκετά σαφής σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της στράτευσης. Γράφει λοιπόν:
«Ο σοσιαλιστής συγγραφέας αντί να δώσει ένα λογοτεχνικό φτιασίδι με πολιτικές κατευθύνσεις βουτάει μέσα στην ίδια τη ζωή. Μέσω της τέχνης αναπαράγει ό,τι βλέπει, εκθέτει αυτό που είναι κρυμμένο, αναζητεί τις πρωταρχικές αιτίες, ανακαλύπτει τους κοινωνικούς μηχανισμούς, αποκαλύπτει μέσα από την αφθονία την αλληλουχία των γεγονότων και την αλληλεπικάλυψή τους, το βαθύτερο νόημα και τη γενική τους κίνηση. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να παραποιεί την πραγματικότητα για να αιτιολογήσει τις θέσεις του. Πολλές φορές ο συγγραφέας μπαίνει στον πειρασμό να κρύψει τις αδυναμίες του και να θωρακιστεί πίσω από μια πολιτική ιδεολογία. Έτσι μεροληπτεί για να κερδίσει ένα κοινό αλλά όπως θα λεγε ο Μαρξ δεν πρέπει να προσφέρουμε στους εργάτες κάτι λιγότερο από το τέλειο».
Ο Ζαν Φρεβίλ υποστηρίζει πως στη δυσαναλογία και την αντίθεση της βάσης και του εποικοδομήματος δεν υπάρχει κανένα μαγικό κλειδί που να λύνει τα προβλήματα της αισθητικής. Ένα έργο κρίνεται βάσει πολλών παραγόντων όπως ο τόπος, ο χρόνος, η συγκυρία, το μορφωτικό επίπεδο του αναγνώστη, τα ήθη και έθιμα, το περιβάλλον, κλπ.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατά τον Φρεβίλ όταν ασχολούνται με ζητήματα αισθητικής δεν ξεπέφτουν σε έναν ρηχό διδακτισμό. Έχοντας μελετήσει την αρχαία τραγωδία, τους Ρωμαίους, την Αναγέννηση και τους αστούς συγγραφείς (από τον Αισχύλο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο ως τον Σαίξπηρ, τον Δάντη, τον Θερβάντες, τον Μπαλζάκ, τον Γκαίτε) επέμεναν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για να επιτύχει κανείς αριστουργήματα. Αντίθετα πρόσφεραν συνείδηση στους ανθρώπους για να αλλάξουν τη ζωή τους και να γίνουν πιο τίμιοι. Διαβάζοντας τον Φρεβίλ ανακαλύπτει κανείς ότι οι Μαρξ-Ένγκελς, εκτός από πρωτοπόροι δάσκαλοι στον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση ήταν βαθιοί γνώστες όλων των δημιουργημάτων του ανθρώπινου πνεύματος. Μιλούσαν και έγραφαν για τους προλετάριους αλλά διόλου δεν υποτιμούσαν τη διανοητική παραγωγή. Όχι για να κολακεύσουν τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες αλλά για να βρουν τις βαθύτερες αιτίες της ανθρώπινης δημιουργίας.
Η μετάφραση προσπάθησε να αποδώσει την ιδιαιτερότητα της γραφής του Ζαν Φρεβιλ στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει με επιστημονικό τρόπο το χώρο της αισθητικής, της τέχνης και των ιδεών υπό το πρίσμα του μαρξισμού. Ελπίζω το αποτέλεσμα να ανταποκριθεί και στο μεγάλο σκοπό της διάδοσής τους και το πανόραμα της υλιστικής σκέψης που μας αφήνει ο Φρεβίλ να γίνει ένα όπλο στα χέρια των μαχόμενων ανθρώπων.
«Σε κάθε βάση αντιστοιχεί ένα εποικοδόμημα. Όταν οι ταξικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλάζουν, όταν η βάση τροποποιείται ή ρευστοποιείται κι εμφανίζεται μία καινούρια, η παλιά μετασχηματίζεται με τη σειρά της και δίνει τη θέση της σε μία άλλη. Η φεουδαρχία, με τις σχέσεις ηγεμόνα-υποτελούς και ιππότη-δούλου, διαμόρφωσε αντιλήψεις, ηθική, ήθη και λογοτεχνία που ο καπιταλισμός απέρριψε με τις σχέσεις αστού-προλετάριου και την κοινωνική του ιεραρχία, η οποία θεμελιώνεται πλέον όχι με τη γέννηση, αλλά με τα χρήματα. Μέσα στα ιστορικά όρια ενός ίδιου καθεστώτος, οι μετασχηματισμοί που επέρχονται στη βάση επιφέρουν ιδεολογικές μεταβολές: ο καπιταλισμός των μονοπωλίων γεννάει άλλα έργα απ’ ό,τι ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Αν η οικονομία αποτελεί, τελικά, τον καθοριστικό παράγοντα, ο ρόλος των εποικοδομημάτων δεν είναι διόλου παθητικός, δεν είναι μία απλή αντανάκλαση της διαδικασίας παραγωγής υλικών αγαθών. Επιδρούν στην κοινωνική ζωή, είτε για να την παγιώσουν είτε για να την αναταράξουν. Από κει προέρχεται η πρωταρχική σημασία των ιδεών στην πάλη των τάξεων, όπως πολλάκις έχουν υπογραμμίσει οι Μαρξ και Ένγκελς.
«Αναμφίβολα το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δε μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται κι αυτή υλική δύναμη, αφότου κατακτήσει τις μάζες».
Διακρίνει κανείς, αν και διακεκομμένη μία σταθερή αλληλεπίδραση ανάμεσα στις συνθήκες ζωής κάθε εποχής και τη συλλογική ή ατομική συνείδηση που αναπτύσσει ο άνθρωπος του καιρού του.
Οι ιδεολογικές αλλαγές εκφράζουν, με περισσότερη ή λιγότερη καθυστέρηση και ακρίβεια, τις μεταβολές που επήλθαν στις σχέσεις παραγωγής. Μιας και η συνείδηση του ανθρώπου καθυστερεί σε σχέση με τις τεχνολογικές και επιστημονικές κατακτήσεις, υπάρχει μία χρονική απόκλιση, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάμεσα στον ρυθμό ανάπτυξης του εποικοδομήματος και των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομική πρόοδος συγκρούεται με τις αντιστάσεις, τη ρουτίνα, με τα εμπόδια που της αντιτάσσει η κοινωνική οργάνωση. Οι ιδέες του παρελθόντος επιβιώνουν, ακόμα κι όταν δεν αντιστοιχούν πια στις νέες οικονομικές ανάγκες.
«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών».
Η παρουσίαση του Πέτρου Κουφοβασίλη

Το βιβλίο του Φρεβίλ που μετέφρασε και παρουσίασε η Ζέτα, πραγματεύεται το πώς έβλεπαν και με ποια κριτήρια εκτιμούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς θέματα της τέχνης, του καιρού τους είτε του παρελθόντος.
Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έχουν γράψει κάποια αυτοτελή, ειδική μελέτη για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη. Μόνο περιστασιακά, διατύπωσαν σχετικές ιδέες, παρατηρήσεις και απόψεις που περιέχονται διάσπαρτες σε διάφορα άλλα έργα τους.
Ο Μαρξ βέβαια ετοίμαζε μια ειδική πραγματεία για την αρχαία ελληνική τέχνη. Την πραγματεία ωστόσο αυτή, που θα αποτελούσε προσάρτημα στο έργο του «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής Οικονομίας» δεν την ολοκλήρωσε, την άφησε ημιτελή.
Πέρασαν πολλά χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Μαρξ και αργότερα του Ένγκελς, όταν για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση εκδόθηκαν, συγκεντρωμένες σε ξεχωριστό σύνολο, διάφορες επιμέρους απόψεις τους που αναφέρονται σε θέματα τέχνης. Οι απόψεις αυτές, διατυπωμένες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αντιστοιχούν και αποτυπώνουν την πορεία εξέλιξης της σκέψης τους, πορεία θεμελίωσης, εμβάθυνσης και ανάπτυξης του ιστορικού υλισμού.
Κάνοντας με τη σειρά μου την παρουσίαση του βιβλίου του Φρεβίλ, θα σταθώ επιλεκτικά σε κάποια από τα ερωτήματα στα οποία απαντά. Ερωτήματα γύρω από τα οποία ανανεώνεται κατά καιρούς ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
* Ποια είναι η σχέση της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας με τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δρα.
* Πώς εξηγείται η διαχρονική λάμψη πχ της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που διατηρείται αν και έχουν περάσει χιλιετίες από τότε που δημιουργήθηκε, και
* Μπορεί άραγε το έργο ενός σημαντικού συγγραφέα να έρχεται σε αντίθεση με τις προσωπικές πολιτικές προτιμήσεις του;
Ας τα δούμε ένα ένα:
Α) Οι Μαρξ και Ένγκελς, περνώντας από την επαναστατική δημοκρατία στον κομμουνισμό, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο ιδεαλισμός κάθε μορφής «τις πραγματικές αλυσίδες, τις αντικειμενικές, που υπάρχουν γύρω μου, προσπαθεί να τις μεταβάλει σε αλυσίδες αποκλειστικά ιδεατές, αποκλειστικά υποκειμενικές, που υπάρχουν μέσα μου»(αποκλειστικά στο κεφάλι μου δηλαδή, καταπίεση μόνο στη φαντασία μου).
Πίστευαν ότι ο κομμουνισμός, όπως οι ίδιοι τον εννοούσαν, θα έδινε τεράστια ώθηση στην επιστημονική και καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Θεωρούσαν ότι «η αποκλειστική συγκέντρωση του ταλέντου σε μερικές ατομικότητες και σε συνάφεια το πνίξιμό του στη μεγάλη μάζα των ανθρώπων, είναι μια συνέπεια της διαίρεσης της εργασίας». Όπως θα τονίσουν κατοπινά «Η καπιταλιστική παραγωγή είναι εχθρός ορισμένων κλάδων της διανοητικής παραγωγής, όπως της τέχνης και της ποίησης».
Σε αντίθεση με τις θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς, οι αντίπαλοί τους διατείνονταν με ιερή φρίκη πως ο κομμουνισμός θα ισοπέδωνε, θα εξομοίωνε τα άτομα, θα παραγνώριζε και θα θυσίαζε τα ταλέντα. Όπως γράφει ο Ζαν Φρεβίλ, «η κατηγορία αυτή που επαναλαμβάνεται με διαφορετικές μορφές, είχε κυκλοφορήσει από τον Μαξ Στίρνερ ήδη από το 1845. Ο Στίρνερ, συγγραφέας του βιβλίου Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του, επικαλείται ως επιχείρημα ενάντια στον κομμουνισμό, την εργασία που μπορεί να γίνει μόνον από έναν και από κανέναν άλλον, μιας και είναι προϊόν ταλέντου και δεν υπόκειται, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, σε κανόνες και σε οποιαδήποτε συλλογική οργάνωση».
Ο Μαρξ σε συνεργασία με τον ‘Ένγκελς στο έργο τους Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ(με υπότιτλο «Η αντίθεση του υλισμού στον ιδεαλισμό») γραμμένο στα 1845-46, ασκούν κριτική στους Φόυερμπαχ, Μπάουερ, Στίρνερ και τον επονομαζόμενο «αληθινό σοσιαλισμό» που ευδοκιμούσε τότε στη Γερμανία. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑαποτέλεσε μια πρώτη διατύπωση βασικών θέσεων του ιστορικού υλισμού, που με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια θα προβληθούν από τους Μαρξ και Ένγκελς στα επόμενα έργα τους.
Ο Στίρνερ (ή Σάντσο, όπως τον αποκαλούσαν ειρωνικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς) φιλοσοφικός πατέρας του γερμανικού αναρχισμού, λογοκοπούσε, χτίζοντας με ιδεαλιστικά λεκτικά πυροτεχνήματα, έναν κόσμο που θα απελευθέρωνε τα άτομα από την φαντασιακή τους καταπίεση.
Έλεγε για τον μοναδικό και αναντικατάστατο: «Κανείς δεν μπορεί στη θέση Σου να γράψει τις μουσικές Σου συνθέσεις, να εκτελέσει τους πίνακες που Εσύ έχεις φανταστεί, κλπ. Αυτές τις εργασίες ενός Ραφαήλ, κανένας δεν μπορεί να τις αντικαταστήσει. Αυτές είναι εργασίες ενός μοναδικού ατόμου, εργασίες που μόνο αυτό το μοναδικό άτομο μπορεί να πραγματοποιήσει».
Οι Μαρξ και Ένγκελς ξετίναξαν τις λογοκοπίες του «μοναδικού»:
«Ο Σάντσο -γράφουν- φαντάζεται ότι ο Ραφαήλ έχει ζωγραφίσει τους πίνακές του ανεξάρτητα από την διαίρεση της εργασίας που υπήρχε στη Ρώμη, την εποχή του».
Του θυμίζουν λοιπόν ότι στην εποχή αυτή, αφενός ο Ραφαήλ δεν δούλευε μόνος αλλά είχε ολόκληρη ομάδα σημαντικών καλλιτεχνών βοηθών που δούλευαν μαζί του για να ολοκληρωθούν οι τοιχογραφίες του. Ατύχησε λοιπόν στο παράδειγμα του ο Στίρνερ. Αφετέρου το πραγματικό ζήτημα δεν είναι αυτό. Δεν πρόκειται για την αντικατάσταση του Ραφαήλ, λένε οι Μαρξ και Ένγκελς, αλλά για το ότι «οποιοσδήποτε έχει τα προσόντα του Ραφαήλ, να μπορεί να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα».
Αυτό θα μπορούσε να γίνει στον κομμουνισμό, δεν μπορεί να γίνει στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Ο καπιταλισμός, όπως γράφει ο Ζαν Φρεβίλ, «Αγνοεί, ταπεινώνει, συνθλίβει το ταλέντο, το υποτάσσει στην βούληση των πλουσίων, στα καπρίτσια των εκδοτών, των κριτικών, των εμπόρων τέχνης, των επιχειρηματιών του θεάματος, των κερδοσκόπων. Αποδίδει μιαν αξία αργυρώνητη σε ό,τι στερείται καλλιτεχνικής αξίας, επιφυλάσσει τις χαρές του πνεύματος για μια κάστα προνομιούχων που είναι ανίκανοι να τις απολαύσουν, αποκλείει τις μάζες από την καλλιτεχνική κουλτούρα».
Β) Το πιο δύσκολο δεν είναι να γίνει κατανοητό ότι η τέχνη, η ποίηση, η τραγωδία, το μυθιστόρημα κλπ. συνδέονται με τις συνθήκες που επικρατούν σε μια ορισμένη βαθμίδα της κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτό που είναι πράγματι δύσκολο να ερμηνευτεί είναι το γιατί κάποια έργα, όπως π.χ. τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) και γενικότερα η ελληνική τέχνη, εξακολουθούν ύστερα από χιλιετίες να διατηρούν γοητεία, να έχουν πλατιά λαϊκή απήχηση και να παραμένουν έργα τόσο αξιοθαύμαστα, παρόλο που οι υλικοί όροι και οι κοινωνικές συνθήκες είναι πλέον πράγματι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι ήταν στα αρχαία χρόνια.
Ο Μαρξ γνωρίζει πολύ καλά βέβαια, πως στις συνθήκες του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν μπορεί π.χ. να υπάρξει επική ποίηση παρά μόνο σαν παρωδία. Το αμόνι του Ηφαίστου θυμίζει κουδουνίστρα μπροστά στα σιδηρουργία και τις σύγχρονες υψικαμίνους, οι ικανότητες του Ερμή στο εμπόριο μοιάζουν γελοίες αν συγκριθούν με τις σύγχρονες μεθόδους των τραπεζών…
Ο Μαρξ εκθειάζοντας την ελληνική τέχνη δεν εγκαταλείπεται στη μάταιη νοσταλγία για τους περασμένους καιρούς. Η τέχνη αυτή γεννήθηκε κάτω από ιστορικά καθορισμένες συνθήκες, έπρεπε να χαθεί και χάθηκε όταν οι συνθήκες αυτές άλλαξαν, πώς μπορεί ωστόσο να παραμένει και σήμερα αξιοθαύμαστη και λαμπερή;
Η ομορφιά της αρχαίας ελληνικής τέχνης, λέει ο Μαρξ, ίσως μας θυμίζει την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, που πλέον χάθηκε ανεπιστρεπτί και δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί. Η σύλληψη του Μαρξ για την ανάμνηση της παιδικής ηλικίας φαίνεται να έχει ομοιότητες με τη θεωρία της ανάμνησης του Πλάτωνα και αντανακλά επιρροές της «Αισθητικής»του Χέγκελ. Ας δούμε πώς σχολιάζει ο Ζαν Φρεβίλ τα παραπάνω: «Άραγε τα αριστουργήματα θα μείνουν στην αθανασία επειδή θυμίζουν στην ανθρωπότητα περασμένες στιγμές από την ιστορία της; Επιβάλλονται επειδή δεν επαναλαμβάνονται για δεύτερη φορά; Με ποιο μέσο και για ποιον επιβιώνουν; Ο Μαρξ, στο ημιτελές χειρόγραφο που έπρεπε να είναι στην κορυφή του έργου του ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣαπαντά ελλειπώς στο ερώτημα, Ο μαρξισμός όμως, συνεχίζει ο Φρεβίλ, παρέχει τα στοιχεία για μιάν απάντηση που θα σκιαγραφήσουμε εδώ».
Αξίζει να δούμε ποια είναι η απάντηση που σκιαγράφησε ο Ζαν Φρεβίλ:
«Τα αριστουργήματα του παρελθόντος -λέει- …εισχωρούσαν στην κοινωνική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, συμμετείχαν στην πορεία της προς τα εμπρός …Ωστόσο η διαχρονικότητά τους έχει μεταπτώσεις. Τα μεγάλα έργα επιτρέπουν σε κάθε γενιά να αντιπαραβάλλει την ιδεολογία και τα συναισθήματά της με τις ιδεολογίες και τα συναισθήματα του παρελθόντος. Σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή το αριστούργημα αποκτά καινούργια ακτινοβολία. Οι τάξεις και οι διαφορετικές εποχές αναζητούν μέσα σ’ αυτό ό,τι τις απασχολεί: εάν δεν το ανακαλύψουν, απομακρύνονται από αυτό. Εξού και ο ξαφνικός ενθουσιασμός για ορισμένα αριστουργήματα, η «έκρηξη» κάποιων, η εξαφάνιση άλλων, όχι ανάλογα με την καλλιτεχνική αξία, αλλά ανάλογα με τα προβλήματα της κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή. Τα αριστουργήματα, λοιπόν, ζουν στο μέτρο που γίνονται κατανοητά μέσα στο χρόνο και τον χώρο από τους ανθρώπους, ακόμα κι αν διαφέρει η ερμηνεία ή που προκαλούν πάθη και έχουν απήχηση».
Ανεξάρτητα από την παραπάνω απάντηση του Ζαν Φρεβίλ, πρέπει επίσης να δούμε και μια στενά συνυφασμένη με το θέμα, τοποθέτηση, που έχουν συχνά επαναλάβει οι Μαρξ – Ένγκελς. Αφορά την ανισόμετρη ανάπτυξη της Τέχνης σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες. Όπως παρατηρούν:
«Ξέρουμε πως οι συγκεκριμένες περίοδοι της Τέχνης δεν συμπίπτουν με την γενική ανάπτυξη της κοινωνίας -άρα ούτε με την υλική βάση και τον σκελετό της οργάνωσής της- όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους Έλληνες σε σύγκριση με τους σύγχρονους ή ακόμα με τον Σαίξπηρ”.
Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια πως η Τέχνη κατά περιόδους προπορεύεται της εποχής της ή και υπολείπεται και αργεί να εκδηλωθεί στα γεγονότα.
Γ) Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούν ότι το λογοτεχνικό έργο, όταν είναι πράγματι βαθύ και υψηλής πνοής, αποκαλύπτει τις κοινωνικές – ταξικές συγκρούσεις και δεν τις σκεπάζει ούτε τις ωραιοποιεί. Ένα τέτοιο έργο μπορεί ακόμα να οδηγεί τα νήματα σκέψης του αναγνώστη, σε δρόμους που ενδέχεται να είναι σε αντίθεση προς τις πολιτικές προτιμήσεις του ίδιου του συγγραφέα του, όπως ισχύει στην περίπτωση του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799 – 1850 ). Το έργο του Μπαλζάκ υπερβαίνει και αναιρεί με την τέχνη του, τις προσωπικές πολιτικές προτιμήσεις αυτού του οπαδού της αριστοκρατίας, καθολικού και βασιλικού συγγραφέα, που η πένα του δεν κολακεύει ούτε υποκλίνεται στις κυρίαρχες τάξεις αλλά συνοψίζει και αποτυπώνει με οξύνοια και διεισδυτικότητα την πραγματική κατάσταση του λαού.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Ζαν Φρεβίλ, ο Ένγκελς δηλώνει ότι έμαθε περισσότερα από τον Μπαλζάκ «απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι και οι επαγγελματίες στατιστικοί εκείνης της εποχής».Ο Μαρξ σκόπευε, αφού ολοκληρώσει το ΚΕΦΑΛΑΙΟ να αφιερώσει στον Μπαλζάκ μια μελέτη. Αλλά «Το γιγάντιο έργο του Μαρξ, η αρρώστια και ο θάνατος, τον εμπόδισαν να φέρει εις πέρας αυτό το σχέδιο», γράφει ο Φρεβίλ, και συνεχίζει:
«Ο Μπαλζάκ έχτισε το λογοτεχνικό του μνημείο απαλλαγμένο από πολιτικές και θρησκευτικές επιλογές και ενάντια σ’ αυτές. Το έργο του συγγραφέα διαψεύδει το δόγμα του, το πνεύμα του τάσσεται ενάντια στις αρχές του… Οι ιδεολογικοί περιορισμοί επιβλήθηκαν στον συγγραφέα από την τάξη και την εποχή του, αλλά το όραμά του ξεπερνούσε την εποχή του και καταδίκαζε την τάξη του… Οι Μαρξ και Ένγκελς έδωσαν τον επαναστατικό επίλογο στο κατηγορητήριο που ο Μπαλζάκ είχε απευθύνει στην καπιταλιστική κοινωνία».
Αυτά είναι τα θέματα που θέλησα επιλεκτικά να παρουσιάσω, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια συζήτηση για το βιβλίο. Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμη θέμα που μόνο ακροθιγώς παρουσιάζεται, μέσω της αναφοράς του Φρεβίλ σε μια εντυπωσιακή παρατήρηση του Μέρινγκ, ο οποίος τονίζει τις καλλιτεχνικές ικανότητες του Μαρξ και τη σχέση τους με τα επιστημονικά του έργα.
Όπως είναι γνωστό, το Κεφάλαιο είναι το κυριότερο δημιούργημα της μεγαλοφυίας του Καρλ Μαρξ. Με το μνημειώδες αυτό έργο του Μαρξ είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο και το όνομα του αχώριστου φίλου και συναγωνιστή του, Φρίντριχ Ένγκελς. Είναι, για μας, αδιαμφισβήτητη η αυστηρά επιστημονική, φιλοσοφική και επαναστατική – ανατρεπτική αξία του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. Μπορούμε άραγε να υποθέσουμε ότι πέρα από την αδιαμφισβήτητη αυτή αξία, το Κεφάλαιο έχει επίσης και καλλιτεχνική αξία; Αν έχει, σε τι συνίσταται; πώς εκδηλώνεται;
Ας δούμε τι λέει γι’ αυτό ο ίδιος ο Μαρξ στην αλληλογραφία του με τον Ένγκελς. Το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου υλικού που συγκέντρωσε ο Μαρξ για την συγγραφή του Κεφαλαίου και που όσο προχωρούσε η εργασία του διευρύνονταν με την ανεύρεση όλο και νέων στοιχείων, χρονολογείται στα 1864-1865. Στις 31 Ιουλίου του 1865, ο Μαρξ έγραφε στον Ένγκελς πως «απομένουν να γραφτούν ακόμα τρία κεφάλαια για την ολοκλήρωση του θεωρητικού μέρους» του συγγράμματος που ετοίμαζε, και ακόμη πως «χίλιες αδυναμίες έχουν τα γραπτά μου, μα το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι πως συνθέτουν ένα καλλιτεχνικό όλον».Μία εβδομάδα αργότερα, σε επόμενη επιστολή του στον ΄Ένγκελς, ο Μαρξ δηλώνει πως πραγματεύεται το σύγγραμμά του ως «έργο τέχνης»και επικαλείται τις «καλλιτεχνικές αναζητήσεις του»ως τον λόγο που καθυστέρησε να παραδώσει τα χειρόγραφα. Τελικά, ύστερα δηλαδή από δύο ολόκληρα χρόνια, ο Μαρξ περιχαρής αναγγέλλει στον Ένγκελς «Αγαπητέ Φρεντ! Μόλις τελείωσα την διόρθωση του τελευταίου τυπογραφικού…».Ο 1ος τόμος του Κεφαλαίου ήταν έτοιμος για το πιεστήριο. Εκδόθηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γερμανία, το 1867. Οι υπόλοιποι τόμοι έπρεπε ακόμα να περιμένουν.
Ο Μαρξ σχεδίαζε να αποτελείται συνολικά το μεγαλόπνοο έργο του από 4 τόμους. Πέθανε στις 14 Μάρτη 1883, χωρίς να προλάβει να δει να εκδίδονται οι υπόλοιποι τόμοι. Τον 2ο και 3ο τόμο επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Ένγκελς. Τον 4ο τόμο, με τον τίτλο Θεωρίες για την Υπεραξία δεν πρόλαβε να τον εκδώσει ούτε ο Ένγκελς που πέθανε στις 5 Αυγούστου 1895. Εκδόθηκε από τον Κάουτσκι με ουσιώδεις παραλήψεις, αυθαίρετες επεμβάσεις και τροποποιήσεις που κριτικαρίστηκαν έντονα από την Σοβιετική Ένωση. Εκεί σημαντικά τμήματα εκδόθηκαν το 1939, ενώ εκδόθηκαν τελικά με την πλήρως αποκαταστημένη μορφή τους μόλις στις δεκαετίες 1950-1960.
Το αντικείμενο του γιγάντιου από κάθε πλευρά συγγράμματος, η ανατομία δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι εξονυχιστικά διερευνημένο. Αλλά, όπως το πραγματεύεται μορφολογικά ο Μαρξ, γίνεται επίσης ένα περίτεχνο αντικαπιταλιστικό λιβελλογράφημα,διαποτισμένο με χιούμορ και αλλόκοτη δροσιά.
Στο Κεφάλαιο οι ευφάνταστες παραδοξολογίες, οι σουρεαλιστικοί διάλογοι μεταξύ των εμπορευμάτων, οι φανταστικές μεταμορφώσεις τους, τα υπερβατικά κράματα ορατού και αόρατου, οι μετατροπές του αισθητού σε υπεραισθητό κ.ο.κ., επαληθεύουν πράγματι την προαγγελία του Μαρξ στον Ένγκελς ότι πραγματεύεται το σύγγραμμά του ως έργο τέχνης.
Επειδή αυτά μάλλον ακούγονται περίεργα, θα δώσουμε αμέσως στη συνέχεια μερικά παραδείγματα που δείχνουν πράγματι ότι ισχύουν.
Τα παραδείγματα είναι παρμένα από το πρώτο μέρος του Κεφαλαίου που περιέχει την ανάλυση του εμπορεύματος, που όπως μας προειδοποιεί ο ίδιος ο Μαρξ στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, αυτό το μέρος είναι και το πιο δύσκολο…
Αλλά (γράφει παρηγορητικά για τον αναγνώστη ο Μαρξ) κάθε αρχή είναι δύσκολη, αυτό ισχύει για όλες τις επιστήμες!
Όλα ξεκινάνε με δύο εμπορεύματα, ένα σκάκι και 10 πήχες πανί. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
«Άλλωστε του σακακιού του είναι αδιάφορο ποιος το φορεί, αν το φορεί ο ράφτης ή ο πελάτης του ράφτη… Φυσικά το σακάκι, το σώμα του εμπορεύματος σακάκι είναι απλώς αξία χρήσης. Ένα σακάκι εκφράζει τόσο λίγη αξία όσο και το πρώτο τυχόν κομμάτι πανί. Αυτό όμως αποδείχνει μονάχα, ότι μέσα στην αξιακή σχέση με το πανί το σακάκι έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι έξω από αυτή τη σχέση, όπως πολλοί άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη σημασία όταν φορούν ένα σακάκι με χρυσά γαλόνια παρά όταν δεν φορούν… Παρ’ όλη την κουμπωμένη εμφάνιση του σακακιού, το πανί γνώρισε σ’ αυτό τη συγγενική του όμορφη ψυχή της αξίας». Η αξιακή αντικειμενικότητα των εμπορευμάτων διαφέρει κατά τούτο από την χήρα Κουίκλυ, ότι δεν ξέρεις από που να την πιάσεις (η χήρα είναι πρόσωπο από το έργο του Σαίξπηρ ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΤΣΕΣ ΤΟΥ ΟΥΪΝΔΣΩΡ).
«Σαν αξία χρήσης το πανί είναι ένα πράγμα που διαφέρει σωματικά από το σακάκι, σαν αξία όμως είναι “ίδιο με το σακάκι”, και γι’ αυτό έχει όψη σακακιού. Έτσι το πανί αποκτά μια μορφή αξίας που διαφέρει από την φυσική του μορφή. Η αξιακή του οντότητα εμφανίζεται στην ομοιότητά του με το σακάκι, όπως η προβατίσια φύση του χριστιανού εμφανίζεται στην ομοιότητά του με το Αρνί του Θεού»(τον Αμνό του Κυρίου ).
Πάμε παρακάτω:
«Είναι πεντακάθαρο ότι ο άνθρωπος με τη δράση του μεταβάλλει τις μορφές των φυσικών υλών με ένα τρόπο που του είναι ωφέλιμος… Η μορφή του ξύλου λ.χ. μεταβάλλεται όταν φτιάχνουμε από αυτό ένα τραπέζι. Παρ’ όλα αυτά το τραπέζι παραμένει ξύλο, ένα κοινό αισθητό πράγμα. Μόλις όμως εμφανίζεται σαν εμπόρευμα, μετατρέπεται σε αισθητό υπεραισθητό πράγμα. Δεν στέκεται μόνο με τα πόδια του στο έδαφος, μα απέναντι σε όλα τα άλλα εμπορεύματα πατάει με το κεφάλι κάτω κι αρχίζει το ξυλένιο του κεφάλι να γεννοβολά φαντασιοπληξίες, πιο θαυμαστές ακόμα κι απ’ το αν άρχιζε να χορεύει στα καλά καθούμενα ”.
«Ο αστός οικονομολόγος… απαλλάσσεται από κάθε παραπέρα σπαζοκεφαλιά και επιπλέον φορτώνει στον αντίπαλό του την ανοησία ότι δεν καταπολεμάει την κεφαλαιοκρατική χρησιμοποίηση των μηχανών αλλά τις ίδιες τις μηχανές. Γι’ αυτόν είναι αδύνατη άλλη εκμετάλλευση των μηχανών εκτός από την κεφαλαιοκρατική… Όποιος λοιπόν ξεσκεπάζει πώς έχει το ζήτημα της κεφαλαιοκρατικής χρησιμοποίησης της μηχανής, δεν θέλει καθόλου την χρησιμοποίησή της, είναι εχθρός της κοινωνικής προόδου! Αυτό μοιάζει απόλυτα με την επιχειρηματολογία του διαβόητου μαχαιροβγάλτη Μπιλ Σάικς:
“Είναι αλήθεια, κύριοι ένορκοι, πως έχει κοπεί το λαρύγγι αυτού του παραγγελιοδόχου. Δεν φταίω όμως εγώ για το γεγονός αυτό, φταίει το μαχαίρι”. Μήπως θα ’πρεπε εξαιτίας αυτών των προσωρινών δυσάρεστων γεγονότων να καταργήσουμε τη χρήση του μαχαιριού; Για σκεφτείτε το ζήτημα! Σε ποια κατάσταση θα βρισκόταν σήμερα η γεωργία και η χειροτεχνία χωρίς το μαχαίρι; Μήπως το μαχαίρι δεν είναι εξίσου σωτήριο στη χειρουργική όσο σοφό είναι στην ανατομία; Και μήπως δεν είναι ακόμα πρόθυμος βοηθός σε χαρούμενο γλέντι; Καταργείστε το μαχαίρι – και θα μας πάτε πίσω στην πιο βαθιά βαρβαρότητα».(Ο Μπιλ Σάικς είναι πρόσωπο από τον Όλιβερ Τουίστ, του Κάρολου Ντίκενς).
Είναι αναρίθμητα τα παραθέματα του Μαρξ, που με χιούμορ, δροσιά και καλλιτεχνικά εκλεπτυσμένο σαρκασμό, διαποτίζουν το Κεφάλαιο σε κάθε σελίδα του. Δεν θα ήθελα να κάνω πιο ανάλαφρη την ατμόσφαιρα της σημερινής παρουσίασης. Το Κεφάλαιο μας παραπέμπει καλλιτεχνικά σε έναν ιδεότοπο του παράλογου. Κάτι σαν τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ. Αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να προσθέσω ένα ακόμα, τελευταίο δείγμα, που αποτελεί αποθέωση της ειρωνείας, του περιπαιχτικού λόγου. Έναν ιδιότυπο συγκερασμό των σπαρταριστών Νεκρικών Διαλόγων του Λουκιανού και του Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου. Πρόκειται για το Παρέκβαση (για την παραγωγική εργασία) – μέρος πρώτο, 4ος τόμος του Κεφαλαίου, Θεωρίες για την Υπεραξία.
«Ένας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας παπάς κηρύγματα, ένας καθηγητής εγχειρίδια κ.λ.π. Ένας εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Όταν εξετάσει κανείς πιο λεπτομερειακά τη συνάρτηση αυτού του τελευταίου κλάδου παραγωγής με το σύνολο της κοινωνίας, τότε θα απαλλαγεί από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και μαζί του και τον καθηγητή που κάνει παραδόσεις για το ποινικό δίκαιο και επιπλέον το αναπόφευκτο εγχειρίδιο, με το οποίο αυτός ο ίδιος καθηγητής ρίχνει τις παραδόσεις του στη γενική αγορά με τη μορφή “εμπορεύματος”. Έτσι πραγματοποιείται αύξηση του εθνικού πλούτου, χωρίς να γίνεται λόγος για την ατομική απόλαυση, την οποία (όπως μας λέει ένας αρμόδιος μάρτυρας, ο καθηγητής Ρόσερ ) το χειρόγραφο του εγχειρίδιου χαρίζει στον ίδιο τον συγγραφέα του. Ο εγκληματίας παράγει ακόμα όλη την αστυνομία και την ποινική δικαιοσύνη, τους δικαστικούς κλητήρες, τους δικαστές, τους δήμιους, τους ένορκους κ.λ.π. Και όλοι αυτοί οι διάφοροι κλάδοι επαγγελμάτων, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, δημιουργούν καινούργιες ανάγκες και καινούργιους τρόπους ικανοποίησής τους. Μονάχα τα βασανιστήρια λ.χ. αποτέλεσαν την αφορμή για τις πιο έξυπνες μηχανικές εφευρέσεις, στη δε παραγωγή των συνέργων τους απασχόλησαν ένα ολόκληρο πλήθος έντιμων χειροτεχνών.
Ο εγκληματίας δημιουργεί μιαν εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, ανάλογα με τις περιστάσεις, και προσφέρει έτσι μιαν “υπηρεσία”, μια κίνηση των ηθικών και αισθητικών αισθημάτων του κοινού. Δεν παράγει μόνο εγχειρίδια για το ποινικό δίκαιο, ούτε μόνο κώδικες της ποινικής νομοθεσίας, και μαζί τους ποινικούς νομοθέτες, αλλά και τέχνη και λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμα και τραγωδίες, όπως το αποδείχνουν όχι μόνο «Η ΕΝΟΧΗ» του Μύλλνερ και «ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ» του Σίλλερ, αλλά ακόμα και ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ και Ο ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Γ΄…».
…και συνεχίζει ο Μαρξ το εγκώμιο του εγκλήματος, μέχρι τον καιρό του Αδάμ!
Κλείνοντας, θα χρειαστεί να θυμίσω πως οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις του Μαρξ ξεκίνησαν μαζί με τα νεανικά του παραστρατήματα, φιλοσοφικό-φιλολογικές τρελοπαρέες, γλεντοκοπήματα και καυγάδες. Ο νεαρός Μαρξ, που υπήρξε μεν πολυμαθέστατος αλλά και προκλητικά αντισυμβατικός, έγραφε ο ίδιος ποιήματα. Ο Ζαν Φρεβίλ, περιγράφοντας στο βιβλίο που τα νεανικά παραστρατήματα του Μαρξ, μεταξύ άλλων θα σημειώσει τα παρακάτω:
«Ο έρωτάς του για την Τζένη φον Βεστφάλεν, τα μεθύσια του και οι νεανικές του μελαγχολίες τού εμπνέουν ποιήματα, με τα οποία γεμίζει τρία σημειωματάρια… Στα ποιήματα που έγραψε ο Μαρξ στα δεκαοκτώ του χρόνια επαναλαμβάνονται τα παραδοσιακά μοτίβα του ρομαντισμού: απελπισία από έρωτα, νοσταλγία, αιθέριες και αόριστες ονειροπολήσεις, συγκεχυμένοι συμβολισμοί, τρομακτικά και περίεργα οράματα… Αν και οι ποιητικές του δημιουργίες δεν παρουσιάζουν καμιά αυθεντικότητα (ο Μαρξ τις χαρακτήρισε -κατοπινά- νεανικό λάθος), τουλάχιστον φωτίζουν μια περίοδο της πνευματικής του διαμόρφωσης. Δεν θα μπορούσαν, λοιπόν, να “περάσουν” αθόρυβα. Ο Μέρινγκ, ο οποίος τις καταδικάζει και κριτικάρει την “πρωτόγονη τεχνική” τους, σημειώνει γι’ αυτές: (την παρατήρηση για την οποία κάναμε λόγο και πρωτύτερα)
«Από αυτά τα παράξενα παραστρατήματα, άρχισαν να εκδηλώνονται οι καλλιτεχνικές ικανότητες που ο Μαρξ κατείχε σε τόσο υψηλό βαθμό και τις οποίες έδειξε με ακρίβεια στα επιστημονικά του έργα».
Νομίζω, ότι είναι ώρα να σταματήσω εδώ. Η συζήτηση και οι σκέψεις που θα κατατεθούν στη συνέχεια, από όσους συμμετέχουν σ’ αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση, θα μας δώσουν τη δυνατότητα να αναδείξουμε πληρέστερα τη σημασία του βιβλίου του Ζαν Φρεβίλ. Και τη συνεισφορά της Ζέτας που μας έδωσε με τη μετάφρασή της την ευκαιρία να γνωρίσουμε το πολύ σπάνιο στις μέρες μας και ξεχωριστό αυτό βιβλίο, Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ.
e-prologos.gr